Δυσβάσταχτη τις καθημερινές, η μεγάλη φτώχεια γίνεται αβάσταχτα προσβλητική τις ξεχωριστές μέρες. Εκείνες τις γιορτινές για μας και πένθιμες για τους απόκληρους. Τις μέρες που οι μεγάλοι φωταγωγημένοι δρόμοι βαθαίνουν το σκοτάδι των καταφρονεμένων, οι στολισμένες πλατείες υπογραμμίζουν την στενεμένη τους ζωή και οι φανταχτερές βιτρίνες υπενθυμίζουν ότι τα καλούδια τους θα μείνουν και τούτη τη χρονιά απροσέγγιστα. Τις μέρες που η καρδιά ζητά ν’ ανοίξει στη χαρά, η επιθυμία για την ομορφιά βοά με χίλια στόματα κι ο ταπεινωμένος άνθρωπος δεν αντέχει να μένει σκυφτός κι απαρηγόρητος. Λαχταρά ένα ταξίδι αναψυχής, θέλει να δώσει την αγάπη του μ’ ένα δωράκι στα προσφιλή του πρόσωπα. Προσβλέπει στην ακτίνα μια μικρής πολυτέλειας και στην έστω προσωρινή της ανακούφιση. Θέλει να πάει σ’ ένα σπίτι φιλικό καλοντυμένος και με γεμάτα χέρια, να βγει, ν’ ακούσει μουσική και να ξεσκάσει. Έχει ανάγκη όσο ποτέ το ευπροσήγορο τραπέζι, τη ζεστή γωνιά, το ευφραντικό κρασί.
Κι αν είχε αυτά τα λίγα που στερείται, οι γιορτές θα ήταν για όλους μας περισσότερο αβαρείς, πιο χαρμόσυνες.