Ο βοναπαρτισμός υπήρξε μια μορφή της αστικής εξουσίας στην περίοδο της στροφής της αστικής τάξης στην αντίδραση και της παρακμής του καπιταλισμού. Αρκετοί μαρξιστές ασχολήθηκαν μαζί του. Οι αναλύσεις τους παραμένουν εξαιρετικά αναφορικές, καθώς ο βοναπαρτισμός αναβιώνει σήμερα και συνδέεται στενά με αυξανόμενα αισθητούς κινδύνους, όπως οι δικτατορικές εκτροπές και η προπαρασκευή του φασισμού.
Συχνά θεωρείται ως πρωτότυπο του βοναπαρτισμού το καθεστώς του Ναπολέοντα Ι, το οποίο όμως ήταν μια συνέχιση της Γαλλικής Επανάστασης, σε μια εποχή όπου η αντίθεση ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο δεν είχε οξυνθεί. Η πραγματική αφετηρία του υπήρξε η δικτατορία του Ναπολέοντα III. Επιβλήθηκε στη Γαλλία το 1852, όταν ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης κατέλυσε τη δημοκρατία και στέφθηκε αυτοκράτορας, διαρκώντας ώς το 1870, όταν κατέρρευσε από τα συντριπτικά στρατιωτικά πλήγματα της Πρωσίας.
Χρήστος Κεφαλής*
Ο Μαρξ ανέλυσε την άνοδο του Βοναπάρτη στην εξουσία στο διάσημο έργο του «Η 18η Μπριμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη». Εκεί εντόπισε τρεις προϋποθέσεις της: αφενός οι δύο βασικές τάξεις, αστική τάξη και προλεταριάτο, είχαν εξαντληθεί σε έναν μη αποφασιστικό αγώνα μεταξύ τους· αφετέρου, η δειλή αστική τάξη, έχοντας πνίξει στο αίμα το προλεταριάτο τον Ιούνη του 1848 στο Παρίσι, ήταν ανίκανη να υπερασπιστεί τη δημοκρατία· τέλος, η αγροτιά, έχοντας συντηρητικοποιηθεί, αναζητούσε έναν «μεγάλο άνδρα» ως εγγυητή του νόμου και της τάξης. Ολα αυτά επέτρεψαν στον τυχοδιώκτη στρατηγό να εκπληρώσει επιτυχημένα το πραξικόπημά του.
Το καθεστώς του Βοναπάρτη, παρά την εξωτερική του λάμψη, ήταν εσωτερικά σάπιο. Η πολιτική εξουσία ασκούνταν από τη γραφειοκρατία και τον στρατό, που έπαιζαν με το αζημίωτο έναν ρόλο επιδιαιτητή ανάμεσα στις τάξεις. Εξέθρεψαν έτσι έναν πρωτοφανή παρασιτισμό και διαφθορά, που αποκαλύφθηκαν στον γαλλοπρωσικό πόλεμο. Παρόμοιες εμπειρίες επαναλήφθηκαν αργότερα σε αρκετές χώρες. Αναλύθηκαν ιδιαίτερα από τον Λένιν, που αναφερόταν το 1917 στον Κερένσκι ως βοναπαρτιστή.
Στον Μεσοπόλεμο, ο Τρότσκι ανέλυσε τον βοναπαρτιστικό ξεπεσμό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ως τη συντριβή της από τους ναζί το 1933. Η ιδιομορφία του συγκεκριμένου βοναπαρτισμού ήταν ότι δεν εμφανίστηκε μετά αλλά πριν από τις αποφασιστικές μάχες των κύριων τάξεων, όταν ισορροπούσαν προσωρινά και κρινόταν αν θα υπερισχύσει ο ναζισμός ή ο κομμουνισμός. Γι’ αυτό και λόγω της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, οι βοναπαρτιστικές κυβερνήσεις των Μπρίνινγκ, Φον Πάπεν και Σλάιχερ ήταν αδύναμες και σύντομες -μια δικτατορία της γραφειοκρατικής αδυναμίας, κατά τον Τρότσκι-, σε αντίθεση με το μακρόβιο καθεστώς του Ναπολέοντα ΙΙΙ. Η λαθεμένη πολιτική του Κ.Κ. Γερμανίας (η διαβόητη σταλινική γραμμή του σοσιαλφασισμού) και η ισχύς της γερμανικής αντίδρασης καθόρισαν την επίλυση της κρίσης με τη νίκη του ναζισμού. Ο Τρότσκι απέρριψε τον χαρακτηρισμό του ναζιστικού καθεστώτος ως βοναπαρτιστικού, αφού αυτό δεν εξέφραζε μια ισορροπία ανάμεσα στις τάξεις αλλά την πλήρη κυριαρχία της άκρας αντίδρασης.
Στον 21ο αιώνα επίσης επανεμφανίζονται και τα δύο αυτά είδη του βοναπαρτισμού. Στη Ρωσία, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και αφού απέτυχε η προσπάθεια του Γέλτσιν για μια δυτικού τύπου δημοκρατία, οικοδομήθηκε το καθεστώς Πούτιν, η σταθερή μορφή του βοναπαρτισμού στην ιμπεριαλιστική εποχή. Η στήριξη στις υπηρεσίες ασφαλείας και τη στρατοκρατία, ο ρόλος του Πούτιν ως επιδιαιτητή των ολιγαρχών, ο αυταρχισμός και η κλεπτοκρατία το συνδέουν με τον κλασικό βοναπαρτισμό, ενώ η ενσωμάτωση ευρέων φασιστικών στοιχείων («Βάγκνερ» κ.ά.) τονίζει την ιμπεριαλιστική του φύση, σε διάκριση από τον προϊμπεριαλιστικό βοναπαρτισμό του Ναπολέοντα ΙΙΙ. Η μακροχρόνια κυριαρχία του βασίστηκε στα περιθώρια που έδωσε η ανοδική φάση της παγκοσμιοποίησης, με τη φυσιογνωμία του να καθορίζεται από την ακραία επιθετικότητα των Ρώσων ολιγαρχών που οι Δυτικοί ομόλογοί τους απέκλεισαν από τις αγορές.
Στην Ευρώπη, με την πολιτική κρίση στη Γαλλία, τους κλυδωνισμούς στη Γερμανία και σε άλλες χώρες, η αστική τάξη, αδυνατώντας πλέον να κυβερνήσει ομαλά, με ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις, περνά στις αδύναμες μορφές βοναπαρτισμού, η αστάθεια των οποίων καθορίζεται από τη διάλυση των μεσοστρωμάτων.
Ο βοναπαρτισμός α λα Πούτιν φαντάζει ισχυρός, αλλά είναι σαθρός και, μην έχοντας εσωτερικά περιθώρια κοινοβουλευτικής ανακαίνισης, μπορεί, όπως εκείνος του Ναπολέοντα ΙΙΙ, να καταρρεύσει σε μια βαθιά πανεθνική κρίση. Ο βοναπαρτισμός α λα Μακρόν φανερώνει επίσης αδυναμία, αποτελώντας όμως ταυτόχρονα το θερμοκήπιο της ακροδεξιάς-νεοφασιστικής ανόδου, ως τελευταίας επιλογής του μεγάλου κεφαλαίου για να καταπνίξει τα κοινωνικά κινήματα. Και οι δύο μορφές καταδεικνύουν την αυταρχική στροφή του αστισμού, που πλέον δεν νιώθει άνετα με τον κοινοβουλευτισμό και τείνει να τον υποσκάπτει και να τον παραμερίζει.
*Συγγραφέας και αρθρογράφος
https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/489925_oi-marxistes-gia-ton-bonapartismo









Σχόλια (0)