Η δημιουργική ασάφεια δεν λείπει από τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού και της υπουργού Εργασίας σχετικά με τον σχεδιαζόμενο μηχανισμό αυτόματης αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού. Ανήγγειλαν ότι από το 2028 ο κατώτατος μισθός θα καθορίζεται μέσω μαθηματικού τύπου που θα λαμβάνει υπόψη του δύο μεταβλητές: αφενός μεν τον πληθωρισμό, αφετέρου δε την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (και ο υπολογισμός θα γίνεται με βάση τα κοινά αποδεκτά στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής).
Η διατύπωση αυτή δεν αποσαφηνίζει ακριβώς τον τρόπο του υπολογισμού: τι ακριβώς σημαίνει ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού «θα λαμβάνει υπόψη» τις μεταβολές του πληθωρισμού και της παραγωγικότητας; Θα προκύπτει άραγε η αύξηση του κατώτατου μισθού ως άθροισμα ολόκληρου του πληθωρισμού και ολόκληρης της αύξησης της παραγωγικότητας; Εάν π.χ. ο πληθωρισμός ανέλθει σε 3% και η παραγωγικότητα αυξηθεί κατά 2%, πόσο θα αυξηθεί ο κατώτατος μισθός; Κατά 3%+2%=5% ή μήπως θα πρέπει, όπως σε ανάλογες ρυθμίσεις κατά το παρελθόν, να αθροίζουμε το 50% του πληθωρισμού και το 50% της παραγωγικότητας της εργασίας;
Επειδή δεν είμαστε καχύποπτοι ας δεχτούμε ότι πίσω από την ασάφεια κρύβονται οι καλύτερες προθέσεις και ότι θα λαμβάνονται οι μεταβολές των δύο μεταβλητών στο σύνολό τους –εάν δεν ισχύει αυτό, θα πρόκειται για φάρσα ανάξια σχολιασμού.
Τα θετικά, με μισή καρδιά
Ας αρχίσουμε από τα θετικά: ο κατώτατος μισθός αφορά τους χαμηλόμισθους, οι οποίοι επιβαρύνονται περισσότερο από τους άλλους μισθωτούς όταν οι τιμές αυξάνονται επειδή δαπανούν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε είδη που παρουσιάζουν πληθωρισμό υψηλότερο του μέσου όρου όπως τα τρόφιμα, η στέγαση, οι μεταφορές και η ενέργεια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο γενικός δείκτης του πληθωρισμού να υποεκτιμά τις αυξήσεις του κόστους διαβίωσης που αντιμετωπίζουν οι χαμηλόμισθοι, επομένως και όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Επομένως όταν οι μισθοί αναπροσαρμόζονται με βάση τον μέσο πληθωρισμό, η προσαρμογή των χαμηλών μισθών υπολείπεται των αυξήσεων του κόστους ζωής που αντιμετωπίζουν όσοι αμείβονται με τον κατώτατο και τότε η αγοραστική τους δύναμη μειώνεται. Με δυο λόγια, ο «πληθωρισμός των φτωχών» είναι υψηλότερος από τον μέσο πληθωρισμό.
Επειδή έτσι συμβαίνουν τα πράγματα, η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού θα έπρεπε να γίνεται με τον αυξημένο πληθωρισμό που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά τα οποία βρίσκονται στο 20% των χαμηλότερων εισοδημάτων εάν ήθελε κάποιος πραγματικά να προστατεύσει τους χαμηλόμισθους. Αυτό το λαμβάνει υπόψη της η προτεινόμενη από την κυβέρνηση αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, αλλά με μισή καρδιά: ο υπολογισμός θα γίνεται με τον μέσο όρο του «πληθωρισμού των φτωχών» και του γενικού πληθωρισμού. Αρα δεν πρόκειται για πλήρη προστασία των χαμηλόμισθων έναντι του πληθωρισμού.
Επειδή δε η κυβέρνηση γνωρίζει πόσο άπληστοι είμαστε, διευκρινίζει ότι κατά περίπτωση, όταν εμφανίζονται οικονομικά προβλήματα, θα υπάρχει παρέκκλιση από τον μηχανισμό αυτόματης αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού και ο καθορισμός του θα γίνεται με διαβούλευση. Είναι αδιανόητο, δηλαδή, για την κυβέρνηση ότι εάν π.χ. εμφανιστεί και πάλι διψήφιος πληθωρισμός, όπως συνέβη πρόσφατα, θα δοθούν διψήφιες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό. Μας καθησυχάζει ωστόσο η διαβεβαίωση της κυβέρνησης ότι δεν θα επιτρέπεται η μείωσή του.
