Ο Αγκαστύα

Ο Αγκαστύα

  • |
  • του Τάσου Ζερβού
    ——————–———–—–

Ήταν να φύγει να γενεί ήρεμος σαν λωτός˙
κι αφήνοντας το γέλιο του, το φως και τους ανθρώπους
τις πόλεις και το θάνατο στης Ουρσαβίλ τα μάτια
ο Αγκαστύα ξάστερος σαν ουρανός, σαν ήλιος
έδωσε μπρος στον άνεμο τον όρκο της σιωπής
στον Ίνδρα, το Σιβά και το Βισνού.

Φέγγουν οι ίσκιοι σιωπηλοί στα ιερά βουνά
κι είν’ απ’ το χιόνι πιο λευκός του νου ο λογισμός.

Βράδυ δεν θα ξαναγενεί μες στα γαλάζια τάστρα
κι απ’ τα βαθιά τα μάτια του παράξενα κι αργά
φεύγουν οι νύχτες προς το φως, το φως προς το σκοτάδι.

Τώρα δε θέλει τη βροχή που άλλοτε καρτερούσε
να ξεδιψάσουν οι σκιές.
Μες απ’ την πέτρινη μορφή που πια δεν θα μιλούσε
ασάλευτος σαν το νερό που έχασε την πηγή
να φύγει, μες στο πνεύμα να σβηστεί.

Ο Αγκαστύα ασκητής μακριά από τους ανθρώπους
πιο γέρος κι απ’ τους ποταμούς που τρέφονται με λύπη
σαν ένιωσε τις ιερές πυρές αχνά να τον καλούνε
κι οι πολιτείες μακρινές πίσω του να χλωμαίνουν
σηκώθηκε και φάνηκε να σκέφτηκε καθώς
στερνή φορά η θύμηση τη γη αποχαιρετούσε˙
αν έμενε με τους φτωχούς μόνος του και φτωχός
με τους παρίες, το θάνατο, τις πόρνες του Νεπάλ
πόσο ασκητής θα ζούσε…

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος