Η Φύση των Πλατφορμών Διανομής

Η Φύση των Πλατφορμών Διανομής

  • |

Και καθώς τα καταστήματα παραδίδονται εξολοκλήρου στις πλατφόρμες -με την παραγγελιοληψία, τη διαφήμιση και τη διανομή να περνούν αποκλειστικά μέσω αυτών- οι πλατφόρμες εκτός από μονοψώνιο μετατρέπονται και σε μονοπώλιο απέναντι στα ίδια τα καταστήματα και τους πελάτες.

Είναι κάτι που επισημαίνει και ο Nick Srnicek στο βιβλίο του Ο Καπιταλισμός της Πλατφόρμας: «Οι λιτές πλατφόρμες (Uber, Airbnb, Efood, Wolt) αν δεν γίνουν μονοπώλιο, είναι καταδικασμένες να καταρρεύσουν.»

Η φύση των πλατφορμών διανομής

Οι λιτές πλατφόρμες ονομάζονται έτσι γιατί δεν κατέχουν μέσα παραγωγής. Στην Airbnb, τα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα ανήκουν στους ιδιοκτήτες τους. Στην Uber, τα αυτοκίνητα ανήκουν στους οδηγούς. Στην efood και τη Wolt, τα δίκυκλα ανήκουν στους ίδιους τους διανομείς.

Στην Ελλάδα, η ΣΒΕΟΔ (Συνέλευση Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλου) κατάφερε από το 2019 να κατοχυρώσει αποζημίωση χρήσης δικύκλου. Για το άλλο βασικό μέσο εργασίας -το κινητό τηλέφωνο- δίνονται ακόμη δικαστικοί αγώνες ώστε να αποζημιώνεται και αυτό.

Αυτό που εισάγουν οι πλατφόρμες δεν είναι επενδύσεις σε μέσα παραγωγής, αλλά αλγόριθμους και εφαρμογές: τεχνολογίες που συνδέουν καταστήματα, διανομείς και πελάτες, ελέγχοντας τη ροή εργασίας και πληρωμών.

Ωστόσο, αυτή η τεχνολογική εξειδίκευση δεν λύνει την βασική αντίφαση: οι πλατφόρμες υπόκεινται στον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Επειδή δεν κατέχουν μέσα, πρέπει να αγοράζουν συνεχώς εργασιακή δύναμη, να επενδύουν σε προσφορές, marketing και bonus για να κατακτούν αγορές — και αυτό καίει κεφάλαια χωρίς εγγύηση κερδοφορίας.

Πριν δούμε πώς λειτουργούν και συγκρίνονται διεθνώς, αξίζει να κάνουμε μια επισκόπηση των κυριότερων πλατφορμών διανομής παγκοσμίως.

Από τα παραπάνω στοιχεία συμπεραίνουμε ότι, εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες -όπου η αγορά είναι πλήρως ρυθμισμένη σύμφωνα με τις ανάγκες των ίδιων των εταιρειών-, οι περισσότερες πλατφόρμες παγκοσμίως χρησιμοποιούν ενδιάμεσους εργολάβους. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει τα ευρήματα του προηγούμενου άρθρου: «Πού βαδίζει το freelancing;» (https://neaprooptiki.gr/pou-odevei-to-freelancing-stis-dianomes/).

Η φύση του εργατικού δυναμικού είναι κυρίως μεταναστευτική, στοιχείο που από μόνο του δηλώνει τη στόχευση στην μέγιστη εκμετάλλευση των πιο αδύναμων, ευάλωτων και ανειδίκευτων στρωμάτων της εργατικής τάξης.

Το σημαντικότερο, όμως, που δεν αποτυπώνεται στον συγκεντρωτικό πίνακα αλλά φάνηκε καθαρά στην κατά χώρα εξέταση, είναι το εξής:

➤ Σε κάθε χώρα υπάρχει είτε μία πλατφόρμα με μονοπωλιακή ισχύ, είτε δύο πλατφόρμες που μοιράζονται το 80–90 % της αγοράς.
➤ Οι «τρίτες» εταιρείες με 10–15 % μερίδιο δεν αναλαμβάνουν ενεργά τη διανομή, αλλά περιορίζονται στην παραγγελιοληψία μέσω εφαρμογών, αφήνοντας τη διανομή στα ίδια τα καταστήματα.

Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε marketplace και πλατφόρμα:
Μια εταιρεία μετατρέπεται σε πλατφόρμα όταν αποκτήσει δικό της στόλο διανομέων.
Δεν είναι τα apps που την καθιστούν πλατφόρμα, αλλά η σχέση με τον διανομέα.

Στο ελληνικό παράδειγμα:

  • Η efood και η Wolt μοιράζονται περίπου το 85 % της αγοράς.
  • Η BOX, παρότι πίσω της βρίσκεται ο όμιλος της Deutsche Telekom, έχει χαμηλότερο μερίδιο (10–15 %) παρά τις επενδύσεις σε διαφήμιση και τη διασύνδεση με άλλα apps του ομίλου.

Η BOX δεν έκανε ουσιαστική προσπάθεια να αναπτύξει δικό της στόλο διανομέων, ούτε «έκαψε κεφάλαια» προς αυτή την κατεύθυνση. Αντίθετα:

  • Η efood επένδυσε επιθετικά, προσλαμβάνοντας μαζικά μισθωτούς και στη συνέχεια freelancer με υψηλές αποδοχές.
  • Η Wolt ξεκίνησε με ελκυστικές αμοιβές που την κατέστησαν θελκτική στους διανομείς.

Ωστόσο, αυτές οι παροχές -τόσο στους μισθωτούς όσο και στους freelancers- αποδείχθηκαν προσωρινές προσφορές marketing.
Οι εργασιακές σχέσεις παρουσιάστηκαν σαν προνόμια, διαφημιστικες προσφορές, αλλά ανακλήθηκαν είτε εν μια νυκτί, είτε σταδιακά, καθώς οι πλατφόρμες εδραίωναν τη θέση τους.

Η πρακτική αυτή περιγράφεται με τον όρο:

Εργασιακή Πλατφορμοποίηση μέσω Δολώματος

(Bait-and-Burn Employment)

Με αυτόν περιγράφεται η στρατηγική των πλατφορμών:

  • να δελεάζουν εργαζόμενους με υψηλές αρχικές αποδοχές, bonus, παροχές και υποσχέσεις «ελευθερίας»,
  • να εδραιώνουν το μερίδιό τους στην αγορά,
  • και στη συνέχεια να μειώνουν δραστικά αμοιβές, παροχές και όρους, είτε “εν μια νυκτί” είτε σταδιακά.

Συνδεόμενοι όροι:

  • Burn rate: το κεφάλαιο που «καίγεται» για να εδραιωθεί μια πλατφόρμα (bonus, προωθητικές κινήσεις, επενδύσεις).
  • Overaccumulation: το φαινόμενο της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που δεν μπορεί να επενδυθεί με ικανοποιητικό κέρδος, οδηγώντας σε στρατηγικές καταστροφής ή “καψίματος”.
  • Pseudo-employment perks: προσωρινές «παροχές» που δεν αναγνωρίζονται ως εργασιακά δικαιώματα (όπως στολές, bonus, vouchers).

Η τακτική αυτή δεν αφορά μόνο την εργασία, αλλά και τους πελάτες και τα καταστήματα: όλα τα μέρη δελεάζονται με προσφορές, και σταδιακά μετατρέπονται σε εξαρτώμενα μέρη ενός ψηφιακού μονοπωλίου.

Πτωτική τήση του ποσοστού κέρδους

1) Σύγκριση efood και Wolt: κερδοφορία και burn rate

Σύμφωνα με διαθέσιμους ισολογισμούς και δημοσιονομικά στοιχεία (έτη 2022–2023):

  • Η efood (Delivery Hero Greece) εμφάνισε συγκρατημένη αλλά θετική κερδοφορία, χάρη στην ωρίμανση της αγοράς και στη μείωση κόστους λειτουργίας (λιγότερες προσφορές, σταθερή συνεργασία με εργολάβους και freelancer).
  • Η Wolt εμφάνισε αρνητικά αποτελέσματα (ζημιές) για τα ίδια έτη στην Ελλάδα, παρά την αύξηση όγκου παραγγελιών, καθώς είχε υψηλό λειτουργικό κόστος (bonus, υποστήριξη, διαχείριση στόλου).

Η διαφορά δεν οφείλεται μόνο στο πλήθος των παραγγελιών, αλλά στη σχέση συνολικού κόστους/κεφαλαίου προς κέρδος: η Wolt καίει περισσότερα για να κερδίσει λιγότερα.

2. Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους στον Μαρξ

Στο “Κεφάλαιο” (Τόμος Γ΄), ο Μαρξ υποστηρίζει ότι καθώς ο καπιταλισμός εξελίσσεται, αυξάνεται η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου:

  • περισσότερο σταθερό κεφάλαιο (μηχανήματα, υποδομές, τεχνολογία),
  • λιγότερο μεταβλητό κεφάλαιο (εργατική δύναμη, η μόνη πηγή υπεραξίας).

Αυτό οδηγεί σε μια πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους:

“Αν και η συνολική υπεραξία μπορεί να αυξηθεί, το ποσοστό της προς το συνολικό επενδυμένο κεφάλαιο μειώνεται.” (Μαρξ, Κεφάλαιο Γ΄).

Η τάση αυτή εντείνεται από τον ανταγωνισμό και την ανάγκη για συνεχή τεχνολογική καινοτομία, που αυξάνει το κόστος χωρίς να αυξάνει αναλογικά την υπεραξία.

3.  Πώς εφαρμόζεται σε Efood και Wolt

Οι πλατφόρμες όπως η efood και η Wolt είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα επιχειρήσεων υψηλής οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου:

  • μεγάλο επενδυμένο κεφάλαιο σε τεχνολογίες, apps, logistics, διαφήμιση,
  • και ταυτόχρονα καμία σταθερή εργασιακή σχέση που να τους εξασφαλίζει μακροπρόθεσμα ελεγχόμενο κόστος παραγωγής.

Η Wolt, λόγω της επιθετικής επέκτασης, των bonus και των Wolt Markets, παρουσιάζει πιο καθαρά το φαινόμενο: ο όγκος αυξάνεται, αλλά το ποσοστό κέρδους μειώνεται, οδηγώντας σε διαρκή burn rate.

Η efood, με πιο σταδιακή μετάβαση σε freelance μοντέλο και μεγαλύτερη εμπειρία στη μείωση κόστους, φαίνεται προς το παρόν να διαχειρίζεται καλύτερα αυτή την πτωτική τάση. Όμως και στις δύο περιπτώσεις, η λογική της λιτής πλατφόρμας τις αναγκάζει να επενδύουν διαρκώς περισσότερο για να συγκρατήσουν ένα ποσοστό κέρδους που τείνει να πέφτει.

Η μοίρα των ψηφιακών πλατφορμών δείχνει έτσι να είναι σύμφυτη με τη θεμελιώδη αντίφαση του καπιταλισμού: η τεχνολογική πρόοδος δεν λύνει την κρίση κερδοφορίας – την βαθαίνει.

