Ο Στέλιος και ο Καζαντζίδης στο «Υπάρχω»

Ο Στέλιος και ο Καζαντζίδης στο «Υπάρχω»

  • |

Έχουμε πάντα την τάση να ψυχογραφούμε ένα πρόσωπο ή μια προσωπικότητα, και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό.

Ωστό­σο, χρειά­ζε­ται προ­σο­χή όταν επι­χει­ρού­με να κρί­νου­με με τα δε­δο­μέ­να με­τα­γε­νέ­στε­ρων επο­χών. Για πα­ρά­δειγ­μα, δεν μπο­ρού­με να αξιο­λο­γού­με τον Κα­ραϊ­σκά­κη, τον Κο­λο­κο­τρώ­νη και άλ­λους ηγέ­τες της ελ­λη­νι­κής Επα­νά­στα­σης με βάση τα κρι­τή­ρια της επο­χής μας. Διότι, αν το κά­νου­με αυτό, τότε όχι μόνο δεν θα θέ­λα­με να τους κά­νου­με παρέα, αλλά ούτε γεί­το­νες δεν θα θέ­λα­με να τους έχου­με. Αυτό ση­μαί­νει πως όλες τους οι πρά­ξεις δι­καιο­λο­γού­νται; Όχι βέ­βαια! Απλώς προ­σπα­θού­με να τις ερ­μη­νεύ­σου­με. Και όσες από αυτές χρειά­ζε­ται να στιγ­μα­τι­στούν και να κα­τα­δι­κα­στούν, τις κα­τα­δι­κά­ζου­με, ώστε να μην διαιω­νί­ζο­νται οι πρα­κτι­κές και τα πάθη, ακόμη κι αν αυτό συ­νε­πά­γε­ται την απόρ­ρι­ψη συ­νο­λι­κά του προ­σώ­που που εξε­τά­ζου­με. Όμως, για να φτά­σου­με σε μια τεκ­μη­ριω­μέ­νη κρίση, χρειά­ζε­ται να λά­βου­με υπόψη τι έλε­γαν οι σύγ­χρο­νοί τους, να με­λε­τή­σου­με τα ντο­κου­μέ­ντα της επο­χής, τις πρά­ξεις τους, αν οι αξίες που υπο­στή­ρι­ζαν ήταν σύμ­φω­νες με τα έργα τους, κ.λπ. Με βάση αυτά, εξε­τά­ζου­με την προ­σφο­ρά στον τομέα που δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­καν. Για πα­ρά­δειγ­μα, συ­νέ­βα­λαν στην πρό­ο­δο στην τέχνη ή στην πο­λι­τι­κή ή στην επι­στή­μη, κ.λπ. ή αντί­θε­τα συ­νέ­βα­λαν στην οπι­σθο­δρό­μη­ση, γυ­ρί­ζο­ντας πίσω τον τροχό της ιστο­ρί­ας;

Κάπως έτσι χρειά­ζε­ται να κρί­νου­με τον Κα­ζαν­τζί­δη με αφορ­μή την ται­νία «Υπάρ­χω», η οποία, κατά πως φαί­νε­ται, στη­ρί­χτη­κε, με­τα­ξύ πολ­λών άλλων, στο ομώ­νυ­μο βι­βλίο, που είναι η αυ­το­βιο­γρα­φία του, με τίτλο: Υπάρ­χω. Ο Στέ­λιος Κα­ζαν­τζί­δης μι­λά­ει στον Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κό (εκ­δό­σεις Νέα Σύ­νο­ρα – Α.Α. Λι­βά­νη, Αθήνα 2000).

