Μπήκε λοιπόν και η Ομοσπονδία Μπάσκετ στο γαϊτανάκι των καταγγελιών που συντονίζονται με το πνεύμα του #metoo, το οποίο ξεκίνησε στην Ελλάδα με τις αποκαλύψεις της Σοφίας Μπεκατώρου. Για να είμαστε ειλικρινείς, η πεποίθηση που κυριαρχεί είναι ότι θα χρειαστεί πολύ μεγάλη προσπάθεια να βρεθεί χώρος στον οποίο να μην έχει εκδηλωθεί η παραμικρή εκτροπή, η οποία να αφορά την άσκηση λεκτικής, ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας. Το αντίθετο θα είναι η εξαίρεση.
Υπό αυτή την έννοια το θέμα πλέον δεν είναι αν όλα αυτά είναι φαινόμενα που συμβαίνουν –αλλού με μεγαλύτερη και αλλού με μικρότερη συχνότητα και ένταση– αλλά πώς τα αντιμετωπίζουμε από τη στιγμή που μαθαίνουμε ότι συμβαίνουν. Αλλωστε έχει αποδειχθεί ότι σε αυτού του είδους οι άρρωστες συμπεριφορές, οι θύτες δεν φέρουν στο κούτελο στάμπες που να καθορίζονται από ευδιάκριτα χαρακτηριστικά (οικονομικά, μορφωτικά, πνευματικά ή κοινωνικά). Το μόνο σύνηθες σχήμα που τις περιγράφει είναι η άσκηση εξουσίας πάνω σε κάποιον που έχει τους λόγους του ή δεν έχει τη δύναμη να αντιδράσει. Ισως γιατί, όπως είχε γράψει ο Ευριπίδης, «Ο μεγαλύτερος δυνάστης του ανθρώπου είναι η ανάγκη».
Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, το χειρότερο με τη διοίκηση της ΕΟΚ, ήταν ότι, στην πρώτη αυθόρμητη ανακοίνωσή της, δεν έδειξε να την ενδιαφέρει να αποκαλυφθεί η πραγματική αλήθεια, αλλά να υπενθυμίσει ότι η καταγγελία έγινε παραμονές εκλογών, άρα είχε κρυφή σκοπιμότητα και να χρησιμοποιήσει ως «πιστοποιητικό» το γεγονός ότι ετοιμάζεται να παραδώσει το ελληνικό μπάσκετ στη λαμπερή 6η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, λες και, αν την είχε ανεβάσει στην κορυφή, θα είχε το ελεύθερο, οποιοδήποτε μεμονωμένο μέλος της, να συμπεριφέρεται όπως του καπνίσει. Γιατί ακόμη κι αν τα επιχειρήματα αυτά ευσταθούν, είναι εντελώς άσχετα με την ουσία της συγκεκριμένης υπόθεσης.
ww.efsyn.gr/