Η μεγαλύτερη εικόνα

Η Efood και η Wolt δεν είναι αποκομμένες εταιρείες, ανήκουν σε μεγαλύτερες μητρικές. Ακολουθεί ένας συγκεντρωτικός πίνακας με τα στοιχεία κερδοφορίας και καθαρών κερδών

Αυτός ο πίνακας δείχνει πώς οι μητρικές εταιρείες, μετά την αρχική φάση «καψίματος κεφαλαίων», εισέρχονται σε στάδιο σταθεροποίησης (stabilization), επιτυγχάνοντας θετικά αποτελέσματα, αλλά μέσα σε ένα περιβάλλον υψηλού κεφαλαιακού κόστους και διαρκούς πίεσης στα λειτουργικά έξοδα. Όλες αυτές οι πλατφόρμες έβγαλαν ελάχιστο ή καθόλου κέρδος για χρόνια· ωστόσο, το χρηματιστήριο ανταμείβει την ανάπτυξη – όχι τη βιωσιμότητα. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτές οι εταιρείες απέσυραν τις θυγατρικές τους από χώρες όπου δεν κατάφεραν να κυριαρχήσουν στην αγορά ή όπου οι εργασιακές σχέσεις δεν διασφάλιζαν την απαιτούμενη αποδοτικότητα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η γερμανική Delivery Hero, η οποία αποχώρησε από τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ολλανδία, τις σκανδιναβικές χώρες, τον Καναδά, την Ιαπωνία και την Ουγγαρία – αφήνοντας πίσω της χιλιάδες διανομείς χωρίς δουλειά.

Το γεγονός ότι κάποιες μητρικές εταιρείες (DoorDash, Uber κ.ά.) παρουσιάζουν θετικά καθαρά κέρδη δεν αναιρεί τη μαρξιστική ανάλυση περί πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους.

Ορισμένα διευκρινιστικά σημεία:

1. Ποσοστό vs Απόλυτο Κέρδος

Ο Μαρξ δεν υποστηρίζει ότι το απόλυτο κέρδος μειώνεται πάντα, αλλά ότι το ποσοστό κέρδους (κέρδος ως προς το επενδεδυμένο κεφάλαιο) τείνει να μειώνεται ιστορικά όσο αυξάνεται η τεχνολογική επένδυση έναντι της ζωντανής εργασίας.

2. Πρόσκαιρες αντισταθμίσεις

Οι πλατφόρμες εξισορροπούν προσωρινά την τάση αυτή μέσω:

α) επιθετικής συμπίεσης κόστους εργασίας (outsourcing, freelance),

β) κρατικών επιδοτήσεων ή τεχνητής στήριξης μέσω χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης,

γ) διαφημιστικών προσόδων, που είναι έσοδα παράγωγα, όχι παραγωγικά.

3. Χρηματοπιστωτικό μαξιλάρι

Το κέρδος συχνά προκύπτει όχι από την πραγματική παραγωγή υπεραξίας, αλλά από χρηματοπιστωτικούς μηχανισμούς, όπως μετοχικές επαναγορές, επενδυτικές συγχωνεύσεις ή data sales.

Άρα, η τεχνολογία αυξάνει την κεφαλαιακή βάση χωρίς να αυξάνει αναλογικά τη ζωντανή εργασία. Οι θετικές λογιστικές καταστάσεις δεν αναιρούν τη μακροπρόθεσμη τάση του καπιταλισμού να μειώνει το ποσοστό κέρδους – το επιβραδύνουν προσωρινά με «τεχνικές παρατάσεις ζωής».

Αυτό που ζητούν οι επενδυτές –και επιβάλλει η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους– είναι η διαρκής συμπίεση του εργασιακού κόστους για να διατηρηθεί η κερδοφορία. Το πέρασμα από μισθωτούς σε freelancers, οι υπερεργολαβίες, η απουσία ασφαλιστικής κάλυψης, το άνοιγμα των ζωνών και αποστάσεων εξυπηρέτησης καθως και η μεταφορά του κόστους συντήρησης και ατυχημάτων στους ίδιους τους διανομείς, δεν αποτελούν παρατυπίες· είναι ο κανόνας. Η επισφάλεια δεν είναι δυσλειτουργία του συστήματος – είναι η συστημική του απάντηση στην κρίση.

Στην ελληνική περίπτωση, οι δύο μεγάλες εταιρείες του κλάδου εμφανίζονται ως ανταγωνιστές, όπως ακριβώς «ανταγωνίζονται» μεταξύ τους οι τράπεζες, οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, οι πάροχοι ενέργειας, οι κατασκευαστικές ή τα super market. Οι τιμές, οι προμήθειες και οι όροι συνεργασίας κινούνται με αξιοσημείωτη ομοιομορφία, ενώ οι καινοτομίες τού ενός υιοθετούνται αμέσως από τον άλλο. Η μεταξύ τους σχέση μοιάζει περισσότερο με μια ήρεμη συγκατοίκηση παρά με μάχη για μερίδιο αγοράς. Όμως κάποια στιγμή, αυτή η ιδιότυπη «ανακωχή» θα τελειώσει – και τότε, η επίθεση στους εργαζόμενους θα είναι σφοδρή. Ήδη, η ελάχιστη αμοιβή ανά παραγγελία έχει κατρακυλήσει στο 1,10 ευρώ.

Καταμερισμός Εργασίας

Ο καταμερισμός εργασίας στις πλατφόρμες αποτελεί τη νεότερη φάση μετάβασης από το φορντικό μοντέλο παραγωγής (μαζική, συγκεντρωτική εργασία με μισθούς και σταθερότητα), στον toyotισμό (ευέλικτη παραγωγή, αποκέντρωση, εργασία κατά ζήτηση), φτάνοντας σήμερα στον πλατφορμισμό: ένα ψηφιακά μεσολαβημένο σύστημα διάχυσης της εργασίας, χωρίς συμβάσεις, χωρίς σταθερές σχέσεις, χωρίς πρόσωπο. Εδώ, η εργασία δεν οργανώνεται με βάση το εργοστάσιο αλλά με βάση τον αλγόριθμο. Ο διανομέας είναι «ελεύθερος συνεργάτης» μόνο στα λόγια· στην πράξη υπόκειται σε συνεχή επιτήρηση, αξιολόγηση, ποινές και gamification, χωρίς κανέναν μηχανισμό διαπραγμάτευσης ή προστασίας.

Όπως τονίζει ο Nick Dyer-Witheford στο Cyber-Proletariat, οι πλατφορμικοί εργάτες είναι μέρος ενός παγκόσμιου προλεταριάτου του ψηφιακού κυκλώνα (digital vortex), όπου ο καπιταλισμός συνδυάζει υπερτεχνολογική οργάνωση και βίαιη απορρύθμιση. Οι διανομείς βρίσκονται στην τεχνική υποδομή του συστήματος, εκτελώντας χειρωνακτικά ό,τι δεν μπορεί ακόμη να αυτοματοποιηθεί, συνδεδεμένοι μέσω GPS και data αλλά αποκλεισμένοι από κάθε προστασία ή μερίδιο στα κέρδη. Είναι “cyber-proles” – εργάτες της πληροφορικής εποχής που αντί να χειρίζονται κώδικα, κουβαλάνε τον κώδικα στην πλάτη τους.

Ο Christian Fuchs εξηγεί πως τα δεδομένα που παράγονται από την εργασία των διανομέων (αποδοχή παραγγελιών, χρόνοι απόκρισης, αξιολογήσεις, GPS κ.λπ.) αποτελούν πρώτη ύλη για την καπιταλιστική αξιολόγηση, πειθάρχηση και εμπορευματοποίηση. Δεν είναι ουδέτερα: είναι μέσο επιβολής εργασιακής πειθαρχίας, εργαλείο εκμετάλλευσης και, σε πολλές περιπτώσεις, πηγή δευτερογενούς υπεραξίας μέσω της πώλησης ή αξιοποίησης των data.

Έτσι, το εργασιακό μοντέλο των πλατφορμών δεν είναι μια τεχνική καινοτομία· είναι λύση στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, αφού επιτρέπει στο κεφάλαιο να μεταφέρει το κόστος εργασίας, συντήρησης και κινδύνου στον ίδιο τον εργαζόμενο, παραμένοντας «ευέλικτο» και χωρίς δεσμεύσεις.

