Ο Βύρων Λεοντάρης (αδελφός του κριτικού λογοτεχνίας, με το ψευδώνυμο Μανώλης Λαμπρίδης) υπήρξε σπουδαία ποιητική προσωπικότητα της μεταπολεμικής γενιάς, αλλά και δοκιμιογράφος, κυρίως γύρω από θέματα που σχετίζονται με τη θεωρία της ποίησης και ευρύτερα του πολιτισμού. Γεννήθηκε στις 29 Σεπτέμβρη 1922 (πριν 100 χρόνια) και πέθανε στις 7 Αυγούστου 2014.
Δημήτρης Κατσορίδας
Ο Βύρων Λεοντάρης με την ποίησή του, προσπαθεί να μιλήσει για τη διάψευση, για τα τραύματα, τη διαδρομή, τις βασανιστικές αγωνίες, το ανικανοποίητο, τις εσωτερικές συγκρούσεις, και να αγγίξει οριακές καταστάσεις, να θέσει υπαρξιακά ζητήματα, να συνομιλήσει με τον χρόνο και τον θάνατο, να εκφράσει τις τύψεις, και μέσω της γραφής να λυτρωθεί. Μεταφέρει τη θλίψη και την απαισιοδοξία, την τραγωδία και την ήττα των ανθρώπων, αλλά και τις ελπίδες, τα συναισθήματα, την κραυγή αγωνίας και διαμαρτυρίας τους, την λυτρωτική προσπάθεια. Μια λύτρωση, όχι με την έννοια τη θρησκευτική, την ετερόνομη, την υποταγμένη στο νόμο του Θεού ή την κοσμική λύτρωση, την υποταγμένη στα κομματικά δόγματα, αλλά με την έννοια του προτάγματος της αυτονομίας του ανθρώπου από αλλότριες εξουσίες, όπου οι άνθρωποι θα έχουν την ευθύνη για τη ζωή τους και δεν θα την εναποθέτουν σε σωτήρες.
Με την τραυματική εμπειρία της Κατοχής και ειδικά του Εμφυλίου, την ήττα του ΕΑΜικού κινήματος και την επικράτηση των πέτρινων χρόνων με τις τερατωδίες των νικητών, αλλά και με τη σκληρή καθημερινότητα των ανθρώπων, η ποιητική του γραφή αποτέλεσε για τον ίδιο μια ανάγκη ατομικού χρέους τόσο με το κοινωνικό της περιεχόμενο όσο και με την προσωπική, σπαραχτικά υπαρξιακή, έκφραση των συναισθημάτων. Όλα αυτά και άλλα, επέδρασσαν επάνω του, ώστε να γίνει ο εισηγητής της λεγόμενης Ποίησης της Ήττας, ένας όρος ο οποίος καθιερώθηκε το 1963, για τη δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά. Μια ποίηση που εκφράζει την απογοήτευση, τη διάψευση των ελπίδων, την ματαίωση, τον εγκλωβισμό, την μοναξιά.
Προκειμένου να εκφράσει ποιητικά το εν λόγω κλίμα, ο Βύρων Λεοντάρης«καταδύεται στο διαχρονικό πλούτο της γλώσσας, ανακαλεί τα βιώματά του από το ποιητικό παρελθόν και τα εκκλησιαστικά βιβλία, για να συγκροτήσει, να ‘‘κατασκευάσει’’ το ποιητικό εκφραστικό του όργανο» (Μ. Λαμπρίδης, 2001). Είχε επιρροές και δάνεια, αποσπάσματα λέξεων και φράσεων, από τον Καρυωτάκη, τον Καβάφη, τη δημοτική μουσική παράδοση, τη βίβλο, τα ομηρικά έπη, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιούσε γλωσσικούς ιδιωματισμούς με αναφορές στην καθαρεύουσα ή σε αρχαϊκό ύφος, γράφοντας σε ελεύθερο στίχο, αλλά και με ομοιοκαταληξία, τα οποία ενίοτε διέπλεκε.
Ο Λεοντάρης δεν γράφει απλά ποίηση, αλλά «πάσχει από ποίηση», όπως επισημαίνει ο Β. Αλεξίου, για να τονίσει ότι «η ποίηση δεν είναι προνόμιο, αρετή, διάκριση, ‘‘δόξα και ευλογία και χάρις’’, αλλά πάθος, συμφορά, μαρτύριο και μαρτυρία μαζί, που φανερώνει, όπως θα πει ο Αντόρνο: την κρυφή ουσία της εμπειρικής πραγματικότητας μαζί με τον τρόμο που της αξίζει, αυτόν που προκαλεί η ίδια η ουσία, η οποία αποκαλύπτει την απαίσια όψη της, γενόμενη έτσι μη συνειδητή ιστοριογραφία, όταν θυμίζει το ηττημένο, το απωθημένο, ίσως το εφικτό»(Β. Αλεξίου, 2022).
Σε μια εποχή αντιποιητική και μικρόψυχη που ζούμε, καθημαγμένοι από την κοινωνική σήψη, την απελπισία και την παρακμή, η οποία σημαδεύει όχι μόνο τον ελληνικό χώρο, αλλά ολόκληρη την ανθρωπότητα, ο ποιητικός λόγος του Βύρωνα Λεοντάρη, μας ωθεί σε νέες απόπειρες ποιητικής έκφρασης, αλλά και στην λυτρωτική εκπλήρωση του ανεκπλήρωτου προτάγματος της κοινωνικής ανατροπής, έχοντας γνώση για το αβέβαιο του εγχειρήματος αυτού. Γιατί, σε μια εποχή παρατεταμένης παρακμής, εμείς θα εξακολουθούμε να κάνουμε ποίηση, την ποίηση της παρακμής ή, αλλιώς, την «ποίηση της καπιταλιστικής έρημης χώρας».
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Αλεξίου Β., «Για τον κριτικό λόγο του Βύρωνα Λεοντάρη», περιοδικό Σημειώσεις, Δεκέμβριος 2022, τεύχος 88, σελ. 20-21.
Λαμπρίδης Μ. [Λεοντάρης], «Σημειώσεις στα περιθώρια. Θέματα ποιητικής», περιοδικό Μανδραγόρας, Μάρτιος-Ιούλιος 2001, τεύχος 25, σελ. 93.
rproject.gr