- του Nίκου Σταμπάκη
——————–————–
Δεν τηρώ πια γιορτές, σάρκινες τελετές μαύρο αίμα μυρίζουν
Δεν σημαίνουν οι λέξεις παρεκτός με πυρσούς φυτευτούς στις οπές τους
Η οθόνη χρυσόχαρτο τυλιγμένη γροθιά κι απλωμένη ξανά
Είναι κόκκινοι, κόκκινοι, Οκτώβρης, Δεκέμβρης, λεκιασμένοι με μαύρο
Κι ίσως, ναι, βυσσινί, σαν γλυκό ροδοζάχαρη απιθωμένο στης κοιλιάς το υγρό στρώμα
στην κοιλιά, μες στη μήτρα βαθιά, χαραγμένη σκηνή – μια δεξίωση
με θερμόχρωμες σφαίρες, με πόθους, με πούλιες στους γυμνούς ώμους της οικοδέσποινας
με ανταλλαγές ευχών για ευτυχές νέον έτος –ποιο έτος;– δεν σε μέλλει ποσώς –επανάληψη λέξεων και κινήσεων
κυκλικά, όπως τα χέρια πιασμένα στη μεταμεσονύχτια σεάνς
ως εκπνέει του Δεκέμβρη το ύστατο τσιμπούκι και μασάνε οι καλικαντζάροι τα μακριά κατακίτρινα νύχια τους
το τραπέζι χτυπά, μια φορά, δυο φορές, συγκρατημένη έξαψη – ποιος είναι;
ποιος βαρά; ποιος βροντά; ποια η στίξη του κύκλου; η αύρα της εγκοπής;
τι επίμονο ποδαρικό! ποιος στέκει στο κατώφλι, ποιος πατάει εμπλοκή;
δεν θα πει τ’ όνομά του – είναι ο θάνατος που περνά δίχως επισκεπτήριο
ελαφρά αναστάτωση– μα τα φώτα ανάβουν, τα λικέρ αφθονούν
διασκέδαση των εντυπώσεων – είμαστε όλοι εδώ, θα ξαναείμαστε
όλοι πάλι του χρόνου, ένας πάνω, ένας κάτω, ίσως λίγο
πιο στοχαστικοί, πιο αβέβαιοι, αλλ’ ο χρόνος κυλά
τόσο αργά, τόσο αργά κι ανεπαίσθητα, που ακόμη
κι η επανάληψη μοιάζει πιότερο χασμουρητό
παρά γίγνεσθαι αλήθεια αισθητό
όπως μες στο σκοτάδι ιδιωτικής
αίθουσας προβολής απαστράπτει
δίχως λόγο μια φλόγα σαν σπίρτο
κι όπως σβήνει με ασθενή εκπνοή
στην οθόνη αχνοφέγγει
μια παμπάλαιη ακτή
κατσιασμένη
ασπρόμαυρη
ίσα ίσα ορατή
όπου αργά δίχως ήχο
ξεπροβάλλει μέσ’ απ’
το νερό ένα τσούρμο
αστών κυριών
με παπιόν
κρινολίνα
μουστάκια
με βλέμμα
ταλαίπωρο
βγαίνοντας
στην παραλία
τραβώντας αδιάφορα
κάτι –λέει– σάπια δίχτυα
από τόσο παλιά να σου γνέφουν
–ή έτσι θαρρείς– δίχως να σε κοιτάνε
με τα ήδη σβησμένα τα τόσο παλιοκαιρινά
καρβουνίσια τους βλέμματα – κι ωστόσο η θάλασσα
είναι η ίδια που στην αυγή της ζωής σου πρωτογνώρισες
τα βότσαλα, η άμμος, ατάραχα στο βήμα της αλλόκοτης
αυτής συντροφιάς που οδεύει προς το αθέατο βάθος
και τα φώτα ανάβουν ξανά και βρίσκεσαι ανάμεσα
στην ίδια αυτή συντροφιά, τώρα με έντονο χρώμα
δεν διακρίνεις τα λόγια τους, θες μόνο να φύγεις
μα σε καθηλώνει η επιτακτική φωνή της κυρίας
–αυτής με τους γυμνούς ώμους, τις πούλιες–
που επαναλαμβάνει μιαν επίμονη ευχή
καλή μας χρονιά –ποια χρονιά; ποια
χρονιά; – ψιθυρίζεις ενώ ξεγλιστράς
μες από τη σήραγγα σαν φλέμα
κατακρατηθέν για δευτερόλεπτα
που εντέλει ξεσπά φιλαράκο
βίαιο κι ακράτητο πάνω
στης ασφάλτου
τον μαύρο
τον ντάκο