Μην αγαπάς, Κοιμήσου

Μην αγαπάς, Κοιμήσου

  • |
  • του Σωτήρη Σελαβή
    ———————–—–—-

(i)

Άς ξεκινήσουμε πετώντας τη σιωπή
ψηλά πάνω απ’ τη θάλασσα
ας τινάξουμε πια απ’ την ψυχή
τις πέτρες που κρύβαμε.

Άς ξεκινήσουμε σκεπάζοντας τα μάτια
μην και προδώσουμε τα δάκρυα
και γίνουνε στον άνεμο λουλούδια
που πια δεν μας ανήκουνε.

Άς ξεκινήσουμε αγγίζοντας δειλά
και τρυφερά, μονάχα με τα χείλη
σαν στο φιλί να διακυβεύεται
η στιγμή, η πιο λεπτή καρδιά.

Άς ξεκινήσουμε με μια αγκαλιά
ας κρατηθούμε ακόμη πιο σφιχτά
όπως αγωνιά μια προσευχή
όπως στα γόνατα ελπίζει.

Γιατί είμαστε μόνοι, είμαστε ορφανοί
ψηλά πάνω απ’ τη θάλασσα
και τα μάτια μας τόσο αληθινά
όσο η αγάπη που κρύβαμε.

(ii)

karvouno.jpg
Ο ύπνος σε τύλιξε στην ανάσα του μεσημεριού.
Ο λαιμός σου οδηγεί τη ζωή στη λιμνούλα
όπου μαζεύτηκε το χλωμότερο φως.
Το σταχτί λουλούδι των χειλιών σου
είναι εδώ, πίσω απ’ τη δίψα του ασβέστη
στην άκρη ενός κόσμου που ούρλιαξε κι έσβησε
δοσμένο στην ευγενή μας καλοσύνη.
Θέλουμε να φιλήσουμε το φως
που χύνεται απ’ τη σιωπή σαν μια κηλίδα.
Θέλουμε να πιούμε τον σφυγμό
να πλεύσουμε το χάδι στον λαιμό σου.

Ο ύπνος σε τύλιξε στην ανάσα του μεσημεριού.
Τα μαλλιά σου ελαφρύτερα κι απ’ τη σιωπή
τα χέρια σου όπως τ’ άφησε η ψυχή.
Το σταχτί λουλούδι των χειλιών σου
μισάνοιχτο, όπως η καρδιά σου στην αγάπη
δοσμένο σαν ένοχο θαύμα
σ’ έναν κόσμο που ξεθώριασε νοσταλγώντας.
Θέλουμε να σε κοιτάμε αφηρημένοι
θέλουμε τ’ απορημένα μάτια όταν ξυπνάς
εκείνο το πρώτο βλέμμα που εξαντλεί
ό,τι μπορεί αυτός ο κόσμος να προσφέρει.
Ο ύπνος σε τύλιξε στον μύθο του μεσημεριού.

Θέλουμε να νιώσουμε άνθρωποι.

(iii)

Ν’ αγγίζεις πάντα τη γυναίκα που κοιμάται
να εξαντλείς το χέρι στα μαλλιά της.
Να την αγγίζεις πάντα όταν κοιμάται
σαν να ζητάς συγγνώμη.

Με την υπομονή του γεωργού
να σκύβεις στη σιωπή της
να την ακούς να μεγαλώνει
ν’ ανθίζει, να ονειρεύεται.

Να χαϊδεύεις πάντα την κοιλιά της
να την κρατάς ζεστή γιατί είναι μόνη
γεμάτη άγχος, αίμα και θάλασσα
γεμάτη χαμηλά, σβησμένα πάθη.

Ν’ αγγίζεις πάντα τη γυναίκα
γιατί κοιμάται όπως δακρύζει’
αν γίνεις άτσαλος με την ψυχή
νευρική και λαμπερή θα φύγει.

Κι αν τα μάτια της ανοίξει ξαφνικά
φέρ’ τη στο πλάι, με τα γόνατα ψηλά
και πίσω της ξαπλώνοντας
αγκάλιασε την, φίλησε την.

Τότε μπορείς το στήθος της ν’ αγγίξεις
αλλά ποτέ, ποτέ το πρόσωπο της
αφού τα όνειρα της θα ερεθίσεις
μονάχα αν σ’ αγαπώ της ψιθυρίσεις.

(xxvii)

Ο ήλιος μπαινοβγαίνει στα δωμάτια
με τη χλομή την αύρα της μητέρας.
Τίποτα δεν υπήρξε, κανείς δεν έζησε
στο σπίτι αυτό δίπλα στη θάλασσα.
Εδώ, που κάποτε έτσουζε το φως
ούτε ένα βλέμμα δεν ανθίζει’
και η μπουκαμβίλια σπαταλά
τη φαντασία της στον άνεμο.

Δεν δικαιολογείται αυτή η μέρα…

Ποια συννεφιά παραθερίζει;
Οι θολές ελπίδες τ’ ουρανού
ταράζουν τα φθινοπωρινά νερά.
Τίποτα δεν υπήρξε, κανείς δεν έζησε
στην παραλία αυτή δίπλα στο σπίτι.
Εδώ, που κάποτε πολέμησε ή αγάπη
ούτε σημάδι’ κι από τον ύπνο του θεού
γλιστρούν μονάχα λίγοι γλάροι.

Δεν δικαιολογείται αυτή η μέρα…

Δεν υπάρχει αίσθηση που να μην ερημώνει.

Δεν υπάρχει ερημιά που να μην καταφθάνει
απότομα, όπως κάθε τι πού ραγίζει.
Αυτό το σπίτι που πάει να πέσει
αύτη η θάλασσα που πάει να σπάσει
αυτό το όνειρο που δεν αντέχει πια
της καρδιάς την προχειρότητα, του ανθρώπου
τη βιασύνη γι’ άλλο σπίτι, άλλη θάλασσα
ποιος θα τα δικαιολογήσει;
Οι σταγόνες πάνω στην πέτρα
που εξακολουθούν να ζουν στη σκιά
εκεί που η ψυχή φαγώνεται απ’ τα χρόνια,
το μικρό κομμάτι από ξύλο
που εξακολουθεί να ονειρεύεται στον αφρό
εκεί που το ρεύμα παρασύρει τη σκέψη,
αυτά που μοιάζουν να τελούν
το ταπεινό μνημόσυνο της μέρας
ίσως τελικά δικαιολογούν
πώς μια φορά κι έναν καιρό…

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος