Οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στην Πορτογαλία στις 10 Μαρτίου έδωσαν μια οριακή νίκη στη δεξιά Δημοκρατική Συμμαχία (AD), υπό την ηγεσία του «Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος» (συντηρητικό δεξιό κόμμα) με επικεφαλής τον Λουίς Μοντενέγκρο. Η AD συγκέντρωσε 79 σε σύνολο 230 εδρών.
Στη δεύτερη θέση βρέθηκε το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) του Πέδρο Σάντος, το οποίο δέχθηκε μια τεράστια ήττα, καθώς εκτοπίστηκε από την κυβέρνηση μετά από 8 περίπου χρόνια και περιορίστηκε στις 77 έδρες, χάνοντας 43 έδρες από τις εκλογές του 2022.
Το ακροδεξιό κόμμα Chega («Αρκετά») αναδείχθηκε ο μεγάλος κερδισμένος των εκλογών, καθώς ήρθε τρίτο κόμμα και τετραπλασίασε τις έδρες του από 12 σε 48.
Από την άλλη τα κόμματα της Αριστεράς παλεύουν για την επιβίωσή τους. Το «Μπλόκο της Αριστεράς» (που ξεκίνησε ως μια συμμαχία οργανώσεων της ριζοσπαστικής – αντικαπιταλιστικής Αριστεράς) και η συνεργασία Κομμουνιστικού Κόμματος Πορτογαλίας (ΚΚΠ) και Πρασίνων έλαβαν 5 και 4 έδρες αντίστοιχα. Τα δύο μεγάλα κόμματα που έχουν αναφορά στην Αριστερά πήραν αθροιστικά κάτω από 500.000 ψήφους, το μισό της δύναμης που είχαν πριν λίγα χρόνια.
Το γεγονός ότι το AD δεν κατάφερε να διασφαλίσει αυτοδυναμία, δημιουργεί ένα θολό τοπίο για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Το PS δήλωσε ότι θα βρίσκεται στη θέση της αντιπολίτευσης, ενώ το AD προεκλογικά είχε δεσμευτεί ότι δεν θα προχωρήσει σε μια κυβέρνηση συνασπισμού με το ακροδεξιό Chega. Αυτή τη στιγμή οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης βρίσκονται σε αδιέξοδο.
Εκλογές με φόντο σκάνδαλα, στεγαστική κρίση και χαμηλούς μισθούς
Οι πρόωρες εκλογές ήρθαν όταν ο πρώην πρωθυπουργός του PS, Αντόνιο Κόστα, παραιτήθηκε τον Νοέμβριο του 2023, εν μέσω κατηγοριών για διαφθορά σε βάρος ορισμένων υπουργών και αξιωματούχων του.
Σύμφωνα με τις έρευνες των αρχών, υπήρχαν «υποψίες για κατάχρηση δημοσίου χρήματος, διαφθορά και αθέμιτη επιρροή» στο πλαίσιο της έγκρισης συμβάσεων για την εξόρυξη λιθίου και υδρογόνου. Κατά τη διάρκεια των ερευνών, οι εισαγγελείς έδωσαν εντολή για τη σύλληψη του επικεφαλής του πολιτικού γραφείου του Αντόνιο Κόστα και διέταξαν να ερευνηθούν οι υπουργοί υποδομών και περιβάλλοντος-ενεργειακής μετάβασης και ο δήμαρχος της πόλης Sines.
Οι εκλογές επίσης πραγματοποιήθηκαν εν μέσω μιας τεράστιας στεγαστικής κρίσης στη χώρα που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εισροή ξένων επενδυτών και τουριστών που αναζητούν βραχυπρόθεσμες ενοικιάσεις, τύπου Airbnb.
Μεταξύ 2020 και 2021, οι τιμές των ακινήτων στην Πορτογαλία αυξήθηκαν κατά 157%, ενώ σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Eurostat, από το 2015 έως το 2021, τα ενοίκια εκτινάχθηκαν κατά 112%. Χαρακτηριστικό των αυξήσεων είναι ότι η μέση τιμή ενοικίου στη Λισαβόνα βρίσκεται στα 2.000 ευρώ το μήνα!
Με αυτές τις αυξήσεις, η εργατική τάξη και η νεολαία αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις τιμές των ακινήτων ειδικά αν συνυπολογίσουμε ότι η Πορτογαλία συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών με το χαμηλότερο εισόδημα στη δυτική Ευρώπη.
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, το 2022 λίγο περισσότεροι από τους μισούς Πορτογάλους εργαζόμενους είχαν μισθό μικρότερο από 1.000 ευρώ το μήνα, ενώ το 30% των εργαζομένων πληρώνεται με τον βασικό μισθό, που είναι 760 ευρώ.
Η ενίσχυση του ακροδεξιού Chega
Σε αυτές τις συνθήκες, το ακροδεξιό Chega εκτίναξε τα ποσοστά του κερδίζοντας την τρίτη θέση.
Η εκλογική άνοδος του Chega είναι στην πραγματικότητα εκρηκτική. Το ακροδεξιό κόμμα μέσα σε μόλις 5 χρόνια ζωής κατάφερε να κάνει ένα τεράστιο άλμα σε σύγκριση με τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2019 που είχε λάβει μόλις 1,3% εκλέγοντας έναν βουλευτή.
Με απροκάλυπτες αναφορές στον Πορτογάλο δικτάτορα Αντόνιο Σαλαζάρ, η προεκλογική του εκστρατεία χτίστηκε γύρω από το σύνθημα «Θεός, πατρίδα, οικογένεια και δουλειά», ένα σύνθημα που έχει τις ρίζες του στο τρίπτυχο του Σαλαζάρ «Θεός, πατρίδα και οικογένεια».
Ακολουθώντας την πλέον γνωστή τακτική της Ακροδεξιάς, προσπαθεί να χτίσει ένα αντισυστημικό προφίλ, εστιάζοντας στην πάταξη της διαφθοράς. Βέβαια, η αντισυστημικότητά του εξαντλείται στα λόγια, αφού στην πράξη έχει στενές σχέσεις με επιχειρηματίες. Για την προεκλογική του εκστρατεία, ο ηγέτης του κόμματος Αντρέ Βεντούρα, έλαβε χρηματοδότηση από τους ιδιώτες μετόχους της αεροπορικής εταιρείας ΤΑΡ, τους μετόχους των ταχυδρομείων της CTT και της τράπεζας Grupo Espirito Santo.
Ο Βεντούρα υποστηρίζει τη θανατική ποινή, τον χημικό ευνουχισμό για τους βιαστές και προωθεί την λογική της «μηδενικής ανοχής» σε σχέση με το μεταναστευτικό. Κατά την περίοδο της πανδημίας, πρότεινε τον εγκλεισμό μειονοτήτων σε στρατόπεδα, έχει χαρακτηρίσει τους Ρομά «εθισμένους» στα επιδόματα ενώ στο συνέδριο του κόμματός του το 2020 πρότεινε σαν τιμωρία για τις γυναίκες που κάνουν άμβλωση, την αφαίρεση των ωοθηκών τους!
Η επιτυχία του Chega ενισχύει το πανευρωπαϊκό ακροδεξιό μπλοκ που σημειώνει σημαντική άνοδο το τελευταίο διάστημα. Ήδη ακροδεξιά κόμματα συμμετέχουν σε κυβερνητικούς σχηματισμούς στην Ιταλία και τη Φιλανδία, ενώ το FPÖ της Αυστρίας, το AfD της Γερμανίας και το κόμμα της Λεπέν στη Γαλλία βρίσκονται ψηλά στις δημοσκοπήσεις. Ενδεικτική είναι και η έρευνα του Economist που έδειξε ότι σε 15 από τις 27 χώρες της ΕΕ τα ακροδεξιά κόμματα καταγράφουν διψήφια ποσοστά στις δημοσκοπήσεις.
