- της Ιωάννας Διαμαντοπούλου
——————–————————
Μεταφραστές σιωπής μού είπαν
πως τάχα σε δύσκολους καιρούς
κόβεις δρόμο, περνάς μέσα απ΄τις ζωές των άλλων
φορώντας μια μεταποιημένη λύπη, που σέρνεται πίσω σου.
Χρυσοφόρων Μήδων αναπνοές σε προσεγγίζουν,
εκεί που κατοικείς σε πάθη αλλότρια,
που σχίζεται μεταξωτός ο χρόνος,
μισός για πεθαμένους κι άλλος μισός για ζωντανούς.
Σε λένε Οδυσσέα στο τέλος.
Μα ξέρω, μπροστά σου τείχος, πίσω σου κορναρίσματα,
δεν επαναπατρίζεσαι.
*
Είναι κακοί οι οιωνοί,
την ώρα που αντιστρέφεται το μαύρο στην κοιλιά της νύχτας,
καλπάζεις στην ενδοχώρα
μα δεν βλέπεις τίποτα.
Ανοίγεις τότε τα παράθυρα να πάρουν τα όνειρα αέρα,
λουλούδια για τους πεθαμένους, κόλλυβα για τους ζωντανούς.
Καλύτερα να σαπίζεις κάτω απ’ το νερό, σού ψιθυρίζουν.
Είσαι γερό σκαρί, θ’ αντέξεις.
*
Ο νους μου μετακόμισε στα πέλματα
και η καρδιά μου άλλαξε θέση.
Τσάμπα πυροβολάτε.
Εδώ δεν κατοικεί κανείς.
Μόνο ένας άνθρωπος φτιαγμένος από πολλά
μικρά ανθρωπάκια
έρχεται και ποτίζει μια λύπη, φτιαγμένη από πολλές
μικρές λύπες.
Μα τίποτα δεν μεγαλώνει σωστά.
*
Είναι κακόφημη η αλήθεια
κι έχει ένα σκληρό πρόσωπο.
Όταν θέλει να κάνει το τοπίο βάρβαρο,
βάζει ανθρώπους να το κατοικήσουν.
*
Στη Σελήνη κατοικεί ένας ξυλοκόπος.
Αυτό το ξέρουμε μονάχα εμείς οι δύο.
Ο ξυλοκόπος είναι τυφλός.
Κάποιες φορές χτυπάει εσένα αντί το ξύλο.
Le Paradis n’ est pas artificiel, έχει όμως δόντια.
Προσέξτε το χαμόγελό του.
Οι τορπίλλες δεν είναι για ό,τι αγαπήσαμε,
για ό,τι μισήσαμε,
κόβουν μόνο τον ρουν των πραγμάτων.
Και τον απογευματινό μας καφέ.
Κι άμα πεις πως δεν είσαι εσύ, θα σε πιστέψουν.
Κι άμα πεις πως είσαι εσύ, πάλι θα σε πιστέψουν.
Ετσι που να μη χρειάζεται να πεις τίποτα πια.