Το έργο, κατά τη γνώμη μου, είναι μια καλή και ευ­πρε­πής ται­νία με στοι­χεία μυ­θο­πλα­σί­ας, όπως διευ­κρι­νί­ζε­ται. Εστιά­ζει κυ­ρί­ως στα νε­α­νι­κά χρό­νια του Κα­ζαν­τζί­δη, την πε­ρί­ο­δο που δη­μιουρ­γή­θη­κε ο μύθος του, πε­ρι­στρε­φό­με­νη γύρω από κά­ποιους ση­μα­ντι­κούς σταθ­μούς της πο­ρεί­ας του. Είναι μια σφι­χτή ται­νία, που κι­νεί­ται με γραμ­μι­κό τρόπο, επι­κε­ντρω­μέ­νη στα βιώ­μα­τά του (είτε προ­σω­πι­κά είτε καλ­λι­τε­χνι­κά), ενός αν­θρώ­που που πά­λε­ψε με τον εαυτό του και τους δαί­μο­νές του, όπως πα­ρα­τη­ρεί ο Δ. Πα­να­γό­που­λος.(1) Γι’ αυτό μέσα του υπάρ­χει μια διαρ­κής μάχη με­τα­ξύ του Κα­ζαν­τζί­δη και του Στέ­λιου, όπως λέει ο ίδιος στην ται­νία. Έχει ελ­λεί­ψεις η ται­νία; Οπωσ­δή­πο­τε! Πως αλ­λιώς θα μπο­ρού­σε να γίνει, όταν μέσα σε δύο ώρες επι­χει­ρεί­ται να πε­ρι­λη­φθεί μια πο­λυ­κύ­μα­ντη προ­σω­πι­κό­τη­τα; Η ται­νία είναι γε­μά­τη με τις μου­σι­κές επι­τυ­χί­ες του Κα­ζαν­τζί­δη, τις οποί­ες ο  Χρή­στος Μά­στο­ρας απο­δί­δει με με­γά­λη επι­τυ­χία. Οι ηθο­ποιοί που εν­σαρ­κώ­νουν τα αλη­θι­νά πρό­σω­πα της ζωής του, απο­δί­δουν με εξαι­ρε­τι­κό τρόπο τους ρό­λους τους. Ση­μα­ντι­κή είναι επί­σης η πα­ρου­σία του ηθο­ποιού, που, ερ­μη­νεύ­ο­ντας τον δη­μο­σιο­γρά­φο που παίρ­νει συ­νέ­ντευ­ξη, εν­σαρ­κώ­νει τον Γιώρ­γο Λιάνη. Πρό­κει­ται για μια τίμια ται­νία, με σε­βα­σμό τόσο προς τον Κα­ζαν­τζί­δη όσο και προς τις δύο γυ­ναί­κες-καλ­λι­τέ­χνι­δες που έπαι­ξαν ση­μα­ντι­κό ρόλο στη ζωή του: την Καίτη Γκρέϋ και τη Μα­ρι­νέλ­λα. Στην ται­νία, μά­λι­στα, δια­φαί­νε­ται ότι δεν επι­χει­ρεί­ται να δι­καιο­λο­γη­θούν οι συ­μπε­ρι­φο­ρές του Κα­ζαν­τζί­δη απέ­να­ντί ​​τους.

Η ται­νία απο­φεύ­γει τόσο την αγιο­ποί­η­ση όσο και τη δαι­μο­νο­ποί­η­ση του Κα­ζαν­τζί­δη, και πα­ρου­σιά­ζει μια ισορ­ρο­πη­μέ­νη ει­κό­να της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του. Δεν δι­στά­ζει να ανα­δεί­ξει και τις αρ­νη­τι­κές πτυ­χές του χα­ρα­κτή­ρα του. Στα αρ­νη­τι­κά στοι­χεία, θα μπο­ρού­σαν να κα­τα­γρα­φούν ότι ήταν δύ­στρο­πος και νάρ­κισ­σος, ένας άντρας πα­λιάς κοπής με αυ­στη­ρούς κώ­δι­κες συ­μπε­ρι­φο­ράς, καθώς και η τάση του να εμ­φα­νί­ζε­ται μο­νί­μως ως θύμα. Έβλε­πε πα­ντού εχθρούς, πολ­λές φορές μέχρι ση­μεί­ου εμ­μο­νής, και φαι­νό­ταν να μην ευ­χα­ρι­στιέ­ται με τί­πο­τα. Ήταν πι­κρό­χο­λος και σπά­νια έλεγε καλά λόγια για άλ­λους καλ­λι­τέ­χνες. Επί­σης, για μια πε­ρί­ο­δο επτά χρό­νων ήταν εξαρ­τη­μέ­νος με το κα­ζί­νο και ανά δια­στή­μα­τα είχε σχέση με ου­σί­ες.(2)

