- της Κερασίας Γερογιάννη
——————–——————–
Είναι μια κόρη αδικημένη από τη μοίρα της
όταν γεννήθηκε βαριά κατάρα της εδόθη
τα παλικάρια που θα φτάσουν ως τη θύρα της
για την καρδιά της τη σκληρή, μαύρην απόχη
θα ’ναι τα μάτια της, που σκιάζονται απ’ τα βλέφαρα
κι έχουν στην ίριδα του Χάροντα το γέλιο
αυτό το γέλιο κρύος άνεμος σε γέφυρα
πέτρα παγερή που στοίχειωσε θεμέλιο
και χτίστηκε από κάτω της η ζέστα της ζωής
κι αν έσβησε κι αν δεν έσβησε – κανείς δε το εξέρει,
κανείς δε το φαντάζεται – κρυμμένη μες στη γης
πως είναι η καρδούλα της, εκεί, και υποφέρει
καθώς ακούει τα νερά αιώνια να κυλούν
και τρέχουν οι δροσιές κάτω απ’ τα πόδια της
που ρίζωσαν στα χώματα με ρίζες που πονούν
και βγάλαν φύτρες τα πνιχτά τα μοιρολόγια της
φύτρες γεννοβολήματα γερά και παρακλάδια
που τρέφοντ’ απ’ τα αίματα, που τρέφοντ’ απ’ τον πόνο
κι αν περπατήσεις πάνω τους με την καρδιά σου άδεια
μη στοχαστείς να κρατηθείς από δικό της κλώνο
γιατί θα γίνει το κλαδί θηλιά που θα σε πνίξει
και τα μαλλιά της τα λιτά φίδια θα σε δαγκώσουν
και τότε πέτρα θα γενείς και κείνη θα σε ρίξει
μες στις δροσιές και τα νερά κι εκεί θα σε μαργώσουν
τα χέρια της τα κέρινα, τα νεκρικά της μάτια,
που εκαταδικάστηκαν όποιον ποθούν να παίρνουν
στου Κάτω Κόσμου τα σκιερά απάνεμα δωμάτια
κι εκεί με άλυσες βαριές να τον αλυσοδένουν.