- του Νίκου Πριόβολου
——————————
Κάθε βράδυ αργά το φεγγάρι συνεχίζει την ίδια περιφορά
ανατέλλοντας από διαφορετικά σημεία
έχοντας κουραστεί απ’ τη δική μας ίδια εικόνα
κουρνιάζει τ’ ανακλώμενο φως του μες τα σύννεφα
μπορεί να ‘σαι στη Ράκα, στην Ειδομένη, στο Παρίσι
σε κάποια παραλία στη Λέσβο
ίσως απέμεινες μόνος σε μέρη δίχως όνομα
εσύ πρόσωπο χωρίς ελπίδα
[ψητός μαροκινός / άτυχος ιθαγενής / βρες τη διαφορά]
χωμένος ίσως σε μια ερωτική αγκαλιά
φωλιάζεις σε μια επαναλαμβανόμενη λεκτική κατασκευή
δειλά ανατέλλει ένα χαμόγελο
το δέρμα φλογίζει στ’ άγγιγμα τ’ άλλου κορμιού
η μάζα της μέρας κόβεται σε μικρά νοητικά θραύσματα
αποβάλλοντας τη θερμότητα των ματαιωμένων ωρών
μεταναστεύοντας απ’ την ερωτική σου πατρίδα γι’ αυτή των ονείρων
εκεί η ζωή αναζητά ενδόμυχα άσυλο σ’ ό,τι κρύφτηκε στο θόρυβο
μιας μέρας που δεν άργησε να γίνει ξανά νύχτα
το μολύβι ολισθαίνει στις ίδιες λευκές σελίδες
να χαράξει τα όρια με την πραγματικότητα
στην επίπεδη επιφάνεια του χαρτιού
έν’ ακομή δρομολόγιο στα προάστια
ελπίζω να μην κουράστηκες
απ’ την Ιθάκη στο mall
δυο αλλαγές δρόμος με την ίδια ληγμένη πιστωτική κάρτα
μια υποψία πράσινου, λίγες δάνειες οσμές
από φθηνά αρώματα σ’ εγκάρσια σώματα στο συρμό
ομορφιά κρυμμένη σε φθαρμένα φορέματα
είσαι στην καρδιά του Δεκέμβρη κι η άνοιξη δε λέει ν’ αποχωρήσει
το μέσα σου χρονόμετρο καθορίζει αλλιώς τα ημερολόγια
ενίοτε κι ο καιρός σε συμφωνία φάσης μαζί του
είσαι στο κέντρο μιας πόλης π’ αρνήθηκε να ξεπλύνει τις πληγές με κρασί
το αίμα συνεχίζει ν’ αναβλύζει στα βλέμματα
μόν’ οι εφηβικοί έρωτες κρατούν ανοιχτά βλέφαρα
ο κόσμος μας συνεχίζει να ιχνογραφείται ενδόμυχα, σιωπηρά
η ζωή ν’ ανατροφοδοτείται απ’ το θάνατο
οι φράκτες της δύσης απ’ τους αγωγιάτες της ανατολής
η ελπίδα καλλιγραφείται στα βουλευτικά έδρανα
η πρώτη κατοικία δεν προστατεύεται – ούτε όμως κι η τελευταία –
μικροσκοπικά ερπετά χαράσσουν στα μνήματα λευκά μονοπάτια
στάχτη, στάχτες στις άκρες προς τ’ ανατολικά της δυτικής αττικής γης