Υπάρ­χει, όμως, και η άλλη πλευ­ρά, η οποία τε­λι­κά αυτή έμει­νε. Ήταν ο γνή­σιος μου­σι­κός ερ­μη­νευ­τής μιας γε­νιάς ητ­τη­μέ­νης, που με τη φωνή και τα τρα­γού­δια του έκ­φρα­σε τους καη­μούς μιας ση­μα­ντι­κής με­ρί­δας της κοι­νω­νί­ας, στην οποία κυ­ριαρ­χού­σαν η φτώ­χεια, η βιο­πά­λη, η ερ­γα­σια­κή ανα­σφά­λεια, η ανερ­γία, η ερ­γο­δο­τι­κή τρο­μο­κρα­τία, ο πόνος της ξε­νι­τιάς, η απα­ξιω­μέ­νη θέση της γυ­ναί­κας, το κυ­νή­γι του αστυ­νο­μι­κού, οι εξο­ρί­ες των αρι­στε­ρών, τα Πι­στο­ποι­η­τι­κά Κοι­νω­νι­κών Φρο­νη­μά­των. Μια γενιά που  ανα­ζη­τού­σε στα τρα­γού­δια του πα­ρη­γο­ριά, και τη βρήκε. Το μα­κρό­συρ­το «ααααα», στα τρα­γού­δια του, αλλά και τα ίδια τα τρα­γού­δια του, αυτό ακρι­βώς εκ­φρά­ζουν: τον πόνο (ερω­τι­κό, κοι­νω­νι­κό, πο­λι­τι­κό), το πλή­γω­μα, τον θυμό, την απώ­λεια, την ανα­ζή­τη­ση της θε­ρα­πεί­ας. Σά­μπως, κάτι αντί­στοι­χο δεν γί­νε­ται στα μοι­ρο­λό­για; Όπως γρά­φει ο Κ. Κα­τσά­πης, μι­λώ­ντας για το βι­βλίο του Λ. Οι­κο­νό­μου, με τίτλο, Στέ­λιος Κα­ζαν­τζί­δης. Τραύ­μα και συμ­βο­λι­κή θε­ρα­πεία στο λαϊκό τρα­γού­δι, ο Κα­ζαν­τζί­δης λει­τουρ­γεί ως ένας ιδιό­τυ­πος θε­ρα­πευ­τής που αφου­γκρά­ζε­ται και με τη συ­γκλο­νι­στι­κή φωνή του «για­τρεύ­ει» τα τραύ­μα­τα, συλ­λο­γι­κά και κοι­νω­νι­κά, των αν­θρώ­πων της γε­νιάς του. Και αυτό μπο­ρεί να συμ­βαί­νει, διότι ο Κα­ζαν­τζί­δης είναι και ο ίδιος τραυ­μα­τι­σμέ­νος από οι­κο­γε­νεια­κά και κοι­νω­νι­κά δρά­μα­τα, όπως θα δούμε πα­ρα­κά­τω, και γι’ αυτό «ο πόνος του είναι συ­ντο­νι­σμέ­νος με τον πόνο εκα­τομ­μυ­ρί­ων Ελ­λή­νων. Τρα­γου­δώ­ντας τα βά­σα­να του λαού […] ανα­κου­φί­ζει [και] τον δικό του πόνο».(3)

