Μετανάστες

Μετανάστες

  • |
  • του Μάνου Ταμιωλάκη
    ——————–————–

Δεν έχει μωβ κοράλλια ο Ρήνος
μόνο ιτιές καρφωμένες σε ισχνές καρδιές
και σιντριβάνια θαλερά στην ορμή καταιγίδων
άδειους πεζόδρομους που αντηχούν
από δρομάκια σκοτεινά σιωπές ανυπεράσπιστες.
Το τρίξιμο των φύλλων ξέρει να παρασέρνει βήματα
κάθε φορά που ο χρόνος φθινόπωρο μοιάζει
ασπάραχτος σαν καίγεται στη βροχή από κάτω
στο χιόνι αναζητώντας τη λύση της άνοιξης.

Τα δάκρυα στο κρύο γρήγορα κρυσταλλώνουν,
αργά διαιρούνται τα γκριζόχρωμα μάτια.
Πίσω μένουν μόνο οι χώροι, αμάραντες μνήμες,
αόριστοι και ατελείς, κενοί και αβαρείς,
άσυλα της καρδιάς μας, σαν πέτρες
διαγώνια άρρηκτα ακουμπισμένες
στης σκέψης τα λιτά οικοδομήματα.

Μα πότε πότε αθόρυβα, σαν καψαλίδες
γλυκά ανυψώνονται, σχεδόν χορεύοντας,
κι ύστερα πάλι σβήνουν, σταχτόσκονες
στης ζωής τους παγερούς τους στρόβιλους.

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος