- της Χρυσάνθης Ιακώβου
———————–——–——
Κοίτα, μια ευχή αδέξια ριγμένη
σ’ ένα πιρούνι τσίγκινο,
στο δωμάτιο με τις ασημένιες ηλιαχτίδες
με τα καλομαυρισμένα ασημικά
-βιτρίνες ακριβές
κλειδωμένες με χρυσά κλειδιά
που στον ανέγγιχτο κόρφο τους
φυλάγουν των μεγαλείων οι κυρίες –
μεταλλικά δοκάρια ηδονικά παραιτημένα στη σκουριά,
μέσα τους στάζει στάλα το νερό,
αντηχεί στη δια πασών η κρυστάλλινη σταγόνα
σαν τις ανείπωτες λέξεις στους γυμνούς τοίχους του μεταμελημένου μυαλού,
κι έξω απ’ το δωμάτιο
με τα ασημικά και τα δοκάρια και τις ξεθωριασμένες ηλιαχτίδες
ένα κάρο περιμένει,
αχρηστείες φορτωμένο,
να ξεκολλήσει από το χόρτο η ρόδα
και να κινήσει εύθυμο για τον ελπιδοφόρο ορίζοντα
του αδιέξοδου δρόμου.