Μέσα σε αυτό το πε­ρι­βάλ­λον δια­μορ­φώ­νε­ται το με­τα­πο­λε­μι­κό λαϊκό τρα­γού­δι, το λε­γό­με­νο και  ως «‘‘μαύρο τρα­γού­δι­’’ της δε­κα­ε­τί­ας του ’50, με τους στί­χους που απο­πνέ­ουν την αί­σθη­ση της κοι­νω­νι­κής αδι­κί­ας και της ατο­μι­κής απελ­πι­σί­ας», όπως λέει ο Γ. Αλε­ξά­τος. Και συ­νε­χί­ζει, επι­ση­μαί­νο­ντας ότι ο Κα­ζαν­τζί­δης δεν ήταν στρα­τευ­μέ­νος πο­λι­τι­κός τρα­γου­δι­στής, όμως η δική του δια­μαρ­τυ­ρία ήταν άμεση και αυ­θόρ­μη­τη. Γι’ αυτό τα τρα­γού­δια «που απορ­ρί­φτη­καν σαν ‘‘μοι­ρο­λα­τρι­κά­’’ [από τη Αρι­στε­ρά και την ορ­γα­νι­κή της δια­νό­η­ση] εξέ­φρα­ζαν την άρ­νη­ση του ερ­γα­ζό­με­νου λαϊ­κού κό­σμου να απο­δε­χτεί την εφιαλ­τι­κή με­τεμ­φυ­λια­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Συ­νέ­βα­λαν, πα­ράλ­λη­λα, στη μορ­φο­ποί­η­ση της αυ­θόρ­μη­της ερ­γα­τι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας, [και] στην ανα­πα­ρα­γω­γή της συ­νεί­δη­σης των τα­ξι­κών δια­φο­ρών».(4) Ή όπως λέει ο Γ. Πε­τρό­που­λος, ο Κα­ζαν­τζί­δης έκανε πάνω  απ’ όλα τους απλούς, τους φτω­χούς αν­θρώ­πους υπε­ρή­φα­νους για την κοι­νω­νι­κή θέση τους.(5) Βέ­βαια, κα­νέ­νας και καμία δεν αρ­νεί­ται ότι αρ­κε­τά τρα­γού­δια σπου­δαί­ων στι­χουρ­γών που ερ­μή­νευ­σε ο Κα­ζαν­τζί­δης, απο­πνέ­ουν μια αί­σθη­ση μι­σο­γυ­νι­σμού και πα­τριαρ­χί­ας. Ωστό­σο, και πολλά άλλα τρα­γού­δια που ερ­μή­νευ­σε έχουν στί­χους που βγά­ζουν πόνο για τις δυ­σκο­λί­ες της ζωής, ενώ κά­ποια άλλα δί­νουν προ­ο­πτι­κή για μια άλλη κα­λύ­τε­ρη κοι­νω­νία.

Ο Κα­ζαν­τζί­δης ήταν γόνος μιας πολύ φτω­χής προ­σφυ­γι­κής οι­κο­γέ­νειας από τη Νέα Ιωνία, με πα­τέ­ρα οι­κο­δό­μο, που είχε κλο­νι­σμέ­νη υγεία (είχε έλκος και ήταν φυ­μα­τι­κός). Στη διάρ­κεια της Κα­το­χής με­τα­κό­μι­σαν σε συγ­γε­νι­κά σπί­τια στην Μα­κε­δο­νία, όπου ο πα­τέ­ρας του εντά­χθη­κε στην Επι­με­λη­τεία του Αντάρ­τη, ενώ ο Στέ­λιος έκανε δου­λειές για να τον βοη­θή­σει. Είδε τον πα­τέ­ρα του, το 1945, όταν ο Στέ­λιος ήταν δε­κα­τεσ­σά­ρων χρο­νών, να τον σα­κα­τεύ­ουν στο ξύλο οι γερ­μα­νο­τσο­λιά­δες με ένα σι­δε­ρέ­νιο μπα­στού­νι. Όπως λέει, «Του ρίξαν ένα ξύλο, που ταίρι του δεν πρέ­πει να υπάρ­χει στον κόσμο».(6) Πάλι σε εκεί­να τα με­τα­κα­το­χι­κά χρό­νια, όταν άρ­χι­σαν οι διώ­ξεις των αρι­στε­ρών, αυτή τη φορά είναι ο ίδιος ο Στέ­λιος που έφαγε ξύλο από χω­ρο­φύ­λα­κες. Είναι δε­κα­τεσ­σά­ρων χρο­νών και επί τρεις ημέ­ρες τον χτυ­πού­σαν, επει­δή τον θε­ω­ρού­σαν σύν­δε­σμο ενός ξα­δέλ­φου του αρι­στε­ρών πε­ποι­θή­σε­ων. «[…] με βά­ζου­νε μπρο­στά και δέρ­νο­ντάς με από τα Με­λίσ­σια με πή­γα­νε στην Κη­φι­σιά. Στον δρόμο με κά­να­νε του­λού­μι στο ξύλο και με τα κο­ντά­κια των όπλων με χτυ­πά­γα­νε. Με κλεί­σα­νε σ’ ένα μπου­ντρού­μι στη Χω­ρο­φυ­λα­κή Κη­φι­σιάς». Εκεί, πάλι, ένας χω­ρο­φύ­λα­κας του έδωσε «Βά­ναυ­σο, πολύ ξύλο. Ντα­ού­λι μ’ έκανε, μπα­λό­νι στην κυ­ριο­λε­ξία. Τρεις μέρες κρά­τη­σε αυτό το μαρ­τύ­ριο. […] Δεν υπήρ­χαν πλέον άλλα ση­μεία να με χτυ­πή­σουν. Μού­γκρι­ζα. Πα­ρα­κά­λε­σα ένα χω­ρο­φύ­λα­κα να ει­δο­ποι­ή­σει τους γο­νείς μου».(7)

Έμει­νε ορ­φα­νός από πα­τέ­ρα σε ηλι­κία 16 ετών. Ο πα­τέ­ρας του πέ­θα­νε το 1947: «Λίγο πριν πε­θά­νει τον ξα­να­πιά­σα­νε, έφαγε πάλι ξύλο. Τους τέσ­σε­ρις πέντε μήνες που επέ­ζη­σε μετά τα βα­σα­νι­στή­ρια δεν είχε κου­ρά­γιο για τί­πο­τα. Όλο αι­μο­πτύ­σεις έκανε, είχαν σα­πί­σει οι πνεύ­μο­νές, είχε φθα­ρεί τε­λεί­ως, δεν είχε κου­ρά­γιο ούτε να ανα­πνεύ­σει. Το κόμμα έστει­λε κά­ποιο για­τρό. ‘‘Δεν έχει ζωή’’, μας λέει. Ο πα­τέ­ρας μου έτρω­γε σε πε­πιε­σμέ­να χαρ­τό­νια για να μην τρώει απ’ το πιάτο που θα τρώ­γα­με κι εμείς, μη μας κολ­λή­σει το μι­κρό­βιο της φυ­μα­τί­ω­σης».(8)

Έκτο­τε, ο Στέ­λιος έγινε ο προ­στά­της της οι­κο­γέ­νειας, δου­λεύ­ο­ντας  σκλη­ρά για να ζήσει τη μάνα του και τον μικρό του αδελ­φό. Που­λού­σε κη­πευ­τι­κά και σά­μα­λι, δού­λε­ψε σε μια οι­κο­τε­χνία που έφτια­χνε φυ­τί­λια για γκα­ζιέ­ρες, πού­λα­γε τσι­γά­ρα, έκανε θε­λή­μα­τα, έκανε το επάγ­γελ­μα του νε­ρου­λά και του κα­στα­νά, μπήκε στο ερ­γο­στά­σιο «Λα­τα­νέξ», που έβγα­ζε κα­σμή­ρια, και κα­τό­πιν σε ένα υφα­ντουρ­γείο της Ν. Ιω­νί­ας, τον «Έσπε­ρο». Τέλος, δού­λε­ψε στην οι­κο­δο­μή, όπου από εκεί με­τα­πή­δη­σε στο τρα­γού­δι. Στην αρχή μι­μού­ταν τον Πρό­δρο­μο Τσα­ου­σά­κη μέχρι να βρει τον δικό του ρυθμό. Κα­τό­πιν, πήγε φα­ντά­ρος και ύστε­ρα από μια πλε­κτά­νη που του έστη­σαν ότι δήθεν δια­κι­νού­σε χασίς, τον έστει­λαν για τρεις μήνες στη Μα­κρό­νη­σο. Βέ­βαια, σε αυτό συ­νέ­βα­λε και το πο­λι­τι­κό πα­ρελ­θόν του πα­τέ­ρα του. Γε­νι­κά, τον ακο­λου­θού­σε συ­νέ­χεια ένας φά­κε­λος πο­λι­τι­κών φρο­νη­μά­των.(9) Στον στρα­τό είχε κι ένα σο­βα­ρό ατύ­χη­μα που του άφησε κά­ποια ανα­πη­ρία, όπως λέει.(10)

Μετά την από­λυ­σή του συ­νέ­χι­σε το τρα­γού­δι και με­σου­ρά­νη­σε (δί­σκοι, πε­ριο­δεί­ες ανά την Ελ­λά­δα και το εξω­τε­ρι­κό, συ­νερ­γα­σία με σπου­δαί­ους συν­θέ­τες και στι­χουρ­γούς, κ.λπ.). Βέ­βαια, τα πράγ­μα­τα δεν ήταν πάντα ρό­δι­να. Εκτός από την εκ­με­τάλ­λευ­ση των εται­ρειών δί­σκων, είχε (στα νυ­χτε­ρι­νά κέ­ντρα που τρα­γου­δού­σε) και τις απει­λές από τους μπρά­βους της νύ­χτας, συν τους καυ­γά­δες και τα σπα­σί­μα­τα πιά­των που γι­νό­ντου­σαν πολύ συχνά.(11) Πε­ρι­γρά­φει με με­λα­νά χρώ­μα­τα αυτή την κα­τά­στα­ση, και ιδιαί­τε­ρα τα μπρα­βι­λί­κια, σε ση­μείο που προ­κα­λεί ανα­τρι­χί­λα.(12)  Ήταν ο πάτος ενός σπα­σμέ­νου μπου­κα­λιού, το βράδυ της Κα­θα­ρής Δευ­τέ­ρας του 1965, που εκτο­ξεύ­τη­κε και πέ­ρα­σε ξυστά από το μά­γου­λό του, που πήρε την από­φα­ση και στα­μά­τη­σε δια πα­ντός τα τρα­γού­δια στα κέ­ντρα. Λέει ο ίδιος: «Έπαθα με­γά­λο σοκ! […] Είχα πάρει την αμε­τά­κλη­τη από­φα­σή μου. Στέ­λιο είπα πρέ­πει να φύ­γεις απ’ αυτήν τη δου­λειά αρ­τι­με­λής. […] Βέ­βαια εκεί­νη τη νύχτα αυτή ήταν η στα­γό­να που ξε­χεί­λι­σε το πο­τή­ρι. Είχαν μα­ζευ­τεί μέσα μου πολλά, πάρα πολλά».(13) Βέ­βαια, όταν απο­σύ­ρε­ται ο Κα­ζαν­τζί­δης, έχουν πλέον αρ­χί­σει να συ­ντε­λού­νται σο­βα­ρές αλ­λα­γές στον χώρο του λαϊ­κού τρα­γου­διού, όπως επι­ση­μαί­νει ο Αλε­ξά­τος. Είναι «Όταν τα ‘‘μπου­ζού­κια­’’ γί­νο­νται χώρος ψυ­χα­γω­γί­ας ‘‘αυτών που ήθε­λαν να κά­νουν επι­δεί­ξει­ς’’, που σκορ­πού­σαν το χρήμα γιατί το είχαν βγά­λει χωρίς κόπο, όπως ο ίδιος [ο Κα­ζαν­τζί­δης] δια­πί­στω­νε. Των νε­ό­πλου­των, των βο­λε­μέ­νων».(14)

Επι­πρό­σθε­τα, ο Στέ­λιος Κα­ζαν­τζί­δης ήταν ο πρώ­τος που διεκ­δί­κη­σε ερ­γα­σια­κά δι­καιώ­μα­τα για όλους τους καλ­λι­τέ­χνες και κα­τήγ­γει­λε τις εκ­με­ταλ­λευ­τι­κές συμ­βά­σεις των εται­ριών δί­σκων. Είναι ο πρώ­τος που στα 34 χρό­νια του και ενώ με­σου­ρα­νού­σε, τα πα­ρά­τη­σε όλα και έφυγε από τις εμ­φα­νί­σεις στα νυ­χτε­ρι­νά κέ­ντρα λόγω των σπα­σι­μά­των, των καυ­γά­δων, το νταη­λί­κι των αφε­ντι­κών, τα μπρα­βι­λί­κια, τις απει­λές, τους εκ­βια­σμούς και άλλα τέ­τοια, και απο­σύρ­θη­κε στο αγρό­κτη­μά του, ζώ­ντας μια απλή ζωή, αρ­νού­με­νος οι­κο­νο­μι­κές προ­τά­σεις ιλιγ­γιώ­δεις για την εποχή που του έγι­ναν. Μπο­ρεί να μην αρέ­σουν τα τρα­γού­δια του ή η λε­γό­με­νη «μοι­ρο­λα­τρία» που εκ­πέ­μπουν, όμως η φωνή του είναι αξε­πέ­ρα­στη, που, όπως κάπου διά­βα­σα, μπο­ρού­σε να πιά­νει από τις πιο χα­μη­λές μέχρι τις πιο ψηλές νότες. Πρό­κει­ται για φαι­νό­με­νο που δεν έχει όμοιό του, μέχρι τώρα. Τρα­γου­δού­σε όπως μι­λού­σε, αβί­α­στα!

Λαμ­βά­νο­ντας υπόψη τα πα­ρα­πά­νω, μπο­ρού­με να συ­μπε­ρά­νου­με ότι τα βιώ­μα­τα του Κα­ζαν­τζί­δη ήταν εκεί­να που δια­μόρ­φω­σαν την προ­σω­πι­κό­τη­τά του, με όλα τα θε­τι­κά και αρ­νη­τι­κά της στοι­χεία. Αναμ­φί­βο­λα, ορι­σμέ­νες αρ­νη­τι­κές πτυ­χές του χα­ρα­κτή­ρα του είναι κα­τα­δι­κα­στέ­ες. Ωστό­σο, αυτές δεν μειώ­νουν την αξία της προ­σφο­ράς του. Συ­νε­πώς, όπως συμ­βαί­νει συχνά σε τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις, ας εξε­τά­σου­με την καλ­λι­τε­χνι­κή του συ­νει­σφο­ρά ανε­ξάρ­τη­τα από τον χα­ρα­κτή­ρα του, καθώς τα δύο αυτά δεν ταυ­τί­ζο­νται πάντα. Άλ­λω­στε, η αξία του έργου του έχει ήδη απο­δει­χθεί στην πράξη.

Το όνει­ρο του Κα­ζαν­τζί­δη ήταν να γυ­ρι­στεί μια ται­νία για τη ζωή του. Τε­λι­κά, αυτό πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε, αν και δυ­στυ­χώς, χωρίς να μπο­ρεί να τη δει. Όπως έλεγε: «Πά­ντως εγώ, αν δεν κάνω ένα φιλμ με τη ζωή μου, θα πάω με ανοι­χτά μάτια στον τάφο. Δεν θα μπορώ να ησυ­χά­σω».(15) Τώρα, μπο­ρεί να ησυ­χά­σει. Μια ται­νία αντά­ξιά του γυ­ρί­στη­κε!

 

 

Υπο­ση­μειώ­σεις:

(1) Βλ. Δ. Πα­να­γό­που­λος, «Η διαρ­κής μάχη του Κα­ζαν­τζί­δη, με τον Στέ­λιο», Η Εφη­με­ρί­δα των Συ­ντα­κτών, 14-15/12/2024, σελ. 28-29.

(2) Ανα­φέ­ρε­ται στο βι­βλίο, Υπάρ­χω. Ο Στέ­λιος Κα­ζαν­τζί­δης μι­λά­ει στον Βα­σί­λη Βα­σι­λι­κό, εκ­δό­σεις Νέα Σύ­νο­ρα–Α.Α. Λι­βά­νη, Αθήνα 2000, σελ. 176-179 και 37 αντί­στοι­χα.

(3) Κ. Κα­τσά­πης, «Λε­ω­νί­δας Οι­κο­νό­μου. Απόψε είσαι για φιλί», εφη­με­ρί­δα Τα Νέα (έν­θε­το «Βι­βλιο­δρό­μιο»), 11-12/1/2024, σελ. 4-5.

(4) Για πε­ρισ­σό­τε­ρα σχε­τι­κά με τη δια­λε­κτι­κή σχέση με­τα­ξύ τα­ξι­κής θέσης και τα­ξι­κής συ­νεί­δη­σης, δη­λα­δή την σχέση με­τα­ξύ εποι­κο­δο­μή­μα­τος και βάσης και πως αυτό συν­δέ­ε­ται με την πε­ρί­ο­δο ανό­δου του λαϊ­κού τρα­γου­διού και τον Κα­ζαν­τζί­δη, βλ. Γ. Αλε­ξά­τος «Ο Στέ­λιος Κα­ζαν­τζί­δης και η ελ­λη­νι­κή με­τα­πο­λε­μι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα», δη­μο­σιεύ­τη­κε το 2005 στο πε­ριο­δι­κό Λαϊκό Τρα­γού­δι και στο βι­βλίο, Στέ­λιος Κα­ζαν­τζί­δης. Αφιέ­ρω­μα, επι­μέ­λεια: Θωμάς Κο­ρο­βί­νης, εκ­δό­σεις Οδός Πανός.

(5) Γ. Πε­τρό­που­λος, «Το φαι­νό­με­νο Κα­ζαν­τζί­δης», Η Εφη­με­ρί­δα των Συ­ντα­κτών, 14-15/12/2024, σελ. 20.

(6) Υπάρ­χω, ό.π., σελ. 16.

(7) Υπάρ­χω, ό.π., σελ. 21-22.

(8) Υπάρ­χω, ό.π., σελ. 27-28.

(9) Για πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. το έν­θε­το-αφιέ­ρω­μα, «Φά­κε­λοι καλ­λι­τε­χνών. Στέ­λιος Κα­ζαν­τζί­δης. Άπο­νες εξου­σί­ες. Ο απόρ­ρη­τος φά­κε­λός του στην ασφά­λεια», Η Εφη­με­ρί­δα των Συ­ντα­κτών, 11-1-2025.

(10) Υπάρ­χω, ό.π., σελ. 48-49.

(11) Υπάρ­χω, ό.π., σελ. 173.

(12) Υπάρ­χω, ό.π., σελ. 66-69 και 83-90.

(13) Στέ­λιος Κα­ζαν­τζί­δης. «Εγώ είμαι ένας τρα­γου­δι­στής», επι­μέ­λεια: Β. Λου­μπρί­νης, ει­δι­κή έκ­δο­ση της εφη­με­ρί­δας Τα Νέα, Αθήνα, χ.χ.έ., σελ. 50-52. Βλ και στο Υπάρ­χω, ό.π., σελ. 172 και 174.

(14) Γ. Αλε­ξά­τος «Ο Στέ­λιος Κα­ζαν­τζί­δης και η ελ­λη­νι­κή με­τα­πο­λε­μι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα», ό.π.

(15) Ανα­φέ­ρε­ται στο βι­βλίο, Στέ­λιος Κα­ζαν­τζί­δης. «Εγώ είμαι ένας τρα­γου­δι­στής», ό.π., σελ. 71.

https://rproject.gr/article/o-stelios-kai-o-kazantzidis-sto-yparho

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος

Σχόλια (0)

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.