Σε παγκόσμια κλίμακα, οι διανομείς αποτελούν τον τελευταίο κρίκο μιας εφοδιαστικής αλυσίδας που τροφοδοτεί την κατανάλωση στις μητροπόλεις, ένα «χαμηλής αξίας» ανθρώπινο γρανάζι που κινεί τις ψηφιακές αυτοκρατορίες. Η θέση τους στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας θυμίζει τη θέση του αγρότη στην αποικιακή Ινδία: πολύτιμος, αλλά φτωχός· απαραίτητος, αλλά αναλώσιμος. Οι πλατφόρμες υπόσχονται τεχνολογική καινοτομία, αλλά αναπαράγουν την παλαιότερη μορφή εκμετάλλευσης: να δουλεύεις μόνος, για λογαριασμό άλλων.

Διαφημιστική Υπεραξία

Οι πλατφόρμες λειτουργούν έναντι των καταστημάτων κυρίως ως μεσάζοντες παραγγελιοληψίας και διανομής. Η προμήθεια που κρατούν από κάθε παραγγελία κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 25% και 30%. Αυτή η διαδικασία περιγράφεται σε μέρος της βιβλιογραφίας ως μορφή προσόδου και συνδέεται με έννοιες όπως:

νεφοκεφάλαιο (cloud capital),

τεχνοφεουδαρχία.

Ωστόσο, τα μεγάλα έσοδα των πλατφορμών δεν προέρχονται κυρίως από αυτή την πρόσοδο.

Παράδειγμα:

Για μια παραγγελία 10 ευρώ:

Η πλατφόρμα κρατά ~2.5 ευρώ (25%),

Ο διανομέας πληρώνεται 2.5 ευρώ για την παράδοση.

Αν το 100% του ποσού «μοιράζεται» μεταξύ καταστήματος και διανομέα, πώς προκύπτει η τεράστια κερδοφορία των πλατφορμών;

Η απάντηση: το βάρος μεταφέρεται στον πελάτη και στη διαφήμιση. Οι πλατφόρμες αυξάνουν: το κόστος χρήσης της υπηρεσίας, τα τέλη διανομής ανά απόσταση.

Όμως, το σημαντικότερο έσοδο είναι η διαφημιστική χρέωση των καταστημάτων μέσα στην εφαρμογή. Οι πλατφόρμες έχουν μετατραπεί σε ψηφιακές λεωφόρους εμπορικής προβολής. Καταστήματα πληρώνουν για: προτεραιότητα στην αναζήτηση, banners, χορηγούμενα κουπόνια και εκστρατείες τύπου “hot deals”.

Αυτός ο ανταγωνισμός για διαφήμιση υπάρχει μόνο επειδή υπάρχει η εργασία του διανομέα: Μια αγορά marketplace γίνεται πλατφόρμα όταν διαθέτει δικό της μηχανισμό διανομής.

Affective labor προς τους πελάτες

Οι διανομείς είναι οι μόνοι άνθρωποι της πλατφόρμας που έρχονται σε άμεση φυσική επαφή με τον πελάτη. Αυτή η ανθρώπινη παρουσία ενσαρκώνει την εμπειρία της παραγγελίας και προσδίδει αξιοπιστία, φιλικότητα και επαγγελματισμό στην πλατφόρμα.

Ο διανομέας γίνεται έτσι φορέας εμπιστοσύνης και συναισθηματικής ταύτισης, εξανθρωπίζοντας μια κατά τα άλλα απρόσωπη και αλγοριθμική τεχνοδομή.

Η εργασία του φέρει χαρακτηριστικά της affective labor, μιας μορφής άυλης εργασίας που εστιάζει στη δημιουργία σχέσεων, συναισθηματικών δεσμών και πελατειακής πίστης.

Mediational / reputational labor προς τα μαγαζιά

Ταυτόχρονα, οι διανομείς λειτουργούν και ως ενσώματοι εκπρόσωποι της πλατφόρμας προς τα συνεργαζόμενα καταστήματα. Οι μαγαζάτορες βλέπουν τους διανομείς με τα κουτιά να πηγαινοέρχονται και σκέφτονται “Γιατί δεν μπαίνω και γω στην Πλατφόρμα;”. Η σταθερή παρουσία τους, η συνέπεια, η επαγγελματική στάση και η ελαφρά “ανεπίσημη” επικοινωνία με τους υπαλλήλους των καταστημάτων διαμορφώνουν μια σχέση καθημερινής εμπιστοσύνης.

Αυτό μεταφράζεται σε συνεργατική διάθεση των μαγαζιών, μεγαλύτερη συμμετοχή στο δίκτυο, και άτυπη θετική “διαφήμιση” της πλατφόρμας από στόμα σε στόμα στον κλάδο.

Με άλλα λόγια, αν οι πλατφόρμες καταργήσουν την δική τους διανομή, θα χάσουν τη δεσπόζουσα θέση τους στην αγορα!

Η Wolt για ένα διάστημα πλήρωνε τους διανομείς για διαφήμιση 0,07€ ανά παραγγελία. Οι διανομείς δικαιούνται πολλά περισσότερα από την διαφημιστική υπεραξία που παράγουν!

Τέλος, δεν έχουμε εικόνα για τα κέρδη από τυχόν αξιοποίηση ή πώληση των δεδομένων που παράγουν διανομείς και χρήστες.

Επίλογος

Συμπερασματικά, η μείωση του ποσοστού κέρδους, η πίεση από τους μετόχους και η ανάγκη για μονοπώλιο είναι οι παράγοντες που φέρνουν τις μειώσεις στις απολαβές και εξαϋλώνουν τα όποια δικαιώματα.

Η άυλη υπεραξία που παράγει ο διανομέας μπορεί να αποτελέσει και τη δύναμή του. Αρκεί βέβαια αυτή η affective labor να μετατραπεί από εργαλείο εμπορικής αφοσίωσης προς τον πελάτη, σε κοινωνική σχέση με την κοινωνία και την τάξη του.

Κάτι τέτοιο συνέβη το 2021, όταν η κοινωνία στάθηκε στο πλευρό των απολυμένων διανομέων της efood. Τότε, η affective σχέση με τον «πελάτη» μετατράπηκε σε ταξική αλληλεγγύη. Στις κινητοποιήσεις τους, οι εργαζόμενοι χρειάζονται την κοινωνία. Και η κοινωνία τούς γνωρίζει ήδη – είναι οι διανομείς που βλέπει κάθε μέρα στον δρόμο.

Ακόμη κι αν διανομείς προσπαθήσουν να φτιάξουν συνεργατική πλατφόρμα, αυτή η affective labor είναι το μοναδικό συγκριτικό πλεονέκτημα που μπορούν να μετατρέψουν σε κεφάλαιο αξιοπιστίας. Σε έναν καθαρό καπιταλιστικό ανταγωνισμό με τις υφιστάμενες πλατφόρμες, είναι χαμένοι από χέρι – εκτός αν ενεργοποιήσουν τις κοινωνικές σχέσεις που ήδη έχουν χτίσει.

Μια άλλη λέξη για τον διανομέα είναι αυτή του ντελιβερά. Η λέξη προέρχεται από τα λατινικά:

de (από) + liberare (ελευθερώνω).

Οι ντελιβεράδες μπορούν να γίνουν απελευθερωτές – όχι μόνο μεταφέροντας φαγητό, αλλά ηγούμενοι της τάξης τους. Με την οργάνωση στα σωματεία τους και την συστηματική πολιτική δουλειά, μπορούν να βοηθήσουν στην ταξική και κοινωνική χειραφέτηση.

Οι διανομείς γνωρίζουν την πόλη καλύτερα από κάθε άλλο εργαζόμενο. Ας γνωρίσουν και την τάξη τους με την ίδια επιμονή.

Πανταλέων

https://neaprooptiki.gr/i-fysi-ton-platformon-dianomis/

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος

Σχόλια (0)

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.