Ποια παραγωγικότητα;
Το γεγονός ότι ο μηχανισμός αναπροσαρμογής περιλαμβάνει και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (ολόκληρη υποθέσαμε) είναι προφανώς θετικό. Αυτό όμως που ως γενική αρχή φαίνεται θετικό, ενδέχεται να αποδειχθεί αρνητικό σε μια χώρα που βρίσκεται σε παραγωγική παρακμή όπως η Ελλάδα, όπου η παραγωγικότητα της εργασίας μειώθηκε αδιαλείπτως από το 2008 και επί δεκατρία συναπτά έτη συνολικά κατά περίπου 30% και ανέκαμψε μόνο προσφάτως, κατά το 2022-2023, κατά 4% χάρη στον «από μηχανής θεό» του τουρισμού.
Ο κυριότερος παράγοντας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας είναι οι ακαθάριστες επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο. Αυτές όμως που κυμαίνονταν περί το 25% του ΑΕΠ από το 1960 έως το 2009 έχουν καθηλωθεί τώρα, από το 2010 και μετά, στο 13% του ΑΕΠ. Με αυτό δεδομένο πόσο αισιόδοξοι μπορούμε να είμαστε ότι θα αυξάνεται στο εξής η παραγωγικότητα της εργασίας; Πόσο απίθανο είναι να μειωθεί περαιτέρω; Και τι θα συμβεί με τον υπολογισμό του κατώτατου μισθού εάν επανεμφανιστούν οι αρνητικές μεταβολές της παραγωγικότητας ή έστω παραμείνουν θετικές μεν, αλλά πολύ μικρές;
Η άβυσσος που μας χωρίζει
Εφόσον ισχύσουν όσα έχουν ανακοινωθεί για τον μηχανισμό αυτόματης αναπροσαρμογής, οι αυξήσεις του κατώτατου θα παραμείνουν επιεικώς ανεπαρκείς για να βελτιώσουν έστω κατά τι τη ζωή των χαμηλόμισθων. Εν τω μεταξύ το 90% των μισθωτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα δυσκολεύονται να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους (ή με άλλα λόγια, ο μισθός «τελειώνει» πριν από το τέλος του μήνα). Το αντίστοιχο ποσοστό όσων αμείβονται με μισθό υψηλότερο του μέσου ανέρχεται σε 69%. Ούτε ο κατώτατος ούτε ο μέσος μισθός επιτρέπουν στα νοικοκυριά των μισθωτών να ζήσουν μια κανονική ζωή όπως αυτή ορίζεται από τα καταναλωτικά πρότυπα της ζωής στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Οπως φαίνεται στο συνημμένο διάγραμμα, σε καμιά άλλη χώρα της Ευρώπης των «27» η κατάσταση δεν είναι δραματική όπως είναι στην Ελλάδα.
Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε ότι σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης των «27» η αναλογία του κατώτατου προς το επίπεδο της παραγωγικότητας είναι χαμηλότερη του μέσου όρου της Ενωσης. Επομένως υπάρχει ανάγκη για μια επιπλέον διόρθωση, την οποία βεβαίως το κυβερνητικό σχέδιο δεν λαμβάνει υπόψη του και η οποία είναι αναγκαία ως στοιχείο πραγματικής σύγκλισης με τις άλλες οικονομίες της Ευρώπης.
Με αυτά δεδομένα οι ελάχιστες απαιτήσεις για έναν μηχανισμό αυτόματης αναπροσαρμογής που θα αποσκοπούσε πραγματικά στη βελτίωση της ζωής των χαμηλόμισθων θα ήταν αυξήσεις ίσες με το άθροισμα (α) του «πληθωρισμού των φτωχών», (β) των μεταβολών της παραγωγικότητας της εργασίας εφόσον αυτές θα ήταν θετικές και (γ) ενός ποσοστού διόρθωσης για τη σύγκλιση του κατώτατου μισθού ως ποσοστό της παραγωγικότητας με το μέσο επίπεδο της Ευρώπης των «27».
*Οικονομικός αναλυτής
Σχόλια (0)