Είναι κάποιες νύχτες. Λέω, για τις πιο σκοτεινές απ’ όλες. Που σαν να χιονίζει στο δωμάτιο. Εκατομμύρια κόκκοι σκόνης φαντάζομαι ότι αιωρούνται γύρω μου. Με την ελαφράδα που έχει το πρώτο χιόνι των Αγράφων.
- του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη
Όσο κι αν κουκουλώνομαι, μια παγερή κάψα διαπερνά τα σώψυχά μου. Τινάζω το σεντόνι και πετάγομαι από το κρεβάτι. Για να αρχίσω τα πήγαινε-έλα, ώσπου να ζεσταθώ. Όταν πάλι κουράζομαι, κάθομαι στην καρέκλα, τρίβοντας τα μάτια ανάμεσα σε ασταμάτητα χασμουρητά.
Πλήττοντας αφόρητα από την πολύωρη αναμονή του πρωινού. Που κάθε φορά σαν να αργεί ολοένα και περισσότερο. Χωρίς μάλιστα να μπορώ να κάνω κάτι άλλο από το να ανακαλώ μνήμες. Αλλά όχι με την καθιερωμένη νοσταλγία του παρελθόντος, που όλα τα αμνηστεύει, τα αποστραγγίζει και τα στρογγυλεύει. Για να τακτοποιήσει εντός της ιστορίας όσα δεν χώρεσαν στη ζωή.
Οι δικές μου μνήμες κουβαλούν όλο το άγος των πιο προσωπικών συντριβών. Με αταυτοποίητα πρόσωπα, απροσδιόριστες χειρονομίες και ακατάληπτα λόγια. Που έρχονται και κάθονται τριγύρω. Παίρνουν τη θέση τους στον καναπέ, στις άλλες τις καρέκλες ή στο ντιβάνι. Κι έτσι όπως καθόμαστε όλοι μαζεμένοι νιώθω να με καταλαμβάνει η ψυχική ευφορία. Από την εικόνα των φίλων μου. Στο ηρώο. Έχω την πλάτη γυρισμένη. Αυτοί παίρνουν στατική πόζα. Γιατί απ’ όλα τα παιχνίδια. Τα στρατιωτάκια ακούνητα. Συνεχίζουν. Ακόμα. Να με αρέσουν.
Αλλά δεν αργεί να με ξαναπιάσει η κατήφεια. Αφού πιο αληθοφανή κρίνω πλέον την αναλογία με την παρέα των ηλικιωμένων ανάμεσα στους λευκούς τοίχους ενός γηροκομείου ή με την ασυνάρτητη αφήγηση του ασθενή κατά τη διάρκεια ψυχαναλυτικής συνεδρίας ή με την αίθουσα αναμονής σε ιδιωτική κλινική. Όπου βρίσκω τον εαυτό μου να κάθεται. Όλα τα άλλα ραντεβού έχουν φύγει. Και εγώ θέλω να τους τα ψάλλω ένα χεράκι. Που μ’ άφησαν μονάχο. Δίχως να μοιράζονται την ανησυχία μου για τα αποτελέσματα των εξετάσεων.
Και ας είμαι απολύτως βέβαιος για το ανήκεστο της βλάβης.
artinews