22 Ιουνίου 1973 – «Το μεγάλο μας τσίρκο» αφυπνίζει την αντιδικτατορική συνείδηση

22 Ιουνίου 1973 – «Το μεγάλο μας τσίρκο» αφυπνίζει την αντιδικτατορική συνείδηση

  • |

Το απριλιανό δικτατορικό καθεστώς, που επιβλήθηκε στη χώρα μας κατά τη διάρκεια της επταετίας 1967 – 1974, βάσισε σε μεγάλο βαθμό την ύπαρξη και την εδραίωσή του στην εμπέδωση κλίματος τρόμου και βίας. Από τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Απριλίου 1967 εκδόθηκε και τέθηκε σε ισχύ το Βασιλικό Διάταγμα, βάσει του οποίου, αναστέλλονταν όλα τα άρθρα του Συντάγματος που αφορούσαν συλλογικά δικαιώματα και πολιτικές ελευθερίες και την ίδια στιγμή έμπαινε στον γύψο η λειτουργία και η δράση των συλλογικών φορέων, των συνδικάτων, των πολιτικών κομμάτων, κάθε συλλογικής ζύμωσης και έκφρασης.

Από το γενικότερο κλίμα ανελευθερίας και απόλυτου ελέγχου, σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει κάποιου είδους εξαίρεση η καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία.

Αποφασίζομεν και διατάσσομεν… η ελευθερία έκφρασης στον γύψο

Οι χουντικοί γνώριζαν καλά ότι παρά την ακραία καταστολή και τις απαγορεύσεις, ένα «επικίνδυνο» πνευματικό – καλλιτεχνικό έργο θα μπορούσε να διεισδύσει σε κάθε μυαλό, να ξυπνήσει το πνεύμα των ανθρώπων, να μιλήσει στην καρδιά και τη συνείδησή τους, να δημιουργήσει «προβλήματα» εκεί που δεν τα περιμένεις.

Οι «ένδοξοι» πρόγονοι των απριλιανών είχαν δημιουργήσει μια πλούσια «τεχνογνωσία» για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος. Απαγόρευση θεατρικών, μουσικών και εικαστικών έργων, κάψιμο «φιλοκομμουνιστικών» βιβλίων, λογοκρισία σε κάθε «αντεθνική» καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία, ήταν οι δοκιμασμένες συνταγές που είχαν χρησιμοποιηθεί ήδη από το Ναζιστικό γερμανικό καθεστώς και μια σειρά μιμητές της μεθοδολογίας του (φασιστικό καθεστώς Μουσολίνι στην Ιταλία, χούντες Φράνκο και Σαλαζάρ σε Ισπανία και Πορτογαλία αντίστοιχα, μεταξική δικτατορία στην Ελλάδα, κα).

Από τις πρώτες κιόλας ημέρες του δικτατορικού καθεστώτος, οι περίφημες επιτροπές προληπτικής λογοκρισίας, σήκωσαν τα μανίκια και έπιασαν δουλειά. Οι επιτροπές αυτές απαρτίζονταν από ανθρώπους που κάθε άλλο παρά πνευματικοί θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Δημόσιοι υπάλληλοι που αποτελούσαν τα αυτιά και τα μάτια του καθεστώτος στους χώρους δουλειάς του δημοσίου, αξιωματικοί της χωροφυλακής, στρατιωτικοί διαφόρων βαθμίδων, κτλ, είχαν την αρμοδιότητα να ελέγχουν την «καταλληλόλητα» των παραγόμενων καλλιτεχνικών έργων και να προχωρούν στην απαγόρευση, ή στην καλύτερη περίπτωση στην τροποποίησή τους, προκειμένου να είναι συμβατά με τις αρχές και τις αξίες της «Εθνοσωτηρίου Επαναστάσεως».

Έτσι, θεατρικά κείμενα, ολόκληρα τραγούδια ή μεμονωμένοι στίχοι, κινηματογραφικές σκηνές, γελοιογραφίες και λοιπές έντυπες δημοσιεύσεις, έμπαιναν στο μικροσκόπιο. Το έργο μερικών από τους εμβληματικότερους δημιουργούς της σύγχρονης Ελλάδας, κρινόταν και λογοκρινόταν από θλιβερούς καραβανάδες, των οποίων, κατά πάσα βεβαιότητα, οι ορίζοντες της καλλιτεχνικής και πνευματικής αισθητικής εκτείνονταν στα όρια της ακρόασης ενός στρατιωτικού εμβατηρίου!

«Αγαπημένο» θύμα της χουντικής λογοκρισίας δε θα μπορούσε να είναι άλλο από τον μεγάλο Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος αποτέλεσε αγκάθι στα πλευρά του καθεστώτος καθ΄όλη τη διάρκεια της επταετίας, καθώς οι πολιτικές του απόψεις και η διεισδυτικότητα του έργου του μιλούσαν απευθείας στη συνείδηση του καταπιεσμένου λαού.

«Απεφασίσαμεν και διατάσσομεν τα ακόλουθα, ισχύοντα διολόκληρον την επικράτειαν:

Απαγορεύεται:

α) η ανατύπωσης ή η εκτέλεσις της μουσικής και των ασμάτων του κομμουνιστού συνθέτου Μίκη Θεοδωράκη, τέως αρχηγού της νυν διαλυθείσης κομμουνιστικής οργανώσεως «Νεολαία Λαμπράκη», δεδομένου ότι η εν λόγω μουσική εξυπηρετεί τον κομμουνισμόν…»

Αυτά, μεταξύ άλλων, καταγράφονταν στο περίφημο διάταγμα Αγγελή (ένας εκ των πρωταίτιων του απριλιανού πραξικοπήματος και αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων την περίοδο 1967-1973), καταλήγοντας στην πρόβλεψη για άμεση παραπομπή στο στρατοδικείο για τους παραβάτες που θα τολμούσαν να αναπαράγουν ή, έστω, να ακροαστούν μουσική του «κομμουνιστού» Θεοδωράκη.

Ένα σπουδαίο έργο στην καρδιά της χούντας…

Το βράδυ της Παρασκευής, 22 Ιουνίου 1973, μια νέα θεατρική παράσταση θα πραγματοποιούσε πρεμιέρα στην Αθήνα. Ο θίασος Καρέζη – Καζάκου, σήκωνε την αυλαία του ιστορικού θερινού θεάτρου «Αθήναιον» της οδού Πατησίων, παρουσιάζοντας στο κοινό «Το μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη.

Μέσα από τη σπονδυλωτή δομή του έργου, η αλληγορική πένα του Καμπανέλλη, ταξίδευε τον θεατή σε μερικές από τις σημαντικότερες στιγμές και περιόδους της νεότερης ελληνικής ιστορίας (Τουρκοκρατία, Επανάσταση του 21, Μικρασιατική καταστροφή, γερμανική κατοχή, κα). Ο χαρακτηρισμός κωμωδία που έδωσαν αρχικά οι κριτικοί στο έργο, αποτελεί μια, μάλλον, επιφανειακή προσέγγιση. Το αριστοτεχνικό «πλέξιμο» των δραματοποιημένων σκηνών, η μουσική και τα τραγούδια που ενσωματώθηκαν στην παράσταση παίζοντας τον ρόλο της «γέφυρας», ανάμεσα στα κομμάτια της πρόζας, συγκρότησαν μια εμπνευσμένη πολιτική σάτιρα με επιθεωρησιακά χαρακτηριστικά που εξιστορούσε με «κοφτερή» γλώσσα τις προδομένες ελπίδες, τα σκάνδαλα, τις αγωνίες και τα δεινά του ελληνικού λαού στο διάβα της ιστορίας.

Ακόμα και μέσα από τον τίτλο του έργου, ο Καμπανέλλης, ουσιαστικά, απομυθοποιεί την «ιστορική υπεροχή του ελληνικού έθνους» στην οποία όμνυαν οι συνταγματάρχες, παρομοιάζοντάς την με ένα τσίρκο όπου οι γκάφες, τα ευτράπελα περιστατικά αλλά και τα δραματικά στιγμιότυπα είναι σε πρώτο πλάνο.

Οι συντελεστές της παράστασης, κυριολεκτικά, απογείωσαν την ιδέα του Καμπανέλλη. Εκτός από την Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο που δεν χρειάζονται επιπλέον συστάσεις, τους βασικούς ρόλους κράτησαν οι επίσης εξαιρετικοί ηθοποιοί, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Τίμος Περλέγκας, Νίκος Κούρος και Χρήστος Καλαβρούζος ενώ τη σκηνοθεσία έκανε ο ίδιος ο Καζάκος με βοηθό τον Άρη Δαβαράκη. Τη μουσική έγραψε ο Σταυρός Ξαρχάκος και οι στίχοι των τραγουδιών, που επίσης γράφτηκαν απ΄τον Καμπανέλλη, βρήκαν το απόλυτο νόημά τους στη συγκλονιστική χροιά της φωνής του Νίκου Ξυλούρη ο οποίος εμφανιζόταν επί σκηνής, παρά τους έντονους δισταγμούς που είχε εκφράσει στην αρχική πρόταση του Καζάκου.

…περνά απ΄ τις χαραμάδες της λογοκρισίας και γίνεται σύμβολο του αγώνα

Στα πλαίσια μιας επίπλαστης φιλελευθεροποίησης και «εκδημοκρατισμού» του καθεστώτος, ο Παπαδόπουλος ελαστικοποιεί τη λογοκρισία και τους στραγγαλιστικούς ελέγχους κατά την περίοδο 1971-1972, οι οποίοι θα επανέλθουν ακόμα σκληρότεροι μετά το νέο πραξικόπημα του Ιωαννίδη το Νοέμβρη του 1973.

Ωστόσο, για «Το μεγάλο μας τσίρκο», ο έλεγχος της επιτροπής λογοκρισίας δεν ήταν εύκολος και ανώδυνος.

«Ξεκίνησε να γράφει ο Ιάκωβος και εγώ πήγαινα τα κείμενα στη λογοκρισία. Πήγαινα ένα πάκο χαρτιά και μου άφηναν το μισό, από πέντε – έξι επεισόδια, άφηναν ένα….», θυμόταν ο Καζάκος σε συνέντευξή του κάποια χρόνια αργότερα και κατέληγε:

«Σκεφτήκαμε να τους πηγαίνουμε τα κείμενα μπερδεμένα ώστε να είναι ασύνδετα, ήταν ο μόνος τρόπος». 

Στη γενική δοκιμή της παράστασης, ο θίασος απέφυγε να παρουσιάσει τα «επίφοβα» σημεία καθώς, στην πλατεία του θεάτρου, παρακολουθούσαν με προσοχή την πρόβα οι λογοκριτές της χούντας, βγάζοντας μάλιστα το ασφαλές συμπέρασμα ότι η παράσταση θα αποτύγχανε καθώς δεν έβγαζε κανένα νόημα!

Τελικά, η παράσταση ανέβηκε στις 22 Ιούνη και η ανταπόκριση του κοινού ήταν πέρα από κάθε προσδοκία. Το, περίπου, 700 θέσεων «Αθήναιον» ήταν κάθε βράδυ κατάμεστο από ένα ενθουσιώδες κοινό που μετέτρεψε το έργο του Καμπανέλλη σε σύμβολο του αγώνα κατά της χούντας. Ανάμεσα στους θεατές, πλήθαινε και η παρουσία των ρουφιάνων του καθεστώτος. Ένστολοι εσατζίδες με γκλοπ και όπλα στη ζώνη έκαναν βόλτες ανάμεσα στο κοινό «τσεκάροντας» φάτσες και την ίδια στιγμή, ασφαλίτες με πολιτικά σημείωναν τα αποσπάσματα της παράστασης στα οποία το κοινό είχε έντονες αντιδράσεις. Ο συγγραφέας και οι θιασάρχες είχαν γίνει θαμώνες του γραφείου του στρατιωτικού λογοκριτή που τους καλούσε τακτικά για εξηγήσεις.

Η παράσταση κατέβηκε από τη χούντα τον Οκτώβρη, με την Καρέζη και τον Καζάκο να συλλαμβάνονται και να οδηγούνται στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Λιγότερο από ένα μήνα αργότερα, σχεδόν απέναντι από το θέατρο «Αθήναιον», θα λάμβανε χώρα η κορυφαία πράξη της αντιδικτατορικής αντίστασης, η εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου.

Το σύνθημα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», γράφτηκε για πρώτη φορά σε πανό, στην παράσταση του θεάτρου «Αθήναιον» και πιο συγκεκριμένα στη σκηνή – αναπαράσταση των γεγονότων της 3 ης Σεπτεμβρίου 1843, όπου ο λαός, με επικεφαλής τον στρατηγό Μακρυγιάννη, πραγματοποιούσε διαδήλωση στα ανάκτορα του Όθωνα διεκδικώντας από το παλάτι την παραχώρηση συντάγματος (αίτημα που, για την ιστορία, ικανοποιήθηκε τον Μάρτη του 1844 μετατρέποντας το πολίτευμα της Ελλάδος σε συνταγματική μοναρχία).

Από αυτή τη σκηνή της παράστασης οι φοιτητές υιοθέτησαν το σύνθημα που δονούσε την ατμόσφαιρα στα μεγάλα γεγονότα του Νοέμβρη. «Το μεγάλο μας τσίρκο» είχε κοπεί από τη χουντική λογοκρισία, έχοντας, ωστόσο, επιτελέσει στο ακέραιο την αποστολή του, καταδεικνύοντας με εμφατικό τρόπο την τεράστια δύναμη που έχει η τέχνη, όταν αφουγκράζεται και εκφράζει τη λαϊκή συνείδηση, όταν πηγάζει από τον ίδιο το λαό και επιστρέφει σε αυτόν ως ανώτερη πνευματική δημιουργία.

https://xekinima.org/22-ioynioy-1973-to-megalo-mas-tsirko-afypnizei-tin-antidiktatoriki-syneidisi/
Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος