50 χρόνια από τον Εμφύλιο στο Λίβανο

50 χρόνια από τον Εμφύλιο στο Λίβανο

  • |

Τον Απρίλη του 1975 ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στο Λίβανο. Πενήντα χρόνια μετά, αξίζει να ανατρέξουμε στην ιστορία του, γιατί οι συνέπειες αυτής της σύρραξης καθόρισαν πτυχές του σύγχρονου πολιτικού τοπίου στη Μέση Ανατολή και γιατί τα τότε γεγονότα ρίχνουν φως και σε σημερινές εξελίξεις στην περιοχή.

Πάνος Πέτρου

Η αποι­κια­κή κλη­ρο­νο­μιά

Μετά την ήττα και την διά­λυ­ση της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, οι Αγ­γλο­γάλ­λοι κα­τέ­λα­βαν και μοί­ρα­σαν με­τα­ξύ τους την πε­ριο­χή που αντι­στοι­χεί σή­με­ρα σε Συ­ρία-Λί­βα­νο-Ισ­ρα­ήλ/Πα­λαι­στί­νη-Ιορ­δα­νία-Ιράκ.

Με βάση τη μοι­ρα­σιά (σύμ­φω­νο Σάικς-Πι­κό του 1916) στο γαλ­λι­κό ιμπε­ρια­λι­σμό αντι­στοι­χού­σε η πε­ριο­χή που αντι­στοι­χεί σή­με­ρα σε Συ­ρία-Λί­βα­νο. Για να επι­βάλ­λει τον έλεγ­χό του, το Πα­ρί­σι χρειά­στη­κε να συ­ντρί­ψει στρα­τιω­τι­κά το βρα­χύ­βιο Αρα­βι­κό Βα­σί­λειο της Συ­ρί­ας, που είχε ανα­κη­ρυ­χθεί στη Δα­μα­σκό μετά την ήττα των Οθω­μα­νών από μια αρα­βι­κή ηγε­σία που πί­στε­ψε τις υπο­σχέ­σεις αυ­το­διά­θε­σης με βάση τις οποί­ες οι Άρα­βες πο­λέ­μη­σαν κατά της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας («Αρα­βι­κή Εξέ­γερ­ση») στη διάρ­κεια του Πρώ­του Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου.

Με τη δυ­να­μι­κή της Αρα­βι­κής Εξέ­γερ­σης να πα­ρα­μέ­νει ενερ­γή, η Γαλ­λι­κή Διοί­κη­ση διεύ­ρυ­νε τα όρια της πα­λιάς αυ­τό­νο­μης (επί Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας) πε­ριο­χής «Όρος Λί­βα­νος», συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­ντας στο νέο «Με­γά­λο Λί­βα­νο» τις πα­λιές οθω­μα­νι­κές επαρ­χί­ες της Τρί­πο­λης και της Σι­δώ­νας, όπως και την Κοι­λά­δα της Μπεκά.

Για τους Γάλ­λους αποι­κιο­κρά­τες, ο στό­χος ήταν η απο­δυ­νά­μω­ση μιας δυ­νη­τι­κής μελ­λο­ντι­κής «Με­γά­λης Συ­ρί­ας» και η ενί­σχυ­ση ενός πι­στού συμ­μά­χου, καθώς η χρι­στια­νι­κή ελίτ (Μα­ρω­νί­τες) του Όρους του Λι­βά­νου είχε πα­ρα­δο­σια­κούς ιστο­ρι­κούς δε­σμούς με τα ευ­ρω­παϊ­κά κε­φά­λαια.

Για αυτήν την ελίτ, τα επι­πλέ­ον εδάφη και υπο­δο­μές που απο­κτού­σε με τη διεύ­ρυν­ση της επι­κρά­τειάς της, ήταν κρί­σι­μα για να ανα­πτύ­ξει μια στοι­χειώ­δη κρα­τι­κή/οι­κο­νο­μι­κή αυ­τάρ­κεια και γι’ αυτό ήταν πρό­θυ­μη να απο­δε­χτεί τις δη­μο­γρα­φι­κές αλ­λα­γές που έφερ­νε αυτή η διεύ­ρυν­ση, εν­σω­μα­τώ­νο­ντας μου­σουλ­μα­νι­κούς πλη­θυ­σμούς με πιο πα­να­ρα­βι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό. Το γαλ­λι­κό Σύ­νταγ­μα του 1926 δη­μιουρ­γού­σε ένα πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα βα­σι­σμέ­νο στις θρη­σκευ­τι­κές-δογ­μα­τι­κές διαι­ρέ­σεις και θε­σμο­θε­τού­σε την πο­λι­τι­κή κυ­ριαρ­χία της ορια­κής πλειο­ψη­φί­ας των Χρι­στια­νών Μα­ρω­νι­τών.

Ο ανε­ξάρ­τη­τος Λί­βα­νος «κλη­ρο­νό­μη­σε» από τη γαλ­λι­κή αποι­κιο­κρα­τία το πο­λι­τι­κό του σύ­στη­μα. Με βάση μια γαλ­λι­κή απο­γρα­φή του 1932 (55% Χρι­στια­νοί), η Εθνι­κή Συμ­φω­νία του 1943 προ­έ­βλε­πε ότι οι Χρι­στια­νοί θα δια­τη­ρούν την πλειο­ψη­φία (6-5) της Βου­λής, ότι ο Πρό­ε­δρος θα είναι Μα­ρω­νί­της, ο πρω­θυ­πουρ­γός Σου­νί­της Μου­σουλ­μά­νος και ο Πρό­ε­δρος της Βου­λής Σι­ΐ­της Μου­σουλ­μά­νος.

Ο ανε­ξάρ­τη­τος Λί­βα­νος «κλη­ρο­νό­μη­σε» επί­σης από τη γαλ­λι­κή αποι­κιο­κρα­τία τα σύ­νο­ρά του, καθώς η Εθνι­κή Συμ­φω­νία έκανε δεκτά τα γε­ω­γρα­φι­κά όρια που είχε χα­ρά­ξει στην πε­ριο­χή η «Γαλ­λι­κή Εντο­λή». Αυτή η πτυχή του Συμ­φώ­νου έχει πε­ρι­γρα­φεί ως μια «διπλή άρ­νη­ση»: Απα­γό­ρευε στην Μα­ρω­νί­τι­κη Χρι­στια­νι­κή αστι­κή τάξη να επι­διώ­ξει μια προ­ω­θη­μέ­νη σχέση στή­ρι­ξης κι εξάρ­τη­σης από τον δυ­τι­κό κόσμο, ενώ οι Μου­σουλ­μα­νι­κές ελίτ εγκα­τέ­λει­παν τις «πα­να­ρα­βι­κές» προ­ο­πτι­κές.

Εύ­θρα­στες ισορ­ρο­πί­ες

Η κοι­νω­νι­κή πό­λω­ση στον Λί­βα­νο απέ­κτη­σε θρη­σκευ­τι­κό μαν­δύα. Ασφα­λώς δεν ανή­καν όλοι οι Μα­ρω­νί­τες Χρι­στια­νοί στην άρ­χου­σα τάξη, αλλά σχε­δόν όλη η άρ­χου­σα τάξη ανήκε στη Χρι­στια­νι­κή κοι­νό­τη­τα. Ο Μου­σουλ­μα­νι­κός πλη­θυ­σμός ήταν ο φτω­χό­τε­ρος και στον πάτο της κοι­νω­νι­κής ιε­ραρ­χί­ας βρί­σκο­νταν ει­δι­κά οι Σι­ϊ­τι­κές μάζες που ζού­σαν στην νότια και νο­τιο­α­να­το­λι­κή ύπαι­θρο. Το θρη­σκευ­τι­κό-δογ­μα­τι­κό πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα απο­τε­λού­σε τον πυ­λώ­να ανα­πα­ρα­γω­γής αλλά και «δια­πραγ­μά­τευ­σης» αυτής της κα­τά­στα­σης. Αυτή η εύ­θρα­στη ισορ­ρο­πία, μαζί με την εξί­σου εύ­θρα­στη ισορ­ρο­πία της «δι­πλής άρ­νη­σης» ως προς τον προ­σα­να­το­λι­σμό του νέου κρά­τους, απο­τέ­λε­σε τη βάση για πολ­λές εκρή­ξεις στην ιστο­ρία του Λι­βά­νου, κάθε φορά που οι αντι­φά­σεις έφτα­ναν σε ένα όριο και οι ισορ­ρο­πί­ες πα­ρα­βιά­ζο­νταν.

Μια πρώτη δο­κι­μα­σία υπήρ­ξε η κρίση του 1958. Ο πα­να­ρα­βι­κός εθνι­κι­σμός βρι­σκό­ταν σε άνοδο, μετά την εθνι­κο­ποί­η­ση της Διώ­ρυ­γας του Σουέζ (1956), την ένωση Αι­γύ­πτου-Συ­ρί­ας στην Ενω­μέ­νη Αρα­βι­κή Δη­μο­κρα­τία, την ανα­τρο­πή του (φι­λο­δυ­τι­κού) Βα­σι­λιά του Ιράκ από Άρα­βες εθνι­κι­στές αξιω­μα­τι­κούς του στρα­τού. Ο τότε πρό­ε­δρος του Λι­βά­νου ακο­λου­θού­σε έναν ανοι­χτά φι­λο­δυ­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό μέσα σε αυτά τα γε­γο­νό­τα, κάτι που προ­κά­λε­σε ένα μα­ζι­κό ξε­ση­κω­μό ενα­ντί­ον του και ένο­πλες συ­γκρού­σεις, με Αμε­ρι­κα­νούς πε­ζο­ναύ­τες να κά­νουν από­βα­ση στη χώρα για να στη­ρί­ξουν την κυ­ριαρ­χία της Μα­ρω­νί­τι­κης πα­ρά­τα­ξης. Αυτή η κρίση εκτο­νώ­θη­κε με την εκλο­γή του Φουάντ Τσε­χάμπ στην Προ­ε­δρία. Ως επι­κε­φα­λής των ενό­πλων δυ­νά­με­ων, είχε δια­τη­ρή­σει το στρα­τό σε θέση ου­δε­τε­ρό­τη­τας κατά τη διάρ­κεια των συ­γκρού­σε­ων. Ως πρό­ε­δρος, κυ­βέρ­νη­σε ως «Βο­να­πάρ­της» εγ­γυ­η­τής μιας εθνι­κής συ­ναί­νε­σης με­τα­ξύ των πα­ρα­τά­ξε­ων.

Ο «τσε­χα­μπι­σμός» ως μο­ντέ­λο δεν άντε­ξε τε­λι­κά τους νέους κλυ­δω­νι­σμούς. Γύρω από τη Βη­ρυ­τό, είχε δη­μιουρ­γη­θεί μια «ζώνη φτώ­χειας», από κα­τε­στραμ­μέ­νους (κυ­ρί­ως Σι­ΐ­τες Μου­σουλ­μά­νους) αγρό­τες που συ­νέρ­ρε­αν στην πρω­τεύ­ου­σα για βρουν δου­λειά. Στα τέλη της δε­κα­ε­τί­ας του 1960, υπήρ­ξε μια οξεία άνο­δος της ερ­γα­τι­κής μα­χη­τι­κό­τη­τας και του φοι­τη­τι­κού ρι­ζο­σπα­στι­σμού που τρο­φο­δο­τού­σε την ανά­πτυ­ξη μιας ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς. Η θρη­σκευ­τι­κή δη­μο­γρα­φία του Λι­βά­νου άλ­λα­ζε και κα­θι­στού­σε όλο και πιο άδικη/μειο­ψη­φι­κή την Μα­ρω­νί­τι­κη κυ­ριαρ­χία σε ένα πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα που στη­ρι­ζό­ταν στην απο­γρα­φή του 1932 (δεν ξα­να­έ­γι­νε από τότε). Ο αρα­βοϊσ­ραη­λι­νός πό­λε­μος του 1967 είχε δο­κι­μά­σει ξανά τα όρια αντο­χής της «Εθνι­κής Συμ­φω­νί­ας» και της ου­δε­τε­ρό­τη­τας του Λι­βά­νου. Αυτές οι αλ­λα­γές στην βάση της λι­βα­νέ­ζι­κης κοι­νω­νί­ας αλ­λη­λο­δια­πλέ­κο­νταν με τoν αντί­κτυ­πο της Πα­λαι­στι­νια­κής Υπό­θε­σης.

Ο πα­λαι­στι­νια­κός πα­ρά­γο­ντας

Μετά τη Νάκ­μπα του 1948 και στα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν, στο Λί­βα­νο είχαν εγκα­τα­στα­θεί εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες ξε­ρι­ζω­μέ­νοι Πα­λαι­στί­νιοι, που το­πο­θε­τή­θη­καν σε στρα­τό­πε­δα προ­σφύ­γων και αντι­με­τω­πί­ζο­νταν ως πο­λί­τες δεύ­τε­ρης κα­τη­γο­ρί­ας, χωρίς δι­καιώ­μα­τα. Μετά την νίκη του Ισ­ρα­ήλ επί των αρα­βι­κών στρα­τών το 1967, οι πα­λαι­στι­νια­κές πο­λι­τι­κο­στρα­τιω­τι­κές πα­ρα­τά­ξεις πήραν την Πα­λαι­στι­νια­κή Υπό­θε­ση στα χέρια τους και η PLO ξε­κί­νη­σε την ένο­πλη πάλη κατά της Κα­το­χής. Ο ρι­ζο­σπα­στι­σμός των Πα­λαι­στι­νί­ων προ­σφύ­γων από αυτές τις εμπει­ρί­ες και οι αδελ­φι­κές σχέ­σεις με τους φτω­χούς Λι­βα­νέ­ζους (που συχνά κα­τέ­λη­γαν να ζουν κι αυτοί στις πα­ρα­γκου­πό­λεις που είχαν γίνει στα­δια­κά τα αρ­χι­κά «στρα­τό­πε­δα») με­τέ­τρε­ψαν τους κα­ταυ­λι­σμούς του Λι­βά­νου σε εύ­φο­ρο κι ασφα­λές έδα­φος για την ανά­πτυ­ξη της PLO και ιδιαί­τε­ρα της (Πα­λαι­στι­νια­κής αλλά και Λι­βα­νέ­ζι­κης) Αρι­στε­ράς. Η γε­ω­γρα­φι­κή εγ­γύ­τη­τα με την Γα­λι­λαία με­τέ­τρε­ψε τον νότιο Λί­βα­νο σε προ­νο­μια­κή βάση για τις επι­χει­ρή­σεις των Πα­λαι­στί­νιων ανταρ­τών. Οι ένο­πλες ενέρ­γειες κατά του Ισ­ρα­ήλ και τα άγρια Σιω­νι­στι­κά «αντί­ποι­να» (πχ. κα­τα­στρο­φή της λι­βα­νέ­ζι­κης αε­ρο­πο­ρί­ας το 1969) προ­κα­λού­σαν το θυμό του λι­βα­νέ­ζι­κου κα­τε­στη­μέ­νου, που πά­σχι­ζε (ανε­πι­τυ­χώς) να θέσει όρια στην πο­λι­τι­κο­στρα­τιω­τι­κή δράση των Πα­λαι­στι­νια­κών ορ­γα­νώ­σε­ων.

Το πο­λι­τι­κό-κοι­νω­νι­κό ρήγμα του Λι­βά­νου συν­δυα­ζό­ταν με το ρήγμα με­τα­ξύ όσων (Άρα­βες εθνι­κι­στές, Κομ­μου­νι­στές) στή­ρι­ζαν την Πα­λαι­στι­νια­κή Αντί­στα­ση και όσων (Χρι­στια­νι­κή Δεξιά) θε­ω­ρού­σαν την δράση των Πα­λαι­στι­νια­κών ορ­γα­νώ­σε­ων ως «υπο­νο­μευ­τι­κή» στην κρα­τι­κή κυ­ριαρ­χία του Λι­βά­νου και στην ισορ­ρο­πία του πο­λι­τι­κού του συ­στή­μα­τος.

Αυτή η αντί­φα­ση πα­ρο­ξύν­θη­κε μετά το 1970 και τον «Μαύρο Σε­πτέμ­βρη», με την βίαιη εκ­δί­ω­ξη της PLO από την Ιορ­δα­νία, που απο­τε­λού­σε την κύρια βάση του Πα­λαι­στι­νια­κού εθνι­κού κι­νή­μα­τος μέχρι τότε. Η PLO εγκα­τα­στά­θη­κε στο Λί­βα­νο, ενι­σχύ­ο­ντας το πο­λι­τι­κό-στρα­τιω­τι­κό βάρος των Πα­λαι­στι­νια­κών ορ­γα­νώ­σε­ων και της λι­βα­νέ­ζι­κης Αρι­στε­ράς. Στα δεξιά (κυ­ρί­ως χρι­στια­νι­κά) κόμ­μα­τα του Λι­βά­νου ενι­σχύ­θη­κε ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο το αντι­πα­λαι­στι­νια­κό αί­σθη­μα ενώ άρ­χι­σαν και αυτά να σχη­μα­τί­ζουν τις δικές τους πο­λι­το­φυ­λα­κές, με πιο δια­βό­η­τες τις φα­σι­στι­κές δυ­νά­μεις των Φα­λαγ­γι­τών.

Το ξέ­σπα­σμα του Εμ­φυ­λί­ου

Το 1975, όλες αυτές οι διερ­γα­σί­ες είχαν πλέον απο­κρυ­σταλ­λω­θεί στη δη­μιουρ­γία δύο αντα­γω­νι­ζό­με­νων στρα­το­πέ­δων. Οι δυ­νά­μεις που ηγού­νταν του ρι­ζο­σπα­στι­κού ερ­γα­τι­κού-φοι­τη­τι­κού κι­νή­μα­τος του Λι­βά­νου (ορ­γα­νώ­σεις της κομ­μου­νι­στι­κής Αρι­στε­ράς, μπα­α­θι­στές, να­σε­ρι­κοί, «σο­σια­λί­ζου­σες» πα­ρα­τά­ξεις, δυ­νά­μεις του αρα­βι­κού εθνι­κι­σμού) είχαν συ­γκρο­τή­σει το Λι­βα­νέ­ζι­κο Εθνι­κό Κί­νη­μα (LNM), υπο­στη­ρί­ζο­ντας την ανά­γκη ανα­τρο­πής του θρη­σκευ­τι­κού συ­στή­μα­τος που διαιώ­νι­ζε την οι­κο­νο­μι­κή-πο­λι­τι­κή κυ­ριαρ­χία της χρι­στια­νι­κής ελίτ. Το LNM διεκ­δι­κού­σε ένα κο­σμι­κό πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα, υπο­στή­ρι­ζε τον αρα­βι­κό χα­ρα­κτή­ρα του Λι­βά­νου, μι­λού­σε για ανα­δια­νο­μή του πλού­του και υπο­στή­ρι­ζε την PLO και την Πα­λαι­στι­νια­κή Υπό­θε­ση. Εκτός από την πο­λι­τι­κά κο­σμι­κή με­ρί­δα της κοι­νω­νί­ας, είχε ιδιαί­τε­ρη απή­χη­ση στους Δρού­ζους και τους Μου­σουλ­μά­νους, που ήταν τα κα­τε­ξο­χήν «θύ­μα­τα» του θρη­σκευ­τι­κού/δογ­μα­τι­κού συ­στή­μα­τος και είχαν να κερ­δί­σουν από την κα­τάρ­γη­σή του.

Απέ­να­ντι στέ­κο­νταν τα κόμ­μα­τα της Χρι­στια­νι­κής Δε­ξιάς, που ορ­γα­νώ­θη­καν στο Λι­βα­νέ­ζι­κο Μέ­τω­πο (LF). Αυτό υπε­ρα­σπι­ζό­ταν το θρη­σκευ­τι­κό-δογ­μα­τι­κό σύ­στη­μα, τα οι­κο­νο­μι­κά προ­νό­μια της ελίτ και το γε­ω­πο­λι­τι­κό στά­τους κβο. Απαι­τού­σε τον διωγ­μό της PLO από τον Λί­βα­νο και προ­έ­βα­λε έναν κά­ποιο υπο­τι­θέ­με­νο «Φοι­νι­κι­κό» φυ­λε­τι­κό-πο­λι­τι­σμι­κό χα­ρα­κτή­ρα του Λι­βά­νου, ως δια­κρι­τό από την αρα­βι­κή ταυ­τό­τη­τα.

Οι εντά­σεις με­τα­ξύ Χρι­στια­νι­κών ακρο­δε­ξιών πο­λι­το­φυ­λα­κών και δυ­νά­με­ων της PLO ή/και της λι­βα­νέ­ζι­κης Αρι­στε­ράς άρ­χι­σαν να πυ­κνώ­νουν και τον Απρί­λη του 1975 αυτές κλι­μα­κώ­θη­καν σε οδο­μα­χί­ες στην Βη­ρυ­τό και στο ξέ­σπα­σμα του Εμ­φυ­λί­ου Πο­λέ­μου…

Με το ξέ­σπα­σμα της ένο­πλης ανα­μέ­τρη­σης, η PLO βρέ­θη­κε εύ­λο­γα σε συμ­μα­χία με το LNM. Αντι­με­τώ­πι­ζε την διαρ­κή πίεση των ακρο­δε­ξιών πα­ρα­στρα­τιω­τι­κών και αντι­λαμ­βα­νό­ταν ότι η θέση της στο Λί­βα­νο εξαρ­τιό­ταν από μια νίκη των κο­σμι­κών-αρι­στε­ρών-εθνι­κι­στι­κών δυ­νά­με­ων. Με το πο­λι­τι­κό και στρα­τιω­τι­κό βάρος της PLO δίπλα της, η συμ­μα­χία του LNM έδει­χνε αστα­μά­τη­τη και κα­τέ­γρα­φε νίκες σε όλη τη χώρα. Μέχρι το κα­λο­καί­ρι, η συμ­μα­χία LNM/PLO είχε απο­κτή­σει το πάνω χέρι και ως τις αρχές του 1976 έλεγ­χε το 80% του Λι­βά­νου.

Μετά το πι­σω­γύ­ρι­σμα του «Μαύ­ρου Σε­πτέμ­βρη» του 1970 και τη χα­μέ­νη ευ­και­ρία ανα­τρο­πής του Βα­σι­λιά Χου­σε­ΐν στην Ιορ­δα­νία (όταν η PLO απο­τε­λού­σε «κρά­τος εν κράτη», στη­ρι­ζό­ταν από την Πα­λαι­στι­νια­κή πλειο­ψη­φία του πλη­θυ­σμού και είχε πο­λι­τι­κές συ­μπά­θειες στην κοι­νω­νία και στις ένο­πλες δυ­νά­μεις της Ιορ­δα­νί­ας), στο Λί­βα­νο δια­μορ­φω­νό­ταν μια ακόμα ευ­και­ρία για μια κα­θε­στω­τι­κή ανα­τρο­πή από τα αρι­στε­ρά, προς όφε­λος και της Πα­λαι­στι­νια­κής Υπό­θε­σης και των ερ­γα­ζο­μέ­νων μαζών του αρα­βι­κού κό­σμου.

Αυτό δεν συ­νέ­βη και οι επι­πτώ­σεις –όπως θα δούμε– υπήρ­ξαν κα­θο­ρι­στι­κές και για την Πα­λαι­στι­νια­κή Αντί­στα­ση και για το μέλ­λον του Λι­βά­νου. Αυτό δεν συ­νέ­βη γιατί προ­κά­λε­σε (δια­φο­ρε­τι­κούς) φό­βους στο Κρά­τος του Ισ­ρα­ήλ, στον αμε­ρι­κα­νι­κό ιμπε­ρια­λι­σμό και στο συ­ρια­κό κα­θε­στώς του Χαφέζ Αλ Άσαντ, που πα­ρε­νέ­βη­σαν -πρώ­τα σε συμ­φω­νία κι έπει­τα σε σύ­γκρου­ση με­τα­ξύ τους- για να το απο­τρέ­ψουν.

Ο ρόλος του Άσαντ

Στη διάρ­κεια του 1975, το συ­ρια­κό κα­θε­στώς πα­ρεί­χε στρα­τιω­τι­κή βο­ή­θεια στην PLO και στο LNM, αλλά δεν ήθελε μια απο­φα­σι­στι­κή νίκη τους, θε­ω­ρώ­ντας ότι αυτή «θα άνοι­γε τις πόρ­τες σε κάθε ξένη επέμ­βα­ση και ιδιαί­τε­ρα σε μια επέμ­βα­ση του Ισ­ρα­ήλ…».

Οι πα­ραι­νέ­σεις της Δα­μα­σκού για αυ­το­συ­γκρά­τη­ση και δια­πραγ­μα­τεύ­σεις απορ­ρί­φθη­καν τόσο από τον Τζου­μπλάτ, τον επι­κε­φα­λής του LNM που βρι­σκό­ταν στα πρό­θυ­ρα της νίκης κι ανα­κοί­νω­σε μια «ολο­κλη­ρω­τι­κή και αστα­μά­τη­τη στρα­τιω­τι­κή εκ­στρα­τεία», όσο και από τον Αρα­φάτ που επι­βε­βαί­ω­σε τη συμ­μα­χία του με το LNM, σί­γου­ρος ότι ο Άσαντ «δεν θα επι­τρέ­ψει συ­ρια­κό του­φέ­κι να χτυ­πή­σει τις Πα­λαι­στι­νια­κές μάζες». Κι όμως…

Την 1η Ιούνη του 1976, ει­σέ­βα­λε στο Λί­βα­νο ο συ­ρια­κός στρα­τός. Ο Άσαντ πε­ριέ­γρα­φε την ει­σβο­λή ως πράξη «σω­τη­ρί­ας της Αντί­στα­σης» από μια «συ­νω­μο­σία» που είχε στη­θεί ενα­ντί­ον της. Είτε επρό­κει­το για κραυ­γα­λέα ρη­το­ρι­κή υπο­κρι­σία, είτε αντα­να­κλού­σε τον τρόπο σκέ­ψης του Σύ­ριου δι­κτά­το­ρα (που έβλε­πε «κιν­δύ­νους» σε κάθε ανε­ξέ­λεγ­κτη -από τον ίδιο- εξέ­λι­ξη), η ουσία δεν αλ­λά­ζει: Ο συ­ρια­κός στρα­τός επι­τέ­θη­κε στις δυ­νά­μεις του LNM και της PLO, σώ­ζο­ντας έτσι την ετοι­μόρ­ρο­πη λι­βα­νέ­ζι­κη Δεξιά από την ήττα και ενι­σχύ­ο­ντας τη θέση της.

Είχαν ήδη φανεί (μετά το 1967) τα όρια που είχε η στρα­τη­γι­κή των υπαρ­κτών αρα­βι­κών κρα­τι­κών ηγε­σιών, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των «προ­ο­δευ­τι­κών» (με τη γλώσ­σα της επο­χής, που τα διέ­κρι­νε από τα «αντι­δρα­στι­κά»). Η πα­ρέμ­βα­ση του κα­θε­στώ­τος Άσαντ έδει­ξε σε τι εγκλή­μα­τα μπο­ρού­σε να φτά­σει ο «ρε­α­λι­σμός» των κρα­τι­κών ηγε­σιών και η δυ­σα­νε­ξία τους στην «ανε­ξέ­λεγ­κτη» δράση του κι­νή­μα­τος και της Αντί­στα­σης. Πε­νή­ντα χρό­νια μετά, αυτή η δια­πί­στω­ση δια­τη­ρεί την αξία της ως προς τις στρα­τη­γι­κές για την απε­λευ­θέ­ρω­ση της Πα­λαι­στί­νης.

Πίσω στο 1976, η συ­ρια­κή επι­χεί­ρη­ση δήθεν «σω­τη­ρί­ας της Αντί­στα­σης» έγινε σε άτυπο συ­ντο­νι­σμό με… τις ΗΠΑ και το Ισ­ρα­ήλ. Ο Άσαντ είχε ενη­με­ρώ­σει την Ουά­σινγ­κτον για την πρό­θε­σή του να ει­σβά­λει στον Λί­βα­νο, ζη­τώ­ντας να μην πα­ρέμ­βουν οι ΗΠΑ. Ο Κίσ­σι­γκερ με­σο­λά­βη­σε για να πεί­σει τους -ανή­συ­χους- Ισ­ραη­λι­νούς ότι ο συ­ρια­κός στρα­τός είναι στην κα­λύ­τε­ρη θέση για να εξα­σφα­λί­σει την διά­σω­ση της Χρι­στια­νι­κής Δε­ξιάς, την οποία το Κρά­τος του Ισ­ρα­ήλ είχε ήδη αρ­χί­σει να ενι­σχύ­ει με όπλα από την άνοι­ξη του 1976. Η ντε φάκτο σύ­μπρα­ξη στην υπο­στή­ρι­ξη των Φα­λαγ­γι­τών απο­τυ­πώ­θη­κε και στη δια­βό­η­τη συμ­φω­νία «κόκ­κι­νων γραμ­μών». Ικα­νο­ποι­η­μέ­νος από την από­σπα­ση της αμε­ρι­κα­νι­κής υπο­στή­ρι­ξης, ο Άσαντ απο­δέ­χτη­κε τον Ισ­ραη­λι­νό όρο να μην κι­νή­σει συ­ρια­κά στρα­τεύ­μα­τα νότια του πο­τα­μού Λι­τά­νι, την «κόκ­κι­νη γραμ­μή» του Ισ­ρα­ήλ.

Η πιο σκο­τει­νή στιγ­μή του ρόλου του συ­ρια­κού στρα­τού στην στή­ρι­ξη των Φα­λαγ­γι­τών υπήρ­ξε η σφαγή στο Ταλ αλ Ζατάρ. Αυτό το προ­σφυ­γι­κό στρα­τό­πε­δο βρι­σκό­ταν υπό Φα­λαγ­γί­τι­κη πο­λιορ­κία από το Φλε­βά­ρη του 1976. Στις 22 Ιούνη, με τη συ­ρια­κή ει­σβο­λή σε εξέ­λι­ξη να πιέ­ζει πλέον τις θέ­σεις της PLO, οι Φα­λαγ­γί­τες εξα­πέ­λυ­σαν μια σα­ρω­τι­κή επί­θε­ση. Το Ταλ αλ Ζατάρ έπεσε τε­λι­κά στις 12 Αυ­γού­στου και οι Φα­λαγ­γί­τες προ­χώ­ρη­σαν σε μα­ζι­κές σφα­γές Πα­λαι­στι­νί­ων.

Πα­ρό­τι προ­έ­βα­λαν σθε­να­ρή αντί­στα­ση, η λι­βα­νέ­ζι­κη και πα­λαι­στι­νια­κή Αρι­στε­ρά δεν μπό­ρε­σαν να ανα­κό­ψουν τον συ­ρια­κό στρα­τό που σφυ­ρο­κο­πού­σε τις θέ­σεις τους με έντα­ση μέσα στο Σε­πτέμ­βρη και είχε ανα­πτύ­ξει 30.000 στρα­τιώ­τες στο Λί­βα­νο μέχρι τον Οκτώ­βρη. Υπό την αρα­βι­κή κα­τα­κραυ­γή για το Ταλ αλ Ζατάρ, αλλά και έχο­ντας πλέον εξα­σφα­λί­σει την απο­δυ­νά­μω­ση της Αρι­στε­ράς, ο Άσαντ στα­μά­τη­σε τον πό­λε­μό του κατά του LNM και της PLO και ανέ­λα­βε ηγε­τι­κό ρόλο σε μια αρα­βι­κή «ει­ρη­νευ­τι­κή δύ­να­μη» που είχε την ευ­θύ­νη να επι­βλέ­πει μια  συ­νο­λι­κή κα­τά­παυ­ση του πυρός που απο­φά­σι­σε ο Αρα­βι­κός Σύν­δε­σμος των Οκτώ­βρη του 1976.

Οι συ­νέ­πειες της ήττας

Ήταν το τέλος της πρώ­της-ελ­πι­δο­φό­ρας φάσης του Εμ­φυ­λί­ου Πο­λέ­μου, με την δο­λο­φο­νία του ηγέτη του LNM, Καμάλ Τζου­μπλάτ (που απο­δό­θη­κε -εύ­λο­γα- από πολ­λούς στον Άσαντ), τον Μάρτη του 1977 να θε­ω­ρεί­ται συμ­βο­λι­κό «ορό­ση­μο» για το τέλος της «Φάσης 1975-77».

Ο εμ­φύ­λιος θα ανα­ζω­πυ­ρω­νό­ταν και θα συ­νε­χι­ζό­ταν μέχρι το 1990, αλλά σε μια πιο χα­ο­τι­κή μορφή. Τυ­πι­κά, η «πα­ρά­τα­ξη» LNM/PLO συ­νέ­χι­σε να λει­τουρ­γεί ως το 1982, αλλά μετά την ήττα του 1976 και τη δο­λο­φο­νία του Τζου­μπλάτ το 1977 είχαν ήδη απε­λευ­θε­ρω­θεί φυ­γό­κε­ντρες δυ­νά­μεις στο εσω­τε­ρι­κό του LNM (και του Πα­λαι­στι­νια­κού κι­νή­μα­τος), που ενί­σχυ­σαν την τάση πολ­λών «εμ­φυ­λί­ων μέσα στον εμ­φύ­λιο» που κλι­μα­κώ­θη­καν δρα­μα­τι­κά τη δε­κα­ε­τία του 1980. Πα­ράλ­λη­λα, με την αγριό­τη­τα που πάντα συ­νο­δεύ­ει κάθε πό­λε­μο και την απώ­λεια της ελ­πί­δας στην αρ­χι­κή υπό­σχε­ση του LNM για δη­μο­κρα­τι­κή ανα­τρο­πή του θρη­σκευ­τι­κού συ­στή­μα­τος, το στοι­χείο της θρη­σκευ­τι­κής αντι­πα­ρά­θε­σης  άρ­χι­σε να ενι­σχύ­ε­ται ως συ­νι­στώ­σα της σύ­γκρου­σης. Ενώ σε συν­θή­κες πα­ρα­τε­τα­μέ­νου εμ­φυ­λί­ου σε ένα δια­λυ­μέ­νο/αδύ­να­μο κρά­τος άν­θι­σε και το φαι­νό­με­νο των «πο­λέ­μαρ­χων». Σε αυτή τη δια­δρο­μή, ο πό­λε­μος έγινε και πεδίο πα­ρεμ­βά­σε­ων άλλων πε­ρι­φε­ρεια­κών δυ­νά­με­ων (με τη Σα­ου­δι­κή Αρα­βία και το Ιράν να προ­στί­θε­νται αρ­γό­τε­ρα στη Συρία και το Ισ­ρα­ήλ), που πα­ρό­ξυ­ναν όλες τις πα­ρα­πά­νω δυ­να­μι­κές.

Μια δια­δι­κα­σία που θυ­μί­ζει τον εκ­φυ­λι­σμό του συ­ρια­κού εμ­φυ­λί­ου μετά την αρ­χι­κή φάση του 2011-12, οδή­γη­σε τε­λι­κά να ενι­σχύ­σει ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο πολ­λές από τις πα­θο­γέ­νειες του Λι­βά­νου που επι­χεί­ρη­σε να υπερ­βεί σε ρι­ζο­σπα­στι­κή κα­τεύ­θυν­ση η «πλα­τιά» Αρι­στε­ρά το 1975. Ο θρη­σκευ­τι­κός δι­χα­σμός ως βάση του πο­λι­τι­κού-κομ­μα­τι­κού συ­στή­μα­τος, η πό­λω­ση στο εσω­τε­ρι­κό της λι­βα­νέ­ζι­κης κοι­νω­νί­ας ως προς την Πα­λαι­στι­νια­κή Υπό­θε­ση, η με­τέ­ω­ρη (γε­ω­πο­λι­τι­κή) θέση του κρά­τους του Λι­βά­νου και οι (πε­ρι­φε­ρεια­κές) συ­γκρού­σεις για το πού θα στρα­φεί αυτό, συ­νε­χί­ζουν να κα­θο­ρί­ζουν τη χώρα και να δια­πλέ­κο­νται με (ή/και να στρε­βλώ­νουν) το ζή­τη­μα της ακραί­ας τα­ξι­κής ανι­σό­τη­τας.

Ενώ η μοι­ραία πα­ρέμ­βα­ση του συ­ρια­κού στρα­τού κατά των ρι­ζο­σπα­στών δεν… έσωσε την Πα­λαι­στι­νια­κή Αντί­στα­ση ή τον Λί­βα­νο από την σιω­νι­στι­κή επι­θε­τι­κό­τη­τα, που κλι­μα­κώ­θη­κε κα­τα­κό­ρυ­φα στις επό­με­νες «φά­σεις» του Εμ­φυ­λί­ου.

Η επέμ­βα­ση του Ισ­ρα­ήλ

Η συ­νεν­νό­η­ση Συ­ρί­ας-ΗΠΑ-Σα­ου­δι­κής Αρα­βί­ας, είχε επι­βά­λει τη δια­κο­πή του πο­λέ­μου το 1976. Η κα­τάρ­ρευ­ση αυτής της συ­νεν­νό­η­σης  έφερε στη συ­νέ­χεια την ανα­ζω­πύ­ρω­σή του. Μετά την απο­τρο­πή της νίκης της PLO και του LNM και την απο­δυ­νά­μω­σή τους, ο συ­ρια­κός στρα­τός στρά­φη­κε και κατά της Χρι­στια­νι­κής Δε­ξιάς. Το Κρά­τος του Ισ­ρα­ήλ, που ήδη πα­ρε­νέ­βαι­νε στον εμ­φύ­λιο έμ­με­σα (εξο­πλί­ζο­ντας τη Δεξιά) και άμεσα (βομ­βαρ­δί­ζο­ντας το νότιο Λί­βα­νο και πα­ρά­κτιες πό­λεις), κλι­μά­κω­σε την εμπλο­κή του, στη­ρί­ζο­ντας την ακρο­δε­ξιά Φά­λαγ­γα, η οποία κυ­ριάρ­χη­σε μέσα στο χρι­στια­νι­κό-δε­ξιό συ­να­σπι­σμό.

Στις 14 Μάρτη του 1978, ο Ισ­ραη­λι­νός Στρα­τός ει­σέ­βα­λε στο νότιο Λί­βα­νο, δη­λώ­νο­ντας ότι επι­διώ­κει να δη­μιουρ­γή­σει ένα «μα­ξι­λά­ρι ασφα­λεί­ας». Η PLO ανα­δι­πλώ­θη­κε συ­ντε­ταγ­μέ­να και η ει­σβο­λή του 1978 απο­δεί­χθη­κε σύ­ντο­μη. Μια από­φα­ση του Συμ­βου­λί­ου Ασφα­λεί­ας ζή­τη­σε την από­συρ­ση του Ισ­ρα­ήλ και δη­μιούρ­γη­σε την δύ­να­μη του ΟΗΕ που πα­ρα­μέ­νει μέχρι σή­με­ρα στην πε­ριο­χή. Όμως απο­χω­ρώ­ντας, το Ισ­ρα­ήλ πα­ρέ­δω­σε τον έλεγ­χο της πε­ριο­χής στον Στρα­τό του Νο­τί­ου Λι­βά­νου (SLA) υπό τον Λι­βα­νέ­ζο πο­λέ­μαρ­χο Σαάντ Χα­ντάντ. Ήταν μια ένο­πλη δύ­να­μη που εκ­παι­δεύ­τη­κε, εξο­πλί­στη­κε και χρη­μα­το­δο­τή­θη­κε από το σιω­νι­στι­κό κρά­τος, για να πο­λε­μά την PLO για λο­γα­ρια­σμό του Ισ­ρα­ήλ.

Τον Απρί­λη του 1981, οι ΗΠΑ πέ­τυ­χαν μια κα­τά­παυ­ση του πυρός με­τα­ξύ Ισ­ρα­ήλ, Συ­ρί­ας (που εν τω με­τα­ξύ είχε στρα­φεί κατά του Ισ­ρα­ήλ) και PLO στο νότιο Λί­βα­νο, αλλά αυτή απο­δεί­χθη­κε προ­σω­ρι­νή. Την ίδια χρο­νιά, το Λι­κούντ ξα­να­κέρ­δι­σε τις εκλο­γές στο Ισ­ρα­ήλ και ο Μπε­γκίν συ­γκρό­τη­σε μια κυ­βέρ­νη­ση «σκλη­ρο­πυ­ρη­νι­κών», που από την πρώτη μέρα ξε­κί­νη­σε να κα­τα­στρώ­νει τα σχέ­διά της για μια νέα, πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κή ει­σβο­λή στο Λί­βα­νο, με στόχο να σπά­σει τη ρα­χο­κο­κα­λιά της PLO, να σκορ­πί­σει ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο τους Πα­λαι­στί­νιους πρό­σφυ­γες και να φέρει στην εξου­σία την Χρι­στια­νι­κή Φά­λαγ­γα.

Αξί­ζει να ανα­τρέ­ξου­με στα σχέ­δια και τις φι­λο­δο­ξί­ες των ιδρυ­τών του Κρά­τους του Ισ­ρα­ήλ, για να αντι­λη­φθού­με τη σιω­νι­στι­κή πο­λι­τι­κή και επί Μπε­γκίν αλλά και μέχρι σή­με­ρα.

Τον Μάη του 1948, ο Ντα­βίντ Μπεν Γκου­ριόν δή­λω­νε στο σιω­νι­στι­κό πο­λε­μι­κό επι­τε­λείο: «Πρέ­πει να ετοι­μα­στού­με για να πε­ρά­σου­με στην επί­θε­ση με στόχο να συ­ντρί­ψου­με τον Λί­βα­νο, την Υπε­ριορ­δα­νία και τη Συρία… Το αδύ­να­μο ση­μείο του αρα­βι­κού συ­να­σπι­σμού είναι ο Λί­βα­νος γιατί το κα­θε­στώς είναι τε­χνη­τό και εύ­κο­λο να υπο­νο­μευ­τεί. Πρέ­πει να δη­μιουρ­γη­θεί ένα Χρι­στια­νι­κό κρά­τος, με νότιο σύ­νο­ρο τον Πο­τα­μό Λι­τά­νι. Θα συμ­μα­χή­σου­με μαζί του».

Ο Μοσέ Ντα­γιάν είχε επε­ξερ­γα­στεί τις τα­κτι­κές για αυτόν το στόχο: «Το μόνο που χρειά­ζε­ται είναι να βρού­με έναν [Χρι­στια­νό Λι­βα­νέ­ζο] αξιω­μα­τι­κό, ακόμα και λο­χα­γό. Θα πρέ­πει να τον πεί­σου­με ή να τον εξα­γο­ρά­σου­με, προ­κει­μέ­νου να συμ­φω­νή­σει να αυ­το­α­να­κη­ρυ­χτεί σω­τή­ρας του Μα­ρω­νί­τι­κου πλη­θυ­σμού. Τότε ο Ισ­ραη­λι­νός Στρα­τός θα μπει στο Λί­βα­νο, θα κα­τα­λά­βει τα εδάφη που είναι ανα­γκαία και θα εγκα­τα­στή­σει ένα Χρι­στια­νι­κό κα­θε­στώς, συμ­μα­χι­κό με το Ισ­ρα­ήλ. Η πε­ριο­χή νότια του Πο­τα­μού Λι­τά­νι θα προ­σαρ­τη­θεί στο Ισ­ρα­ήλ».

Η Ει­σβο­λή του 1982

Τον Ιούνη του 1982, οι συν­θή­κες έδει­χναν «ώρι­μες» για να επι­διω­χθεί αυτός ο σχε­δια­σμός, με την ει­ρη­νευ­τι­κή συμ­φω­νία με την Αί­γυ­πτο να επι­τρέ­πει στο Ισ­ρα­ήλ να στρέ­ψει την προ­σο­χή του στη Δυ­τι­κή Όχθη και τα βό­ρεια σύ­νο­ρα, με την Επι­χεί­ρη­ση «Ει­ρή­νη στη Γα­λι­λαία».

Στις 4 Ιούνη ξε­κί­νη­σαν οι βομ­βαρ­δι­σμοί και στις 6 Ιούνη, 80.000 στρα­τιώ­τες και 1.240 τανκς ει­σέ­βαλ­λαν στο Λί­βα­νο. Χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε θη­ριώ­δης δύ­να­μη πυρός από γη, αέρα και θά­λασ­σα, ισο­πε­δώ­νο­ντας τα πάντα και προ­κα­λώ­ντας «Σοκ και Δέος», πριν το πε­ζι­κό κι­νη­θεί για «εκ­κα­θα­ρι­στι­κές επι­χει­ρή­σεις». Οι IDF έσπα­σαν γρή­γο­ρα την γραμ­μή άμυ­νας των 7-8 χι­λιά­δων μα­χη­τών της PLO, επι­τέ­θη­καν στις θέ­σεις του συ­ρια­κού στρα­τού και ως τις 11 Ιούνη είχαν ελέγ­ξει τη λε­ω­φό­ρο που συν­δέ­ει τη Βη­ρυ­τό με τη Δα­μα­σκό. Μέσα σε ελά­χι­στες μέρες οι δυ­νά­μεις ει­σβο­λής σκό­τω­σαν 10.000 και εκτό­πι­σαν 100.000 Πα­λαι­στί­νιους και Λι­βα­νέ­ζους.

Το στρα­τό­πε­δο προ­σφύ­γων Ρα­σι­ντί­γιε ήταν το πρώτο που με­τα­τρά­πη­κε σε ερεί­πια. Οι δι­καιο­λο­γί­ες ήταν από τότε ίδιες με αυτές που ακού­γο­νται σή­με­ρα για τη Γάζα, μόνο ο «τρο­μο­κρα­τι­κός μπα­μπού­λας» ήταν δια­φο­ρε­τι­κός, με την PLO στη θέση της Χαμάς. Όταν ρω­τή­θη­κε από τα διε­θνή Μέσα γιατί πο­λιορ­κεί ένα νο­σο­κο­μείο, ο Στρα­τη­γός Άρνον Μόζερ δή­λω­σε «Για να το κλεί­σου­με. Όλοι οι για­τροί είναι PLO. Είναι προ­φα­νές ότι δεν είναι ένα καλό νο­σο­κο­μείο».

Στις 13 Ιούνη οι σιω­νι­στι­κές δυ­νά­μεις είχαν απο­κλεί­σει 15.000 (Πα­λαι­στί­νιους και Λι­βα­νέ­ζους) μα­χη­τές στη Βη­ρυ­τό, είχαν απο­κό­ψει τις συ­ρια­κές μο­νά­δες και είχαν ενω­θεί με τους Φα­λαγ­γί­τες.

Η πόλη υπέ­μει­νε τη μοίρα της Γάζας. Επί 75 μέρες βομ­βαρ­δι­ζό­ταν ενώ είχε απο­κλει­στεί από τρό­φι­μα, φάρ­μα­κα και ηλε­κτρι­σμό, με τον Ισ­ραη­λι­νό Στρα­τό να αξιο­ποιεί την πο­λιορ­κία και την δύ­να­μη πυρός από από­στα­ση, απο­φεύ­γο­ντας την άμεση εμπλο­κή με τους μα­χη­τές της Αντί­στα­σης.

Η έξο­δος από την Βη­ρυ­τό, η Σά­μπρα και η Σα­τί­λα

Υπό αυτήν την πίεση, η ηγε­σία της PLO απο­δέ­χθη­κε την πρό­τα­ση (ΗΠΑ-Σα­ου­δι­κής Αρα­βί­ας) για την έξοδό της από τη Βη­ρυ­τό. Μια πο­λυ­ε­θνι­κή δύ­να­μη θα δια­σφά­λι­ζε την ασφα­λή με­τα­φο­ρά των μα­χη­τών της PLO στο εξω­τε­ρι­κό, ο συ­ρια­κός στρα­τός θα απο­συ­ρό­ταν, ο ισ­ραη­λι­νός στρα­τός δεν θα έμπαι­νε στην λι­βα­νέ­ζι­κη πρω­τεύ­ου­σα και η πο­λυ­ε­θνι­κή δύ­να­μη θα εγ­γυό­ταν την ασφά­λεια των Πα­λαι­στι­νί­ων αμά­χων που θα έμε­ναν πίσω.

Η Έξο­δος της PLO ξε­κί­νη­σε στις 21 Αυ­γού­στου. Στις 23 Αυ­γού­στου έγι­ναν προ­ε­δρι­κές εκλο­γές. Μου­σουλ­μά­νοι αλλά και Μα­ρω­νί­τες βου­λευ­τές τις μποϊ­κό­τα­ραν, κα­ταγ­γέ­λο­ντας ότι γί­νο­νται υπό την κάνη Ισ­ραη­λι­νών όπλων, αλλά αυτές διε­ξή­χθη­σαν «κα­νο­νι­κά» και ανέ­δει­ξαν πρό­ε­δρο τον Μπα­σίρ Τζε­μα­γέλ, ηγέτη των χρι­στι­νια­κών δε­ξιών πο­λι­το­φυ­λα­κών.

Στις 14 Σε­πτέμ­βρη, με την Έξοδο της PLO να έχει πλέον ολο­κλη­ρω­θεί, ο Τζε­μα­γέλ δο­λο­φο­νή­θη­κε και ο Ισ­ραη­λι­νός Στρα­τός άρ­πα­ξε την ευ­και­ρία να μπει στη Βη­ρυ­τό. Οι «εγ­γυ­ή­σεις» προ­στα­σί­ας των αμά­χων εφό­σον απο­χω­ρή­σουν οι Πα­λαι­στί­νιοι μα­χη­τές πήγαν πε­ρί­πα­το, καθώς ακο­λού­θη­σε το πιο σκο­τει­νό επει­σό­διο του πο­λέ­μου. Οι ισ­ραη­λι­νές δυ­νά­μεις πε­ρι­κύ­κλω­σαν τα προ­σφυ­γι­κά στρα­τό­πε­δα (Σά­μπρα και Σα­τί­λα) και εξό­πλι­σαν τους Φα­λαγ­γί­τες οι οποί­οι μπή­καν μέσα σφά­ζο­ντας όποιον έβρι­σκαν μπρο­στά τους. Επί 3 μέρες, οι Φα­λαγ­γί­τες δο­λο­φο­νού­σαν ανυ­πε­ρά­σπι­στους αμά­χους, με τις ισ­ραη­λι­νές φω­το­βο­λί­δες να φω­τί­ζουν τον ου­ρα­νό για να διευ­κο­λύ­νουν τους ακρο­δε­ξιούς να συ­νε­χί­ζουν να σφα­γιά­ζουν και τις νύ­χτες. Οι νε­κροί υπο­λο­γί­ζο­νται σε 3.000 άντρες, γυ­ναί­κες και παι­διά.

Σή­με­ρα, το τραύ­μα της Σά­μπρα και της Σα­τί­λα απο­τε­λεί μέρος της ερ­μη­νεί­ας της επί­μο­νης άρ­νη­σης των Πα­λαι­στι­νια­κών ορ­γα­νώ­σε­ων της Γάζας να απο­δε­χθούν τον αφο­πλι­σμό ή την έξοδό τους. Αντί­στρο­φα, η Σά­μπρα και η Σα­τί­λα θα έπρε­πε να λει­τουρ­γούν ως υπεν­θύ­μι­ση σε όσους «κα­λο­θε­λη­τές» ή αφε­λείς πι­στεύ­ουν ότι αν η Χαμάς στα­μα­τή­σει να αντι­στέ­κε­ται, θα γλι­τώ­σει τον λαό της Γάζας από τη φρίκη που ζει, ή ότι μια «διε­θνής δύ­να­μη» μπο­ρεί να απο­τε­λέ­σει μέρος της λύσης…

Η διε­θνής δύ­να­μη που υπο­τί­θε­ται εγ­γυό­ταν την ασφά­λεια των αμά­χων (μετά την έξοδο της PLO) δεν εγ­γυ­ή­θη­κε τί­πο­τα, πέρα από την στα­θε­ρό­τη­τα της κυ­βέρ­νη­σης του Αμίν Τζε­μα­γέλ (αδελ­φού του δο­λο­φο­νη­μέ­νου), με 1.000 Αμε­ρι­κα­νούς πε­ζο­ναύ­τες να σπεύ­δουν στη Βη­ρυ­τό για να τον στη­ρί­ξουν μαζί με Γάλ­λους και Ιτα­λούς στρα­τιώ­τες ενά­ντια σε πο­λι­το­φυ­λα­κές Μου­σουλ­μά­νων και Δρού­ζων.

Υπό διε­θνή κα­τα­κραυ­γή αλλά και την εμ­φά­νι­ση ενός μα­ζι­κού κι­νή­μα­τος κατά του πο­λέ­μου στο Λί­βα­νο μέσα στο Ισ­ρα­ήλ, η σιω­νι­στι­κή κυ­βέρ­νη­ση διέ­τα­ξε μια έρευ­να, η οποία ξέ­πλυ­νε σε γε­νι­κές γραμ­μές την επι­χεί­ρη­ση, αλλά έκρι­νε τον (υπουρ­γό Άμυ­νας) Αριέλ Σαρόν ως «έμ­με­σα υπεύ­θυ­νο» για τη σφαγή και ζη­τού­σε την πα­ραί­τη­σή του. Εδώ αξί­ζει μια υπεν­θύ­μι­ση για την κοντή μνήμη και τα εκτο­νω­τι­κά ημί­με­τρα: Παρά την –τότε– κα­τα­κραυ­γή, τα εγκλή­μα­τα του Ισ­ρα­ήλ έμει­ναν ατι­μώ­ρη­τα διε­θνώς, ενώ ο –τότε– «απο­διο­πο­μπαί­ος τρά­γος» Σαρόν, θα κέρ­δι­ζε τις εκλο­γές το 2001 και θα γι­νό­ταν πρω­θυ­πουρ­γός του Ισ­ρα­ήλ ως το 2006, όταν και ένα μεί­ζον εγκε­φα­λι­κό επει­σό­διο τον οδή­γη­σε σε κω­μα­τώ­δη κα­τά­στα­ση μέχρι τον θά­να­τό του.

Η PLO, υπο­χρε­ω­μέ­νη να απο­συρ­θεί και από τον Λί­βα­νο και να βρε­θεί μα­κριά από τα κα­τε­χό­με­να εδάφη και τα σύ­νο­ρα του Ισ­ρα­ήλ, υπέ­στη μια βαριά ήττα. Ο «Μαύ­ρος Σε­πτέμ­βρης» στην Ιορ­δα­νία, η ει­ρη­νευ­τι­κή συμ­φω­νία του Αι­γύ­πτιου Σα­ντάτ με το σιω­νι­στι­κό κρά­τος, ο εμ­φύ­λιος στο Λί­βα­νο και η πα­ρέμ­βα­ση της Συ­ρί­ας σε αυτόν απο­τέ­λε­σαν μια αλυ­σί­δα γε­γο­νό­των που έδει­ξε ότι μια ανε­ξάρ­τη­τη, ρι­ζο­σπα­στι­κή Πα­λαι­στι­νια­κή Αντί­στα­ση δεν είναι «ευ­πρόσ­δε­κτη» στα υπαρ­κτά αρα­βι­κά κράτη. Αυτή η δια­πί­στω­ση και το πι­σω­γύ­ρι­σμα της εξο­ρί­ας ώθησε την ηγε­σία της ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο στο δρόμο των υπο­χω­ρή­σε­ων που οδή­γη­σε τε­λι­κά στο συμ­βι­βα­σμό, την πα­γί­δα και το αδιέ­ξο­δο των Συμ­φω­νιών του Όσλο.

Η Κα­το­χή γεννά Αντί­στα­ση

Με τον διωγ­μό της PLO και την εγκα­θί­δρυ­ση της κυ­βέρ­νη­σης Τζε­μα­γέλ, το Ισ­ρα­ήλ είχε πε­τύ­χει όλους τους πο­λε­μι­κούς του στό­χους. Αλλά η συ­νέ­χεια απο­δεί­χθη­κε πιο σύν­θε­τη.

Η αντί­στα­ση μέσα στη Βη­ρυ­τό ξε­κί­νη­σε άμεσα, από το Λι­βα­νι­κό Εθνι­κό Μέ­τω­πο Αντί­στα­σης (LNRF) μια ανα­συ­γκρό­τη­ση των αρι­στε­ρών και προ­ο­δευ­τι­κών πα­ρα­τά­ξε­ων μετά την έξοδο της PLO και την απο­διορ­γά­νω­ση του NLM, η οποία έθετε ως στόχο την εκ­δί­ω­ξη του Ισ­ρα­ήλ από την Βη­ρυ­τό και τον Λί­βα­νο. Οι IDF, που είχαν απο­φύ­γει τις μάχες μέσα στην πόλη και κατά τη διάρ­κεια της πο­λιορ­κί­ας της PLO, αντι­μέ­τω­πες με ένο­πλα χτυ­πή­μα­τα της αντί­στα­σης, υπο­χρε­ώ­θη­καν να φύ­γουν από την πρω­τεύ­ου­σα του Λι­βά­νου μέσα σε λίγες εβδο­μά­δες.

Ο Ισ­ραη­λι­νός Στρα­τός μπο­ρεί να αξιο­ποιεί τη συ­ντρι­πτι­κή δύ­να­μη πυρός για να χτυπά από μα­κριά και να προ­ε­λαύ­νει σε ανοι­χτό (ή ισο­πε­δω­μέ­νο) έδα­φος, αλλά ο απο­τε­λε­σμα­τι­κός έλεγ­χος μιας κα­τοι­κη­μέ­νης πε­ριο­χής όπου ο πλη­θυ­σμός στη­ρί­ζει τις αντι­στα­σια­κές ορ­γα­νώ­σεις απο­δει­κνύ­ε­ται πολύ πιο δύ­σκο­λο κα­θή­κον. Αυτό το μά­θη­μα οδή­γη­σε τον Αριέλ Σαρόν στην «απε­μπλο­κή» από τη Γάζα το 2005, προ­κρί­νο­ντας τον έλεγ­χό της από έξω. Αυτό το μά­θη­μα επι­βε­βαιώ­θη­κε στους πρώ­τους 16 μήνες του  τε­λευ­ταί­ου Πο­λέ­μου της Γάζας και σπρώ­χνει σή­με­ρα τον Νε­τα­νιά­χου να συν­δυά­ζει τον στόχο ανα­κα­τά­λη­ψης της Γάζας με τον στόχο του διωγ­μού του Πα­λαι­στι­νια­κού πλη­θυ­σμού…

Η ήττα στο Λί­βα­νο απο­τέ­λε­σε ένα «τέλος δια­δρο­μής» για τη στρα­τη­γι­κή της PLO, αλλά δεν έβαλε τέλος στην Πα­λαι­στι­νια­κή Αντί­στα­ση, που επί­μο­να επί δε­κα­ε­τί­ες ξε­περ­νά ήττες και πι­σω­γυ­ρί­σμα­τα για να κάνει νέες από­πει­ρες. Πέντε χρό­νια μετά την Έξοδο από τη Βη­ρυ­τό, θα ξε­σπού­σε η Πρώτη Ιντι­φά­ντα στη Γάζα και τη Δυ­τι­κή Όχθη. Οι Πα­λαι­στι­νια­κές μάζες που ζού­σαν υπό κα­το­χή, επι­χεί­ρη­σαν «να πά­ρουν την υπό­θε­ση στα χέρια τους» και πρό­σφε­ραν ένα συ­γκλο­νι­στι­κό υπό­δειγ­μα μα­ζι­κής από τα κάτω δρά­σης που συ­ντά­ρα­ξε την Κα­το­χή επί χρό­νια, με­τα­τρέ­πο­ντας το νεαρό δια­δη­λω­τή με τη σφε­ντό­να σε νέο «πρό­σω­πο» της Πα­λαι­στι­νια­κής Αντί­στα­σης.

Αλλά και στον ίδιο τον Λί­βα­νο, η επι­τυ­χία της Σιω­νι­στι­κής εκ­στρα­τεί­ας είχε ανε­πι­θύ­μη­τες για το Ισ­ρα­ήλ πα­ρε­νέρ­γειες.

Όταν το Μάη του 1983 ο Αμίν Τζε­μα­γέλ συμ­φώ­νη­σε σε τερ­μα­τι­σμό του πο­λέ­μου με το Ισ­ρα­ήλ, κλή­θη­κε στη… Δα­μα­σκό για εξη­γή­σεις και ανα­τρο­πή της από­φα­σής του. Με μια αδύ­να­μη κε­ντρι­κή κυ­βέρ­νη­ση, τα αρ­χι­κά αντι­μα­χό­με­να στρα­τό­πε­δα κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­να και τις διά­φο­ρες πο­λι­το­φυ­λα­κές αδύ­να­μες, η Συρία -ενά­ντια στην οποία πο­λέ­μη­σε το Ισ­ρα­ήλ μετά το 1982- κα­τέ­λη­ξε να έχει πολύ με­γα­λύ­τε­ρη επιρ­ροή στον Λί­βα­νο από ό,τι προ­πο­λε­μι­κά.

Το 1985, ο Ισ­ραη­λι­νός Στρα­τός άρ­χι­σε να πα­ρα­δί­δει πό­λεις και πε­ριο­χές στον κυ­βερ­νη­τι­κό στρα­τό του Λι­βά­νου, ανα­δι­πλω­νό­με­νος προς τα νότια. Ο νό­τιος Λί­βα­νος πα­ρέ­μει­νε υπό κα­το­χή, με τους Λι­βα­νέ­ζους «πλη­ρε­ξου­σί­ους» των σιω­νι­στών (Στρα­τός του Νο­τί­ου Λι­βά­νου), να λει­τουρ­γούν ως «πο­λι­τι­κή διοί­κη­ση» για λο­γα­ρια­σμό της Κα­το­χής.

Το LNRF είχε ορ­γα­νώ­σει αρ­κε­τές πρά­ξεις αντί­στα­σης, ει­δι­κά στη Βη­ρυ­τό το 1982, αλλά επι­σκιά­στη­κε σύ­ντο­μα από μια νέα δύ­να­μη που ανέ­λα­βε την αντί­στα­ση στην Ισ­ραη­λι­νή Κα­το­χή στο νότιο Λί­βα­νο. Το Ισ­ρα­ήλ, απο­δυ­να­μώ­νο­ντας τους άλ­λους αντι­πά­λους του (PLO, Λι­βα­νέ­ζι­κη Αρι­στε­ρά), είχε «δη­μιουρ­γή­σει» έναν και­νούρ­γιο: Τη Χεζ­μπο­λά.

Η άνο­δος της Χεζ­μπο­λά

Η μου­σουλ­μα­νι­κή κοι­νό­τη­τα των Σι­ϊ­τών, απο­τε­λού­σε τη με­γα­λύ­τε­ρη θρη­σκευ­τι­κή ομάδα, αλλά και την πλέον ανί­σχυ­ρη οι­κο­νο­μι­κά και πο­λι­τι­κά. Καθώς ζού­σαν κυ­ρί­ως στο νότιο Λί­βα­νο, τα μέλη της υπήρ­ξαν τα κύρια θύ­μα­τα της Σιω­νι­στι­κής Εκ­στρα­τεί­ας μετά τους Πα­λαι­στί­νιους. Το 80% των Σι­ϊ­τι­κών χω­ριών υπέ­στη­σαν κα­τα­στρο­φές από την Ισ­ραη­λι­νή ει­σβο­λή, ενώ είχαν και τις πε­ρισ­σό­τε­ρες απώ­λειες (19.000) με­τα­ξύ των Λι­βα­νέ­ζων. Μέσα από τα ερεί­πια του νό­τιου Λι­βά­νου, ανα­δύ­θη­κε μια νέα αντι­σιω­νι­στι­κή αντί­στα­ση στις γραμ­μές τους.

Με την ήττα του 1975-77, την απο­δυ­νά­μω­ση της λι­βα­νέ­ζι­κης Αρι­στε­ράς και την ενί­σχυ­ση του θρη­σκευ­τι­κού σε­χτα­ρι­σμού ως πα­ρά­γο­ντα του εμ­φυ­λί­ου τη δε­κα­ε­τία του 1980, η ισλα­μι­κή ταυ­τό­τη­τα άρ­χι­σε να γί­νε­ται η νέα «ση­μαία» των φτω­χών σι­ϊ­τών μου­σουλ­μά­νων. Η Ιρα­νι­κή Επα­νά­στα­ση του 1979 ενί­σχυε αυτήν την εξέ­λι­ξη, ενώ η Ισλα­μι­κή Δη­μο­κρα­τία του Ιράν στή­ρι­ξε πο­λι­τι­κά και υλικά τις ισλα­μι­κές πο­λι­το­φυ­λα­κές και την ενο­ποί­η­σή τους στο «Κόμμα του Θεού», τη Χεζ­μπο­λά.

Η Χεζ­μπο­λά είχε με­γα­λύ­τε­ρη υλική στή­ρι­ξη (από το Ιράν, αλλά και από τη Συρία) από το αρι­στε­ρό LNRF. Δα­νει­ζό­ταν τις τα­ξι­κές ανα­φο­ρές της Αρι­στε­ράς, δί­νο­ντάς τους θρη­σκευ­τι­κή διά­στα­ση, ταυ­τί­ζο­ντας τους Σι­ΐ­τες με την ερ­γα­τι­κή τάξη και τους Χρι­στια­νούς με την κα­πι­τα­λι­στι­κή. Μαζί με τον πο­λι­τι­κό αντα­γω­νι­σμό, δε δί­στα­ζε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει και ένο­πλη βία κατά στε­λε­χών της Αρι­στε­ράς, για να εξα­σφα­λί­σει το μο­νο­πώ­λιο της αντί­στα­σης. Εμ­βλη­μα­τι­κή αυτής της δια­δι­κα­σί­ας ήταν η εκτέ­λε­ση του Χασάν Χα­μντάν. Γνω­στός με το ψευ­δώ­νυ­μο Μέ­χντι Αμέλ και θε­ω­ρού­με­νος ως ένας από τους πιο εξέ­χο­ντες θε­ω­ρη­τι­κούς της λι­βα­νέ­ζι­κης κομ­μου­νι­στι­κής Αρι­στε­ράς, είχε απο­κτή­σει το πα­ρα­τσού­κλι «Άρα­βας Γκράμ­σι» για το μαρ­ξι­στι­κό του έργο πάνω στις ιδιαί­τε­ρες συν­θή­κες του αρα­βι­κού κό­σμου. Λίγο πριν εκτε­λε­στεί στο δρόμο το 1987, το έντυ­πο της Χεζ­μπο­λά είχε προει­δο­ποι­ή­σει ότι «ήρθε η σειρά του».

Η Χεζ­μπο­λά έγινε η κυ­ρί­αρ­χη πο­λι­τι­κή δύ­να­μη με­τα­ξύ των Σι­ϊ­τών του Λι­βά­νου και από το 1985 και μετά ανέ­λα­βε ση­μα­ντι­κή κι επί­μο­νη αντι­στα­σια­κή δράση κατά της Σιω­νι­στι­κής Κα­το­χής στο νότιο Λί­βα­νο.

Οι συμ­φω­νί­ες της Ταΐφ

Αυτές οι νέες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες απο­τυ­πώ­θη­καν στις συμ­φω­νί­ες της Ταΐφ, που έβα­λαν τέλος στον Εμ­φύ­λιο Πό­λε­μο το 1989.

Μια συ­νεν­νό­η­ση με­τα­ξύ Συ­ρί­ας και Σα­ου­δι­κής Αρα­βί­ας, υπό την επο­πτεία των ΗΠΑ, δια­μόρ­φω­σε μια νέα τα­κτο­ποί­η­ση του πάντα διαι­ρε­μέ­νου Λι­βά­νου. Οι εξου­σί­ες του (Χρι­στια­νού) Προ­έ­δρου μειώ­θη­καν σχε­τι­κά, ενώ η ανα­λο­γία βου­λευ­τι­κών εδρών άλ­λα­ξε σε «1 προς 1» (Χρι­στια­νών/Μου­σουλ­μά­νων). Τρο­πο­ποι­η­μέ­νο, με αυτές τις ελα­φρές πα­ρα­χω­ρή­σεις προς τα μου­σουλ­μα­νι­κά κόμ­μα­τα, το πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα της θρη­σκευ­τι­κής/σε­χτα­ρι­στι­κής διαί­ρε­σης πα­ρέ­μει­νε στη θέση του. Η Σα­ου­δι­κή Αρα­βία απο­κτού­σε ακόμα πιο ενερ­γό ρόλο στη χώρα, προ­ω­θώ­ντας «σου­νι­τι­κά» κόμ­μα­τα ως αντί­βα­ρο στα «σι­ϊ­τι­κά» που στη­ρί­ζο­νταν από το Ιράν, βα­θαί­νο­ντας ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο τον θρη­σκευ­τι­κό δι­χα­σμό ως πο­λι­τι­κό πα­ρά­γο­ντα, προ­σθέ­το­ντας και αυτήν την «εν­δο­μου­σουλ­μα­νι­κή» διαί­ρε­ση. Όταν ο στρα­τη­γός Μισέλ Αούν, ένας επί­δο­ξος «βο­να­πάρ­της», κα­τήγ­γει­λε τις συμ­φω­νί­ες της Ταΐφ και κή­ρυ­ξε «εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό πό­λε­μο» κατά του συ­ρια­κού στρα­τού, ο Χαφέζ Αλ Άσαντ συ­νέ­τρι­ψε τις δυ­νά­μεις του το φθι­νό­πω­ρο του 1990. Εξαρ­γύ­ρω­σε την υπο­στή­ρι­ξή του στις ΗΠΑ κατά τον Πρώτο Πό­λε­μο του Κόλ­που με το αμε­ρι­κα­νι­κό «πρά­σι­νο φως» και εξα­σφά­λι­σε την κυ­ριαρ­χία της Συ­ρί­ας στο Λί­βα­νο μέσω της μό­νι­μης πα­ρου­σί­ας του στρα­τού της σε αυτόν.

Οι συμ­φω­νί­ες της Ταΐφ προ­έ­βλε­παν τον αφο­πλι­σμό όλων των πο­λι­το­φυ­λα­κών, με διά­φο­ρους πο­λέ­μαρ­χους της δε­κα­ε­τί­ας του 1980 να με­τε­ξε­λίσ­σο­νται σε «κα­θω­σπρέ­πει» ηγέ­τες πο­λι­τι­κών κομ­μά­των. Από τον αφο­πλι­σμό εξαι­ρού­νταν η Χεζ­μπο­λά, που διε­ξή­γα­γε εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώνα και νο­μι­μο­ποιού­ταν από αυτόν να δια­τη­ρή­σει το οπλο­στά­σιό της και την σχε­τι­κή αυ­το­νο­μία της από το κρά­τος. Η Χεζ­μπο­λά αξιο­ποί­η­σε τις δυ­να­τό­τη­τες αυ­τό­νο­μης δρά­σης για να διε­ξά­γει έναν πα­ρα­τε­τα­μέ­νο ανταρ­το­πό­λε­μο κατά της Σιω­νι­στι­κής Κα­το­χής του νό­τιου Λι­βά­νου, που υπο­χρέ­ω­σε τε­λι­κά το Ισ­ρα­ήλ να απο­χω­ρή­σει από τη χώρα το 2000, ενώ ο δο­σι­λο­γι­κός μη­χα­νι­σμός κα­τέρ­ρευ­σε.

Ο σύγ­χρο­νος Λί­βα­νος

Το 2005 έλαβε τέλος μια πτυχή της Ταΐφ, με τον συ­ρια­κό στρα­τό να απο­σύ­ρε­ται από το Λί­βα­νο υπό το βάρος μα­ζι­κών δια­δη­λώ­σε­ων και την πίεση ΗΠΑ-Σα­ου­δι­κής Αρα­βί­ας. Εν τω με­τα­ξύ, η νίκη της Χεζ­μπο­λά επί του Ισ­ρα­ήλ το 2000 έκανε τους αντα­γω­νι­στές της να ανα­κι­νή­σουν το ζή­τη­μα του αφο­πλι­σμού της, επι­κα­λού­με­νοι το τέλος του λόγου ύπαρ­ξης του αυ­τό­νο­μου οπλο­στα­σί­ου της. Μια πρώτη από­πει­ρα να πε­ριο­ρι­στεί η αυ­τό­νο­μη λει­τουρ­γία της Χεζ­μπο­λά προ­κά­λε­σε έναν μί­νι-εμ­φύ­λιο που πε­ριο­ρί­στη­κε με τις συμ­φω­νί­ες της Ντόχα (2008). Η Χεζ­μπο­λά βρι­σκό­ταν στο από­γειο της πο­λι­τι­κής ισχύ­ος της (έχο­ντας απο­κρού­σει την Ισ­ραη­λι­νή ει­σβο­λή του 2006 στον «πό­λε­μο των 33 ημε­ρών») ενώ είχε κάνει ένο­πλη επί­δει­ξη δύ­να­μης κατά την κρίση του 2008 και αυτό απο­τυ­πώ­θη­κε στις τότε συμ­φω­νί­ες, που ενί­σχυ­σαν το ρόλο της μέσα και έξω από το λι­βα­νέ­ζι­κο κρά­τος.

Σή­με­ρα ο συ­σχε­τι­σμός έχει αλ­λά­ξει, τόσο με τη στρα­τιω­τι­κή απο­δυ­νά­μω­ση της Χεζ­μπο­λά μετά τον πρό­σφα­το πό­λε­μο με το Ισ­ρα­ήλ, όσο και με την -σχε­τι­κή- μεί­ω­ση της πο­λι­τι­κής της επιρ­ρο­ής, από­το­κο των επι­λο­γών που έκανε τα προη­γού­με­να 15 χρό­νια (έντα­ξη στο πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα και τις κυ­βερ­νή­σεις εθνι­κής εθνό­τη­τας, συ­νευ­θύ­νη για τις νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες πο­λι­τι­κές, πα­ρέμ­βα­ση στον συ­ρια­κό εμ­φύ­λιο) που έκα­ψαν ένα μέρος του πο­λι­τι­κού κε­φα­λαί­ου που είχε κερ­δί­σει με την αντι­σιω­νι­στι­κή νίκη του 2006. Οι ΗΠΑ και οι εγ­χώ­ριοι αντί­πα­λοι της λι­βα­νέ­ζι­κης ορ­γά­νω­σης ερ­γά­ζο­νται συ­στη­μα­τι­κά για μια ανα­τρο­πή των προη­γού­με­νων ισορ­ρο­πιών (πα­ρα­γκω­νι­σμός της Χεζ­μπο­λά από την κυ­βέρ­νη­ση, ανα­κί­νη­ση του ζη­τή­μα­τος αφο­πλι­σμού της). Το αν αυτή θα επι­βλη­θεί -και μά­λι­στα ει­ρη­νι­κά- πα­ρα­μέ­νει ανοι­χτό ερώ­τη­μα…

https://rproject.gr/article/50-hronia-apo-ton-emfylio-sto-livano

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος

Σχόλια (0)

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.