Η κατάρρευση της Αριστεράς
Τι είναι αυτό που έφερε το Chega στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής της Πορτογαλίας;
Τόσο το «Μπλόκο της Αριστεράς», όσο και το Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας αποτελούσαν δυνάμεις με σημαντική εκλογική απήχηση, κάτι που αποτυπώθηκε στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2015, όπου αθροιστικά είχαν συγκεντρώσει περίπου 1 εκατομμύριο ψήφους και είχαν εκλέξει 36 βουλευτές.
Η εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα είναι αποτέλεσμα των πολιτικών επιλογών που ακολούθησαν, καθώς από το 2015 υποστήριξαν τις διαδοχικές κυβερνήσεις του PS που εφάρμοσαν μέτρα λιτότητας και αντεργατικές πολιτικές.
Επί της ουσίας, το Μπλόκο και το ΚΚΠ ενέκριναν προϋπολογισμούς που συμπεριλάμβαναν αποπληρωμές όλων τον δόσεων του χρέους της χώρας, ιδιωτικοποιήσεις και ενίσχυση του στρατιωτικού εξοπλισμού του ΝΑΤΟ. Δικαιολόγησαν αυτή την στήριξη με το επιχείρημα της μάχης κάτα της δεξιάς και του νεοφιλελευθερισμού, καθώς ο Κόστα αρχικά έκανε κάποιες παραχωρήσεις προκειμένου να λάβει την στήριξη των δύο κομμάτων.
Όμως, τα αποτελέσματα ήταν ακριβώς τα αντίθετα. Η στήριξη που παρείχαν τα δυο κόμματα της Αριστεράς στις κυβερνήσεις του PS, είχε ως αποτέλεσμα τα πλατιά στρώματα να γυρίσουν την πλάτη τόσο στο Μπλόκο όσο και στο ΚΚΠ. Στις εκλογές του 2022 το PS και ο Κόστα κέρδισαν με σημαντικά ποσοστά, ρίχνοντας την ευθύνη των αποτυχιών στα κόμματα της Αριστεράς και παίρνοντας ένα σημαντικό μερίδιο των ψήφων τους. Δύο χρόνια μετά, το Chega με την σειρά του παίρνει ψήφους από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, καθώς οι πολιτικές του έχουν αποτύχει.
Βλέπουμε και στην περίπτωση της Πορτογαλίας το που οδηγεί η μετριοπαθής πολιτική των ηγεσιών της Αριστεράς. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όσα κόμματα της Αριστεράς υιοθέτησαν αυτή την λογική μπήκαν σε κρίση. Από την Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία, μέχρι τους Ποδέμος στην Ισπανία και τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, η «στροφή στο κέντρο» σήμαινε μια παρόμοια εκδοχή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που τελικά οδήγησε στην άνοδο ακροδεξιών δυνάμεων.
Μάχη ενάντια στην Ακροδεξιά και το σύστημα
Για μια ακόμα φορά, τα εκλογικά αποτελέσματα σε μια χώρα, αποτελούν υπενθύμιση για τον κίνδυνο της Ακροδεξιάς και την ανάγκη για το χτίσιμο νέων μαζικών σχηματισμών της Αριστεράς διεθνώς.
Η άνοδος της Ακροδεξιάς, οφείλεται στις κοινωνικές συνθήκες της φτώχειας, της εξαθλίωσης και των ανισοτήτων, σε συνδυασμό με τα σκάνδαλα και την πολιτική κρίση των παραδοσιακών κομμάτων του κατεστημένου. Σε αυτές τις συνθήκες, όταν η όποια Αριστερά επιλέγει να «σώσει το σύστημα», αφήνει χώρο στην Ακροδεξιά να προβάλλει ένα υποτιθέμενο «ριζοσπαστικό» και «αντισυστημικό» προφίλ.
https://xekinima.org/portogalia-i-ektinaxi-tis-akrodexias-kai-oi-eythynes-tis-aristeras/