Έπειτα από την κατάρρευση της Silicon Valley Bank (SVB), κάποιοι σχολιαστές ξεκίνησαν να εγείρουν την ανάγκη κοινωνικοποίησης των τραπεζών. Έχουν δίκιο – αλλά η ίδια λογική οδηγεί σε πιο ριζοσπαστικό συμπέρασμα: μια πλήρως κοινωνικοποιημένη αγορά κεφαλαίου, χωρίς ιδιωτικές τράπεζες.
Πιθανά γνωρίζετε τα πάντα σχετικά με την Silicon Valley Bank (SVB), της οποία η δραματική κατάρρευση στις 10 Μαρτίου πυροδότησε μια κρίση αργής εξάπλωσης στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα που φαίνεται να συνεχίζεται.
Ωστόσο, αν δεν παρακολουθεί κανείς το διάλογο που διεξάγεται στα ενδότερα του οικονομικού και χρηματοοικονομικού κόσμου, μπορεί να μη συνειδητοποιήσει πως τις τελευταίες τρεις εβδομάδες, το φιάσκο αυτό έχει επιβάλει μια εντυπωσιακά ριζοσπαστική συζήτηση εντός της κυρίαρχης πολιτικής και των τραπεζικών κύκλων – είτε το πιστεύετε είτε όχι – η οποία αγγίζει κάποια από τα πιο σημαντικά ζητήματα των οικονομικών του σοσιαλισμού.
Η συζήτηση ξέσπασε λόγω των γεγονότων της 12ης Μαρτίου, όταν σε μια προσπάθεια να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο τραπεζικός πανικός να οδηγήσει σε ευρύτερη χρηματοοικονομική κρίση, ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, Τζερόμ Πάουελ, η Υπουργών Οικονομικών Τζάνετ Γιέλεν και ο πρόεδρος της Federal Deposit Insurance Corporation (FDIC), Μάρτιν Γκρούενμπεργ, εξέδωσαν μια κοινή δήλωση ανακοινώνοντας ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα εγγυηθεί όλες τις καταθέσεις – ασφαλισμένες και ανασφάλιστες – που εκδόθηκαν από την SVB και την Signature Bank (η οποία είχε καταρρεύσει την ίδια μέρα).
Βέβαια, από την ίδρυση του FDIC κατά τις πρώτες μέρες του New Deal, οι τραπεζικές καταθέσεις λιανικής στις ΗΠΑ έχουν ασφαλιστεί από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση μέχρι κάποιο όριο – επί του παρόντος, $250.000. Αυτό που η τράπεζα έκανε τώρα ήταν να παραδεχτεί, ουσιαστικά, ότι όταν φτάνει το μαχαίρι στο κόκκαλο, δε θα επιτρέψει ποτέ κανένας καταθέτης να χάσει λεφτά, ακόμα και σε εκείνους με υπόλοιπα πάνω από το όριο ασφάλισης.
Μπορεί να φαίνεται περίεργο ότι η ασφάλιση καταθέσεων – ένα θέμα που ακούγεται τόσο παγερό και τεχνικό – μπορεί να έχει ριζοσπαστικές επιπτώσεις. Αλλά, όπως αποδεικνύεται, η όλη ιδέα έχει τις ρίζες της σε μια από τις κεντρικές αντιφάσεις του καπιταλισμού. Σε δύο, για την ακρίβεια.
Μια από αυτές τις αντιφάσεις αφορά στενά το ρόλο της κυβέρνησης στον τραπεζικό τομέα. Αυτό είναι το επίκεντρο του μεγαλύτερου μέρους της συζήτησης μέχρι στιγμής, εν μέρει επειδή μια ομάδα προοδευτικών μελετητών των χρηματοοικονομικών αναδεικνύει τον παραλογισμό της ιδιωτικής τραπεζικής καταθέσεων λιανικής για πολλά χρόνια – συμπεριλαμβανομένης της Σάουλε Ομάροβα του Cornell law School, της οποίας η υποψηφιότητα το 2021 για μια θέση στο Υπουργείο Οικονομικών της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν, εκτροχιάστηκε από μια τραγελαφική καμπάνια εκτοπισμού της ως αριστερή (red-baiting ) που οργανώθηκε από το τραπεζικό λόμπι. (Προσπάθησαν να υπονοήσουν ότι η Ομάροβα, καθότι γεννημένη στη Σοβιετική Ένωση, είναι ακόμα μυστικό μέλος του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ναι, κι όμως.)
Περισσότερα σχετικά με αυτό σε λίγο.
Υπάρχει όμως στην πραγματικότητα μια ευρύτερη, πιο θεμελιακή αντίφαση που δεν έχει λάβει πολλή προσοχή (έως καθόλου), αλλά έχει ουσιαστικές επιπτώσεις στα οικονομικά του σοσιαλισμού. Οπότε ας ξεκινήσουμε από εκεί.
Κατακερματισμένη ιδιοκτησία
Σε μια καπιταλιστική οικονομία, κάθε πράξη παραγωγής έχει δύο όψεις. Υπάρχει η «πραγματική», φυσική όψη στην οποία κάτι χρήσιμο παράγεται. Αυτή η όψη περιλαμβάνει φυσικές εισροές (μηχανές, εγκαταστάσεις, πρώτες ύλες κ.λπ.) και εκροές (τελικά προϊόντα και υπηρεσίες προς πώληση). Μετά, υπάρχει και η νομισματική πλευρά: για καθεμιά από αυτές τις εισροές και εκροές, πραγματοποιείται μια χρηματική πληρωμή.
Καθώς η καπιταλιστική παραγωγή διεξάγεται με σκοπό το κέρδος, τα άτομα που πληρώνουν για τις εισροές αναμένουν μια κερδοφόρα απόδοση της επένδυσής τους. Και αυτή η απόδοση, αν υλοποιηθεί, προκύπτει από τη ροή πληρωμών που κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση – τις πληρωμές των πελατών που αγοράζουν τα προϊόντα.
Το κλασικό παράδειγμα αυτής της δομής στην πιο άμεση μορφή της θα ήταν μια ιδιόκτητη οικογενειακή επιχείρηση – ας πούμε, ένα εστιατόριο – όπου η ιδιοκτήτρια οικογένεια πληρώνει άμεσα τις εισροές από την τσέπη της (υλικά, διαφήμιση, ενοίκιο) και άμεσα συλλέγει τις πληρωμές που κάνουν οι πελάτες, «τσεπώνοντας» τη διαφορά ως εισόδημα.
Ωστόσο, σε μια σύγχρονη οικονομία, το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής οργανώνεται με πιο περίπλοκους και έμμεσους τρόπους. Σε αντίθεση με ένα οικογενειακό εστιατόριο, το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής χρηματοδοτείται από ανθρώπους που απέχουν πολύ από αυτήν. Στην πραγματικότητα, δεν έχουν καμία απολύτως ανάμειξη στον προγραμματισμό ή την εκτέλεση της παραγωγής.
Αντί να κατέχουν άμεσα τα φυσικά υλικά ή τον εξοπλισμό και να εισπράττουν απευθείας πληρωμές για το προϊόν, αυτό που συνήθως λαμβάνουν ως αντάλλαγμα για την παροχή του κεφαλαίου είναι κάποιο χρηματοπιστωτικό μέσο που υπόσχεται να τους μεταβιβάσει ένα μέρος των χρημάτων που προκύπτουν από την πώληση του προϊόντος. Αυτά τα μέσα μπορεί να λάβουν τη μορφή μετοχικών τίτλων (δηλ. μετοχών) που αποδίδουν ένα σταθερό μερίδιο των κερδών ή μπορεί να είναι τίτλοι χρέους (π.χ. ομόλογα), τα οποία υπόσχονται να πληρώσουν συγκεκριμένα χρηματικά ποσά σε προκαθορισμένο χρόνο.
Στην πραγματικότητα, στις μέρες μας, υπάρχουν συνήθως περαιτέρω διαστρωματώσεις που μεσολαβούν μεταξύ του απόλυτου προμηθευτή χρηματικού κεφαλαίου και της φυσικής διαδικασίας παραγωγής. Οι κάτοχοι πλούτου σήμερα τείνουν να μην κατέχουν καν άμεσα μετοχές ή ομόλογα, πόσο μάλλον τα μηχανήματα και τις πρώτες ύλες που υπόκεινται στον έλεγχό τους. Αντ’ αυτού, κατέχουν πράγματα όπως μετοχές αμοιβαίων κεφαλαίων ή συνταξιοδοτικά δικαιώματα, στην οποία περίπτωση τους τίτλους κατέχει το αμοιβαίο κεφάλαιο ή το συνταξιοδοτικό ταμείο, αντίστοιχα. Το ταμείο λαμβάνει τη χρηματική πληρωμή από τα έσοδα της φυσικής παραγωγής και στη συνέχεια μεταβιβάζει αυτή την πληρωμή στον τελικό ιδιοκτήτη πλούτου.
Και η αλυσίδα της διαμεσολάβησης μπορεί να γίνει ακόμα μεγαλύτερη και πιο περίπλοκη.
Αλλά το σημαντικό σημείο είναι ότι, όσο μακριές και περίπλοκες και αν είναι, τέτοιες αλυσίδες συνενώνουν πάντα ένα συγκεκριμένο σύνολο φυσικών παραγωγικών διαδικασιών στο ένα άκρο και τον προσωπικό οικονομικό πλούτο ορισμένων προσώπων στο άλλο άκρο. Έτσι, όταν ένα συγκεκριμένο σύνολο παραγωγικών δραστηριοτήτων δεν αποδίδει, μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων δέχεται πλήγμα στον πλούτο της.
Αυτός ο κατακερματισμός της ιδιοκτησίας, στον οποίο μεμονωμένα άτομα κατέχουν ξεχωριστά τμήματα της παραγωγικής υποδομής είναι βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. Είναι σχεδόν συνώνυμος με την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Σε μικρο-επίπεδο, φυσικά, μπορεί να έχει λειτουργική λογική: ένας επιχειρηματίας του οποίου ο πλούτος είναι προσδεμένος με την επιχείρησή του έχει προφανώς μεγαλύτερο κίνητρο να αφιερώσει όλη του την ενέργεια στο έργο.
Όμως, σε μακρο-επίπεδο, ο κατακερματισμός της ιδιοκτησίας είναι βαθιά παράλογος – και θεμελιωδώς αποσταθεροποιητικός.
Ο παραλογισμός έγκειται στο γεγονός ότι ο καπιταλισμός έχει εξελιχθεί πέρα από την εποχή της ιδιοκτησιακής διαχείρισης. Το είδος της επιχείρησης που τυποποιείται στο παράδειγμα του οικογενειακού εστιατορίου ήταν κάποτε ο κανόνας στην καπιταλιστική παραγωγή. Όμως, η εξάπλωση κατά το 19ο αιώνα της ανώνυμης εταιρίας όπου τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη είναι μισθωτοί επαγγελματίες και όχι ιδιοκτήτες, συνιστά μια ριζική αλλαγή στη φύση του συστήματος – πολύ περισσότερο, θα υποστήριζα απ’ ότι οι απολογητές του συστήματος ή οι επικριτές του ήταν πρόθυμοι να παραδεχτούν.
Ο Καρλ Μαρξ, βέβαια, γνώριζε πολύ καλά τη σημασία της αλλαγής. Πίστευε ότι η ανώνυμη εταιρία είναι μια τόσο σημαντική καινοτομία, που τείνει προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού, που την χαρακτήρισε ως «τη σιωπηρή λανθάνουσα κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας» και «την κατάργηση του κεφαλαίου ως ατομική ιδιοκτησία στο πλαίσιο της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής».
Ενάμιση αιώνα αργότερα, το μεγάλο πείραμα του διαχωρισμού της ιδιοκτησίας από τον έλεγχο στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ήταν μια ιστορική επιτυχία. Μπορεί μια μέρα να συμβάλει τόσο πολύ για να δικαιώσει τα σοσιαλιστικά οικονομικά (όπως πίστευε ο Μαρξ) όσο η αποτυχία του στο μπολσεβίκικο οικονομικό μοντέλο συνέβαλε στη δυσφήμιση του σοσιαλισμού.
Δημιουργώντας κρίση
Παρά την ιστορική του υπερβολή, ο κατακερματισμός της ιδιοκτησίας είναι επίσης βαθιά αποσταθεροποιητικός: η απώτερη αιτία μεγάλου μέρους της μακροοικονομικής δυσλειτουργίας στην οποία οι καπιταλιστικές οικονομίες ήταν ανέκαθεν επιρρεπείς.
Το πρόβλημα είναι ότι συνδέοντας των ατομικό πλούτο με την απόδοση των επιχειρήσεων στις οποίες επενδύουν – ακόμα και όταν δεν έχουν άμεσο έλεγχο σε αυτές τις επιχειρήσεις – το σύστημα καθιστά την προσφορά κεφαλαίου στην παραγωγική διαδικασία χρόνια άστατη και ανεπαρκή, ειδικά για τα έργα μεγαλύτερης αξίας, που τείνουν επίσης να είναι πιο επισφαλή και να αποδίδουν με πιο αργούς ρυθμούς.
Η πιο επιθετική και καταστροφική εκδήλωση του προβλήματος είναι ακριβώς αυτή για την αποτροπή της οποίας δημιουργήθηκε η ασφάλιση καταθέσεων: ο τραπεζικός πανικός.
Παρόλο που συνήθως δε σκεφτόμαστε τις τραπεζικές καταθέσεις κατ’ αυτό τον τρόπο, η πραγματικότητα είναι πως τεχνικά είναι ένα δάνειο – ένα δάνειο που μπορεί να ανακληθεί αμέσως – που δίνουμε στην τράπεζά μας. Και όπως κάθε άλλο δάνειο, δεν υπάρχει εγγύηση ότι ο δανειολήπτης θα μπορεί να το αποπληρώσει όταν έρθει η ώρα.
Φυσικά, οι τράπεζες δεν κρατούν τα μετρητά που τους δανείζουμε σε θησαυροφυλάκιο, αλλά επενδύουν τα χρήματα χορηγώντας δικά τους δάνεια ή αγοράζοντας τίτλους. Αυτό σημαίνει ότι κάθε φορά που ζητάτε ανάληψη από το λογαριασμό σας (είτε σε μηχάνημα αυτόματης ανάληψης ΑΤΜ, είτε σε υποκατάστημα τράπεζας ή οπουδήποτε αλλού), η ικανότητα της τράπεζας να σας εξυπηρετήσει με τα μετρητά, εξαρτάται σε τελικό βαθμό από την απόδοση του επενδυτικού της χαρτοφυλακίου.
Επομένως, μια τραπεζική κατάθεση, κατά μία έννοια, δε διαφέρει πολύ από ένα αμοιβαίο κεφάλαιο ή από οποιοδήποτε άλλο είδος επένδυσης: ο ατομικός μας πλούτος καταλήγει να συνδέεται με την απόδοση αυτού που είναι, από τη δική μας οπτική – για να παραφράσουμε έναν πρώην Βρετανό πρωθυπουργό – μια μακρινή συλλογή διαδικασιών παραγωγής για τις οποίες δε γνωρίζουμε τίποτα.
Ωστόσο, με τις τραπεζικές καταθέσεις, ο παραλογισμός που περιέγραφα γίνεται μοναδικά και εκρηκτικά επικίνδυνος.
Η ίδια λογική που δικαιολογεί την κοινωνικοποίηση μιας συγκεκριμένης μορφής χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης (τις καταθέσεις όψεως) ισχύει εξίσου για ολόκληρη σχεδόν την κεφαλαιαγορά. Αυτό συμβαίνει επειδή οι καταθέσεις είναι ένα μοναδικό είδος χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου: αντιθέτως με σχεδόν κάθε άλλο είδος, χρησιμοποιούνται ως χρήμα. Μπορείτε να πάτε σε οποιοδήποτε κατάστημα, στην πραγματική ζωή ή διαδικτυακά, και να αγοράσετε αγαθά με αντάλλαγμα μια χρέωση στον τραπεζικό σας λογαριασμό (σήμερα, συνήθως μέσω χρεωστικής κάρτας, παλιότερα μέσω επιταγής). Σε μια σύγχρονη οικονομία, στην πραγματικότητα, οι καταθέσεις αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της προσφοράς χρήματος.
Ο τραπεζικός πανικός συμβαίνει όταν καταθέτες που είχαν συνηθίσει να σκέφτονται το υπόλοιπο των τραπεζικών τους λογαριασμών σαν κλειδωμένο σε ένα θησαυροφυλάκιο, ξαφνικά συνειδητοποιούν (ή θυμούνται) ότι στην πραγματικότητα μοιάζουν περισσότερο με χρήματα που επενδύονται στο χρηματιστήριο. Όπως κάνουν οι άνθρωποι με τις μετοχές τους όταν το χρηματιστήριο καταρρέει, οι καταθέτες που αντιλαμβάνονται κάποιο πρόβλημα στον ισολογισμό της τράπεζάς τους – όπως οι καταθέτες της SVB τον περασμένο μήνα – σπεύδουν να μετατρέψουν τις καταθέσεις τους σε «πραγματικό χρήμα». «Πραγματικό χρήμα» στο παρελθόν σήμαινε χρυσός, σήμερα σημαίνει χαρτονομίσματα, ή οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο που εκδίδεται και υποστηρίζεται από την Κεντρική Τράπεζα.
Καμία τράπεζα δεν έχει ποτέ αρκετό «πραγματικό χρήμα» διαθέσιμο για να εξυπηρετήσει όλους τους καταθέτες της αν όλοι τρέξουν να ζητήσουν ανάληψη των χρημάτων τους την ίδια στιγμή. Γι’ αυτό το λόγο, ο τραπεζικός πανικός είναι «πανικός»: οι καταθέτες γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν αρκετά μετρητά για να ικανοποιηθούν όλες οι αναλήψεις, οπότε σπεύδουν στον γκισέ του ταμείου (κυριολεκτικά ή ψηφιακά) για να βεβαιωθούν ότι θα λάβουν τα χρήματα τους πριν ξεμείνει η τράπεζα.
Ως εκ τούτου, οι τραπεζικοί πανικοί είναι χρηματοοικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής. Στην καλύτερη περίπτωση, μια τράπεζα που αντιμετωπίζει τραπεζικό πανικό θα σταματήσει εντελώς να χορηγεί νέα δάνεια. Πιθανότατα να ζητήσει την αποπληρωμή όσων περισσότερων ανεξόφλητων δανείων μπορεί. Είναι πολύ πιθανό να αναγκαστεί να πουλήσει όσο το δυνατόν περισσότερα από τα περιουσιακά της στοιχεία – με μεγάλη έκπτωση – απλώς για να επιβιώσει. Και στη χειρότερη περίπτωση, όπως η SVB, θα χρεοκοπήσει και θα εξαφανιστεί. Όπως είδαμε στη Μεγάλη Ύφεση του 1929-1933, όταν χιλιάδες τράπεζες των ΗΠΑ κατέρρευσαν μπροστά σε ένα εθνικό κύμα τραπεζικού πανικού, η κατάρρευση της αγοράς χρήματος που έπεται μετά από τέτοια επεισόδια, θα αναγκάσει ολόκληρη την οικονομία να υποκύψει σε άμεσο και πλήρες πάγωμα: το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) των ΗΠΑ συρρικνώθηκε περίπου κατά 27% στα τέσσερα αυτά χρόνια, αφήνοντας σε σημερινό ισοδύναμο 42 εκατομμύρια εργαζομένους χωρίς δουλειά.
Αυτό είναι το «άστατο κεφάλαιο» σε σπασμωδική αστάθεια.
Αλλά υπάρχει θεραπεία: μόλις το κράτος στέκεται πίσω από μια επένδυση, διασφαλίζοντας ότι ο καταθέτης δε θα χάσει χρήματα, το άστατο κεφάλαιο γίνεται παθητικό κεφάλαιο. Αυτή είναι η λογική της ασφάλισης καταθέσεων. Αποτρέπει τον τραπεζικό πανικό με σχεδόν 100% επιτυχία επειδή καθησυχάζει τους καταθέτες ότι δε χρειάζεται να σπεύσουν να ζητήσουν τα χρήματα τους: θα τα πάρουν ό,τι και να γίνει.
Βέβαια, κάθε φορά που δίνεται άνευ όρων εγγύηση σε μια επένδυση, δημιουργείται ηθικός κίνδυνος: εξαλείφονται τα κίνητρα τόσο για τον «επενδυτή» (σε αυτή την περίπτωση τον καταθέτη) όσο και για το «επενδυτικό ίδρυμα» (την τράπεζα) να διεξάγουν διαγνωστικό έλεγχο με τη δέουσα επιμέλεια σχετικά με το κατά πόσο υγιείς είναι οι επενδύσεις που κάνουν ή χρηματοδοτούν.
Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, ο αρχικός σχεδιασμός της ασφάλισης καταθέσεων περιλάμβανε δύο επικουρικούς πυλώνες, εκτός από τις πληρωμές στους άτυχους. Αφενός, την απαίτηση οι ασφαλισμένες τράπεζες να υποβάλλονται σε προληπτικούς κανονισμούς σχετικά με το πώς δανείζουν και επενδύουν τα χρήματα που τους έχουν εμπιστεύονται. Αφετέρου, ένα όριο στο ύψος των ασφαλισμένων καταθέσεων, βάσει της υπόθεσης ότι οι μικροκαταθέτες – ο απλός λαός – δε δύνανται να διεξάγουν αυτού του τύπου το διαγνωστικό έλεγχο, σε αντίθεση με τους πλούσιους καταθέτες που μπορούν.
Εξαλείφοντας το μεσάζοντα
Η τωρινή κατάρρευση της SVB δε μας υπενθύμισε μόνο ότι ο πρώτος βοηθητικός πυλώνας, οι κανονισμοί, είναι συχνά ανεπαρκείς για να αποκλείσουν την ανεύθυνη συμπεριφορά των τραπεζών. Δυναμίτισε επίσης το πρόσχημα στο οποίο βασίστηκε ο δεύτερος πυλώνας: οι μεγάλοι καταθέτες της SVB, κυρίως εταιρίες υψηλής τεχνολογίας, χρειάστηκε να σωθούν τελικά γιατί προφανώς δεν ήταν πλέον ικανοί να κρίνουν την «υγεία της επένδυσής» τους – ήτοι, τη χρηματοοικονομική υγεία της τράπεζας όπου κρατούσαν τα χρήματά τους – από οποιοδήποτε κοινό ιδιώτη.
Επιπλέον, η ζημιά που θα είχαν πιθανά προκαλέσει στην ευρύτερη οικονομία αν είχαν αναγκαστεί να υποστούν τις συνέπειες των αποτυχημένων «επενδύσεών» τους – πυροδοτώντας ενδεχομένως έναν πιο γενικευμένο πανικό στις μη ασφαλισμένες καταθέσεις σε εθνικό επίπεδο, ακόμα και σε παγκόσμιο – κρίθηκε από τις κεντρικές τράπεζες ως πολύ μεγάλος κίνδυνος για να επιτρέψουν να συμβεί.
Αυτό το γεγονός έχει πυροδοτήσει μια συζήτηση σχετικά με τον παραλογισμό της τραπεζικής ιδιωτικών καταθέσεων, με ριζοσπαστικές συνεπαγωγές. Αν η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) πρέπει να εγγυάται μόνιμα κάθε κατάθεση που κάθε τράπεζα οφείλει σε κάθε καταθέτη, γιατί να μην το κάνει άμεσα, δρώντας υπό το δικό της δικαίωμα ως το καταθετικό ίδρυμα με το οποίο συναλλάσσεται κάθε καταθέτης;
Με άλλα λόγια, γιατί να μη λειτουργεί η Fed ως η τράπεζα για ιδιώτες και επιχειρήσεις;
Αυτό είναι το σχέδιο που υποστηρίζουν εδώ και χρόνια μελετητές όπως η Σαούλε Ομάροβα και ο Ρόμπερτ Χόκετ (Robert Hockett) σε άρθρα και βιβλία όπως τα “The Finance Franchise” και The Citizens’ Ledger: Digitizing Our Money, Democratizing Our Finance. Σε ένα τέτοιο σύστημα, οι ιδιώτες θα μπορούσαν ακόμα να ανοίγουν λογαριασμούς σε ιδιωτικές τράπεζες, αλλά οι επακόλουθες καταθέσεις τους θα περνούσαν ως υποχρεώσεις της Fed, όχι των ιδιωτικών τραπεζών. Οι ιδιωτικές τράπεζες θα λειτουργούσαν ως πάροχοι υπηρεσιών, διαχειριζόμενες τους λογαριασμούς εκ μέρους της Fed έναντι αμοιβής. Έπειτα από την κατάρρευση της SVB, η λογική ενός τέτοιου σχήματος έχει διατυπωθεί από μια σειρά από εξέχοντες οικονομικούς σχολιαστές. Ο Martin Sandbu των Financial Times υποστήριξε ότι
Η κρίση της SVB θα έπρεπε να μας κάνει να αναρωτηθούμε: ποιος είναι ο σκοπός των τραπεζών;. . . αν αυτές οι καταθέσεις χρειάζονται τη στήριξη από τα αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας ή κάτι παρόμοιο, σε τι ωφελεί η παρεμβολή των ιδιωτικών τραπεζών που αποκομίζουν κέρδη από τη διαμεσολάβηση;
Ο σημαίνων οικονομικός αναλυτής Matthew C. Klein, που γράφει το Overshoot το έθεσε ως εξής: «Αντί να επεκτείνει τις επιδοτήσεις σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, ο δημόσιος τομέας θα έπρεπε να ενστερνιστεί το ρόλο του ως χρηματοοικονομικού διαμεσολαβητή» διότι «τα χρήματα και το σύστημα πληρωμών είναι δημόσια αγαθά». Και το podcast του Bloomberg, πρόσφατα φιλοξένησε την Ομάροβα να εξηγήσει την ιδέα, η οποία σύμφωνα με τον παρουσιαστή της εκπομπής Weisenthal, «ξαφνικά μοιάζει πιο κυρίαρχη εξαιτίας αυτής της έντασης μεταξύ ιδιωτικού κέρδους στον τραπεζικό τομέα και των αποτελεσμάτων που όλοι περιμένουν». Η κατάρρευση της SVB, εξήγησε, «άνοιξε διάπλατα τη συζήτηση».
Αλλά δε χρειάζεται παρά λίγη σκέψη για να δει κανείς ότι η ίδια λογική που δικαιολογεί την κοινωνικοποίηση μιας συγκεκριμένης μορφής χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης (τις καταθέσεις όψεως) μπορεί να εφαρμοστεί εξίσου σχεδόν σε όλο το εύρος δραστηριοτήτων που συνδέουν τους ιδιώτες αποταμιευτές με μακρινές παραγωγικές επιχειρήσεις – ήτοι, το σύνολο της κεφαλαιαγοράς. Ενώ άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα μπορεί να μην προκαλούν την ίδια άμεση, ισοπεδωτική καταστροφή όπως συμβαίνει με τις τραπεζικές καταθέσεις όταν πέφτουν θύματα φυγής προς τη ρευστότητα, εμπλέκονται όλα στην ίδια βασική παθολογία. Θα εξηγήσω το γιατί – και θα περιγράψω πώς μπορεί να μοιάζει μια σοσιαλιστική λύση – σε επόμενο άρθρο.
.kommon.gr/