- του Ανδρέα Τσιάκου
——————–———–—-
Ξεπουπουλιασμένα Σαββατοκύριακα,
στεγνή γλώσσα,
μάτια κηπουρού έχουν οι εβδομάδες μου,
χειμωνιάτικο χέρι χαϊδεύει την ψυχή μου,
τυλίγω τα μεροκάματα με αδέσποτα όνειρα,
είμαι το γκάζι
ποιός θα μου βάλει φωτιά;
Τα φώτα της πόλης μόνο σκιές δημιουργούν,
τα κλαδιά των δέντρων μόλις πέφτουν
ζωγραφίζουν στον αέρα προληπτικά τον θάνατο
κι ύστερα ωχροί και πεινασμένοι
ανακατεύουμε τη σούπα της σιωπής.
Μεγαλώνουμε σ’ ένα δοχείο από μνήμες,
στυλίτες απρόσωποι,
κρεμασμένες πέτρες σε παράταξη
πρωινής αναφοράς,
γυαλισμένα ξυπνητήρια ,
κοινοτοπίες και προσευχές προς πάσα κατεύθυνση,
ράθυμοι και απαίδευτοι
αναγνωρίσαμε τον φόνο
μακριά από την πόρτα μας.
Περιστασιακοί με αχτύπητα εισιτήρια,
παραπατήσαμε καθαρίζοντας τα παπούτσια μας
από τη λάσπη των αιώνων ,
τα σπλάχνα μας αριθμημένα αφήσαμε στην γραμματεία
φοβούμενοι μήπως χτυπήσει το μέταλλο της καρδιάς μας
στους ανιχνευτές ,
προσπεράσαμε δίχτυα ασφαλείας
με τα σπασμένα κόκκαλα μας να γυρεύουν
την πρώτη ισορροπία ,
επιθυμώντας να εξερευνήσουμε
τη μήτρα της πρώτης μάνας του κόσμου.
Δουλικοί και ενοχικοί,
ξυρίσαμε κόντρα την παιδική μας ηλικία,
σπασμένες μπουκάλες στις ακρογιαλιές τα καλοκαίρια μας
ο ιδρώτας μύριζε απροθυμία και πρωινό πονοκέφαλο,
κι ούτε ένα θηλυκό χρυσόψαρο δεν ξελογιάσαμε.
Περάσαμε από τα νοσοκομεία
πιο αθώοι και από τα γραφεία τελετών,
κουμαντάραμε την κυκλοφορία στα χειρουργεία
στις αίθουσες αναμονής μοιράζαμε νούμερα προτεραιότητας
στους κουρασμένους συγγενείς ,
σφουγγαρίσαμε τα αίματα με πλαστικούς κουβάδες,
λιποθυμήσαμε όμως όταν είδαμε νεκρό
στο παράθυρο πίσω από τις κουρτίνες τον ήλιο.
Αδειάσαμε τασάκια σε απρόσωπες καφετέριες
ακούρευτοι και μπατίρηδες
σκουπίσαμε τουαλέτες και σαπισμένα τραπέζια,
χτυπώντας ρυθμικά τον δείκτη μας στα γόνατα
όταν θυμόμασταν μια μελωδία.
Ταξιδέψαμε με ταχύτητα 33 και 45 στροφών
αγγίζοντας τα όρια του στρογγυλού μας κόσμου,
σάουντρακ με στριγκλιές και βάσανα .
κλέψαμε τις καλημέρες της γειτονιάς
και ανάποδα από τα καθιερωμένα
μετατρέψαμε τον καυγά σε Μυστήριο,
περπατήσαμε αδιάβροχοι πάνω σε λίμνες από δάκρυα
ΘΑΥΜΑ ! ΘΑΥΜΑ !
βαπτίσαμε τις πληγές εις τον Ιωάννη Αγγελάκα
τον θεραπευτή,
κι ύστερα προσφέραμε τα κεφάλια μας στη Σαλώμη των dj.
Αργοπορημένα μάθαμε πώς υπάρχει κι άλλος δρόμος,
πως δεν χρειάζεται τα ρούχα μας να ζέχνουν εντροπία,
τα σπίτια είναι όλα από μπετόν και σίδερα,
δεν διαφέρει η Σκωτία από την Σκοτεινή.
Σεντόνια μεθυσμένα μας ζεστάνανε,
οι καναπέδες μας είναι αγεωγράφητοι πλανήτες,
τόσα κορμιά αγκαλιάσαμε εκεί
και τώρα ούτε τις παλάμες μας δεν μπορούμε να ορθογραφήσουμε.
Κούρεψε εσύ την αυγή,
να ντύσω εγώ με λουλούδια και κοτσάνια
τα απορρίμματα των ημερολογίων,
πριν φαγωθούν οι μέρες μεταξύ τους
ζητώντας encore με χειροκροτήματα
κι αναπτήρα
να σιγοτραγουδήσουν την νύχτα που έρπουσα
έρχεται.