- του Γιώργου Καλοζώη
——————–——————
Κολυμπούσα βαθιά στ’
αμίλητα νερά και δίπλα μου
χελώνα γριά αλλά χωρίς
την προστυχιά των γέρων
έκαμνε χώρο για να
περάσω στην επόμενη ηλικία
χωρίς δυσκολία για να ξεχάσω
κι είχα σημάδια πάνω μου
από δόντια τις απογοητεύσεις
που είναι συνεχείς
απ’ τον καιρό που εμφανίστηκαν
οι πρώτοι όρθιοι άνθρωποι
καμωμένοι για να πολεμούν
για όσα κατέχει ο καθένας
και για όσα φαντάζεται
ο καθένας
παλεύουν μεταξύ τους κι οι
σκιές τους μέχρι που να
τρυγηθούν όλες οι ελιές και
το λάδι τους να τελειώσει αυτό
που ανάβει τις φωνακλάδικες
φωτιές και τις καύτρες
μέχρι που να χαλάσουν
τα τσακμάκια τους θα καίει
ο ένας το σπίτι του άλλου
τα άχυρα και τα ξύλα και
το όρθιο μπετόν
κι αν αυτό συμβεί δεν θα
τελειώσει ο θυμός τους
θα ταξιδέψουν σε άλλα μέρη
για να μεταδώσουν την
αρρώστια τους σε όποιον βρουν
θα ζέψουν τα ζώα τα μεγάλα
μέχρι και τα ζουζούνια θα
σελώσουν και την πεταλούδα
θα γδάρουν και τη μέλισσα
θ’ αρμέξουν και την
πασχαλίτσα θα σφάξουν
μήπως και βρουν την
παντέρημη ησυχία
μέχρι την κορυφή του κεφαλιού
της γης και μέχρι τις πατούσες
της και τη ζώνη που φορά
στη μέση της θα φτάσουν
μόνοι τους και με αρμάδες
με τις τουρμπίνες και με τα
κουπιά
γιατί οτιδήποτε υπάρχει
θα κατοικηθεί
γιατί οτιδήποτε αντιστέκεται
θα κατανικηθεί
κι ο φόβος θα πνέει για πάντα
είπε η χελώνα παντού και πάντα
αρκεί εμείς να βρισκόμαστε
πάντα τρέχοντας πάντα
λαχανιασμένοι
στην επόμενη στιγμή