της Αγγελικής Ελευθερίου
——————–———–
Ο προηγούμενος από μένα δηλαδή
που εκατοίκησε σ’ αυτό το σπίτι
Άφησε σ’ ένα παράθυρο υψηλό και σκιερό πολύ
δύο φυτά που κατεβαίνανε σε βάθος
Εξαίσια αβίαστα συμμετρικά
Δεν περιμένουν τίποτα, σκέφτηκα μόλις τα είδα
Φεύγοντας θα τ’ αφήσω στον ίσκιο τους κι εγώ
μαζί κι ένα σημείωμα για τους επόμενους
μην τα κουνήσουν απ’ τη θέση τους
Θα καταρρεύσουνε αθόρυβα
σαν τείχη κάστρου
σαν τοίχοι αρχοντικού της Σύρας
που άνθρωποι με χρήματα γκρεμίζουν
για να το μετατρέψουνε σε κατοικία εξοχική
κι ακόμα για εκμετάλλευση
Κι αυτό αντιστέκεται
Πέφτει ολόκληρο
Μια νύχτα με απόλυτη σιωπή
Ξάσπρη, αλκυονίδα
Χωρίς καθόλου σκόνη
Χωρίς τον γδούπο της πτώσης
Σορός από πέτρες κι αγκωνάρια
Δεν είναι εκδίκηση.
Κοιτάζω έξω στο σκοτεινό παράθυρο τα δυο φυτά
Μα πού θα πάνε
Πού θα φτάσουν
Ωστόσο εγώ θα συνεχίσω να μετρώ την ηλικία μου
στα ξένα σπίτια
Θ’ αφήσω στο καθένα μια ρίζα αόρατη
να αιωρείται μέσα τους
Χωρίς το φόβο να την παραμελήσουνε
να την ξεχάσουν
να τη μετακινήσει κάποιος
Χωρίς να χρειαστεί να την γκρεμίσουν
– Να ‘ταν δικό μου αυτό το σπίτι
Έτσι για την παρέα
Κι από την περιέργεια
της αντοχής.
