Τότες βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες

Τότες βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες

  • |

[…]

Τότες βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες, στα μπαλκόνια,
Φωνάζαν τα ραδιόφωνα, ξανάλεγαν τους λόγους.
Πίσω απ’ τις σημαίες κρυβόταν ο φόβος,
Μέσα στα τύμπανα αγρυπνούσαν οι σκοτωμένοι.
Κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα. Οι σάλπιγγες μπορεί να δίναν το ρυθμό στα βήματα,
Δε δίναν το ρυθμό στην καρδιά. Ψάχναμε το ρυθμό.

[…]

Λοιπόν δεν είναι ανάγκη να φωνάξω για να με πιστέψουν,
να πουν: «όποιος φωνάζει έχει το δίκιο».
Εμείς το δίκιο τόχουμε μαζί μας και το ξέρουμε
κι όσο σιγά κι αν σου μιλήσω, ξέρω πώς θα με πιστέψεις —
συνηθίσαμε στη σιγανή κουβέντα στα κρατητήρια,
στις συνεδριάσεις, στη συνωμοτική δουλειά της κατοχής

[…]

ΤΟΥΤΕΣ τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει.
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα. Πολύ κρύο εφέτος.

Πιο κοντά. Πιο κοντά. Μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται
γύρω τους.
Μέσα στις τσέπες του παλιού πανωφοριού τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά.

Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν απ’ τη βροχή και την
απόσταση.
Η ανάσα τους είναι ο καπνός ενός τραίνου που πάει μακριά,
πολύ μακριά. Κουβεντιάζουν
και τότε η ξεβαμμένη πόρτα της κάμαρας γίνεται σα μητέρα
που σταυρώνει τα χέρια της κι ακούει.

Κι ακούω και γω και παίρνω κι αυγαταίνω —
ρίχνω και γω καμμιά κουβέντα που και που
όπως ρίχνουμε ένα ξύλο στη φωτιά —
φουντώνει η φλόγα, γίνεται πιότερο το φώ — ξύλο το ξύλο —
κοκκινίζουν οι τοίχοι, αποτραβιέται ο άνεμος, τρίζει το παραθυρόφυλλο

ακούγεται έξω κάποιο γαϊδουράκι που βόσκει ακόμα στο γρασίδι
και το σκυλί κάθεται ήσυχο μπροστά στα πόδια των πεθαμένων.
Όλοι περιμένουμε να ξημερώσει.

[…]


(Τρία αποσπάσματα από το «Καπνισμένο τσουκάλι», του Γ. Ρίτσου)

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος