Συντάξεις: «Καταιγίδα» από φανερές και κρυφές περικοπές

Συντάξεις: «Καταιγίδα» από φανερές και κρυφές περικοπές

  • |
Οι νέες συντάξεις που θα δοθούν μετά την ισχύ του νέου Ασφαλιστικού θα είναι μειωμένες κατά 30%, ενώ η ασφάλιση μετά τα 25 έτη και με αμοιβές πάνω από 1.300 ευρώ καθίσταται ασύμφορη.
Στο Ασφαλιστικό νομοσχέδιο προβλέπονται «φανερές και κρυφές» μειώσεις στις συντάξιμες αποδοχές. Οι επιβαρύνσεις αφορούν τη συντριπτική πλειονότητα ασφαλισμένων και συνταξιούχων και αφορούν: μειώσεις των νέων συντάξεων κατά 30%. Περικοπές σε συνταξιούχους με άθροισμα κύριας και επικουρικής άνω των 1.300 ευρώ και καθιέρωση των υψηλών εισφορών (20%) για όλους. Μείωση των επικουρικών συντάξεων ως και 40% μέσω του επανυπολογισμού τους. Μειώσεις σε εφάπαξ ως 15% και μερίσματα κατά 32%. Σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ.
Μείωση των δικαιούχων συντάξεων χηρείας με τη θέσπιση ηλικιακού ορίου. Μείωση κατά 60% θα υποστούν οι συντάξεις όσων εργάζονται. Πιο αναλυτικά, οι περικοπές που υποκρύπτονται ή αποκαλύπτονται από το νέο Ασφαλιστικό είναι οι ακόλουθες: – Περικοπές από 1.300 ευρώ και άνω: Οι επικουρικές συντάξεις που θα περικοπούν, θα προέλθουν από συντάξιμες αποδοχές άνω των 1.300 ευρώ. Το ποσοστό τους δεν προσδιορίζεται αλλά είναι γνωστό ότι οι μειώσεις που θα γίνουν θα κυμανθούν από 2% έως 40%, στοχευμένες ανά ύψος επικουρικής σύνταξης.
Με δεδομένο όμως ότι το όριο αυτό περιλαμβάνει τόσο τις εισφορές υπέρ υγείας, όσο και την εισφορά υπέρ ΑΚΑΓΕ, είναι πιθανό οι μειώσεις να ξεκινήσουν από χαμηλότερο όριο, ακόμα και τα 1.170 ευρώ, καθαρά. – Μόνιμος μηχανισμός περικοπών: Σύμφωνα με το νομοσχέδιο για το Ασφαλιστικό, κάθε τριετία, από την παραπάνω ημερομηνία και μετά, η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, πρέπει να εκπονεί υποχρεωτικά αναλογιστικές μελέτες, οι οποίες επικυρώνονται από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντικείμενό τους, η συνεχής παρακολούθηση της εξέλιξης της εθνικής συνταξιοδοτικής δαπάνης.
Σε περίπτωση που διαπιστωθεί πρόβλημα, δηλαδή έλλειμμα, τότε ο νομοθέτης προβλέπει ότι «με ειδικό νόμο ανακαθορίζονται οι συντάξεις με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος». Το όριο που τίθεται είναι το ύψος των ανωτέρω δαπανών για την εθνική, την αναλογική και την επικουρική σύνταξη, προβαλλόμενο έως το έτος 2060, να μην υπερβαίνει το περιθώριο αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με έτος αναφοράς το 2009.
Παράλληλα, στο ίδιο άρθρο που οριοθετείται, έστω και έμμεσα, η δημιουργία μιας ρήτρας μηδενικού ελλείμματος, προστίθεται ότι για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, συντάξεων, για τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου κανονίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη. Πρόκειται για το μισθό, που είχε διαμορφωθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, με βάση τους κανόνες αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών του Δημοσίου τομέα, που ίσχυαν κατά τη δημοσίευση του παρόντος.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης αυτής. Επίσης, μέχρι την 31.12.2018, οι συντάξεις της προηγούμενης παραγράφου συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014 σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις, παρακρατουμένης της εισφοράς υπέρ υγειονομικής περίθαλψης. Από την 1.1.2019, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει.
Εάν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους, τότε αυτό προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Σημειώνεται ότι το συνολικό ποσό της σύνταξης που εκδίδεται μετά την θέση σε ισχύ του νόμου, αυξάνεται από την 1.1.2017 κατ’ έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στη βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. – Μειώσεις νέες συντάξεις: Οι νέες συντάξεις μειώνονται μεσοσταθμικά σε ποσοστό 15 – 20%, λόγω μείωσης των ποσοστών αναπλήρωσής τους.
Για τα 15 έτη ασφάλισης ο σχετικός συντελεστής είναι 0,77, ενώ ανέρχεται στο 2, για 40 χρόνια προϋπηρεσίας. Οι αυξήσεις αναμένεται να είναι μεγαλύτερες (έως 30%), για όσους έχουν περισσότερα από 25 έτη ασφάλισης, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις διασώζονται, προς το παρόν, από την εφαρμογή του μέτρου της προσωπικής διαφοράς. – Μερίσματα: Τα μερίσματα που χορηγεί το Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων (ΜΤΠΥ), αποφασίστηκε να «αναπροσαρμοστούν» και μάλιστα αναδρομικά, με βάση τα ελλείμματα που προκαλούνται από την 1.1.2016 και μετά.
Αναμένεται να υπάρξει περικοπή μεγαλύτερη από 32,5%. – Πλαφόν: Στο εξής, το ανώτατο πλαφόν για κάθε ατομική σύνταξη ανέρχεται στα 2.000 ευρώ, αντί για 2.773 ευρώ, που ήταν έως τώρα. Οι τελικές διατάξεις του νομοσχεδίου αναφέρουν ότι μέχρι 31.12.2018 αναστέλλεται η καταβολή κάθε ατομικής μηνιαίας σύνταξης των προσώπων που είχαν ήδη καταστεί συνταξιούχοι μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, κατά το μέρος που υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ. Για την εφαρμογή του ανώτατου αυτού ορίου, λαμβάνονται υπόψη το καταβαλλόμενο ποσό συνυπολογιζόμενης της εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης υπέρ ΕΟΠΥΥ και της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 38 του ν.3863/2010 (115 Α’), όπως ισχύει, και των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (152 Α’), όπως ισχύει.
Κατά την ίδια περίοδο, το άθροισμα του καθαρού ποσού των συντάξεων των παραπάνω προσώπων, που δικαιούται κάθε συνταξιούχος από οποιαδήποτε αιτία από το Δημόσιο, ΝΠΔΔ, ή οιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Στον υπολογισμό του ανώτατου ορίου καταβολής σύνταξης που αφορά στα άτομα με αναπηρία ή χρόνια πάθηση και των οικογενειών που έχουν μέλη τους άτομα με αναπηρία δεν λαμβάνονται υπόψη τα πάσης φύσεως επιδόματα αναπηρίας. Από την 1.1.2019 καταβάλλεται το τυχόν υπερβάλλον ποσό που προκύπτει σε σχέση με ανώτατο όριο των παραγράφων 1 και 2 και το νέο ύψος των συντάξεων όπως θα προκύψει σύμφωνα με την κατά το άρθρο 14 αναπροσαρμογή τους Σύμφωνα με τα όσα τονίζονταν πριν την κατάθεση στην βουλή, στο Άρθρο 13 του νομοσχεδίου, έως τις 31 Δεκεμβρίου του 2018, το ποσό κάθε ατομικής μηνιαίας σύνταξης των προσώπων που είχαν ήδη καταστεί συνταξιούχοι μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, δεν μπορεί να υπερβαίνει το εξαπλάσιο του πλήρους ποσού της εθνικής σύνταξης.
Αυτό σήμαινε ότι στο εξής το πλαφόν θα υποχωρούσε στα 2.304 ευρώ, από 2.773 που είναι σήμερα. Ετσι το τελικό νομοσχέδιο κόβει ακόμη περισσότερο τις υψηλές συντάξεις με αποτέλεσμα να δουν οι κάποιες χιλιάδες συνταξιούχοι που λαμβάνουν αυτές τις αποδοχές μεγάλες μειώσεις, με την ψήφιση του νομοσχεδίου. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του συστήματος «ΗΛΙΟΣ» του Υπουργείου Εργασίας για τις καταβαλλόμενες συντάξεις , οι κύριες που υπερβαίνουν τα 2.000 ευρώ μεικτά δεν ξεπερνούν σε πλήθος τις 4.000. Αυτό σημαίνει ότι σταδιακά οι συνταξιούχοι αυτοί θα χάσουν το ποσό της σύνταξης που υπερβαίνει τα 2.000 ευρώ.
Το πλαφόν για το άθροισμα συντάξεων παραμένει στο ύψος που είχε τεθεί εξαρχής, δηλαδή στα 3.000 ευρώ καθαρό ποσό (2.500 συνταξιούχοι έχουν εισόδημα από συντάξεις άνω των 3.000 ευρώ). – Κατώτατη σύνταξη: Στο εξής αντικαθίσταται από την Εθνική Σύνταξη των 384 ευρώ για 20 έτη ασφάλιση, που μειώνεται στα 345 ευρώ, για περιπτώσεις συνταξιοδότησης με 15αετία. Υπενθυμίζεται ότι αρχικά, η κατώτατη σύνταξη στο ΙΚΑ ήταν 486 ευρώ, που υποχώρησαν στα 392 ευρώ, με την εγκύκλιο Χαϊκάλη, τον περασμένο Αύγουστο. – ΕΚΑΣ: Στο σχέδιο νόμου οριοθετείται η κατάργηση του ΕΚΑΣ έως το 2020, «εμπροσθοβαρώς» που σημαίνει ότι οι περισσότερες μειώσεις αναμένεται να προκύψουν το 2017.
Πάντως, έτσι και αλλιώς χάνουν από φέτος το επίδομα το 20% των δικαιούχων και ειδικότερα όσοι έχουν εισόδημα πάνω από: * 7.972 ευρώ καθαρό ετήσιο εισόδημα από συντάξεις, μισθούς, ημερομίσθια και λοιπά επιδόματα (εξαιρούνται συντάξεις αναπήρων, θυμάτων πολεμικής περιόδου, τρομοκρατίας και προνοιακά βοηθήματα). * 8.884 ευρώ ετήσιο ατομικό φορολογητέο. * 11.000 ευρώ ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο. * 664 ευρώ ακαθάριστο ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης. – Εισφορές: Οι ασφαλιστικές εισφορές υπέρ επικουρικής αυξάνονται κατά μιάμιση μονάδα, αλλά σε μεγαλύτερο εύρος χρόνου. Αρχικά, μία ποσοστιαία μονάδα για τα τρία πρώτα έτη (μισή μονάδα αύξηση των εισφορών του εργοδότη και άλλη μισή αύξηση των εισφορών του εργαζομένου).
Στη συνέχεια προτείνεται αύξηση για την επόμενη τριετία (έως το 2022), κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, δηλαδή κατά 0,25% από τον εργοδότη και 0,25% από τον εργαζόμενο. – Συντάξεις χηρείας: Ηλικιακά όρια στο 52ο και στο 55ο έτος, θέτει ο νέος νόμος για το Ασφαλιστικό, για τις συντάξεις λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου του Δημοσίου, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει το χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για την συνταξιοδότηση λόγω γήρατος ή αναπηρίας. Στην περίπτωση αυτή δικαιούνται σύνταξη τα παρακάτω μέλη της οικογένειας του (επιζών σύζυγος, τέκνα, ακόμα και διαζευγμένος σύζυγος) ως εξής: * Ο επιζών σύζυγος, εφόσον έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά το χρόνο θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου. Εάν όμως έχει συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας του κατά τον ως άνω χρόνο, δικαιούται σύνταξη για διάστημα τριών ετών, μετά την πάροδο των οποίων η καταβολή σύνταξης αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του.
Εφόσον δεν έχει συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας του κατά τον ως άνω χρόνο, δικαιούται σύνταξη για διάστημα τριών ετών. *Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, με την προϋπόθεση ότι: α) είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Το όριο αυτό παρατείνεται μέχρι του 24ου έτους, εφόσον φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού ή σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ή Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης. β) κατά το χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από την συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους.
Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας. *Ο διαζευγμένος σύζυγος, εφόσον πληροί αθροιστικά τις προϋποθέσεις για τον επιζώντα σύζυγο και επιπλέον τις εξής: α) Ο πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να κατέβαλλε σε αυτόν διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με μεταξύ τους σύμβαση. β) Να είχε συμπληρώσει δέκα έτη έγγαμου βίου, μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. γ) Το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της εγγάμου συμβιώσεως υπαιτιότητας του αιτούντος τη σύνταξη. δ) Το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημά του να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφαλίστων Υπερηλίκων που καταβάλλεται από τον ΟΓΑ. ε) Να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης.
Στο νομοσχέδιο γίνεται ειδική αναφορά για το ενδεχόμενο ο επιζών σύζυγος να μην δικαιούται σύνταξη χηρείας. Κάτι τέτοιο συμβαίνει αν ο θάνατος του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο πέντε ετών από την τέλεση του γάμου, εκτός αν: α) Ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα εργατικό ή ατύχημα εκτός εργασίας ή ανθρωποκτονία. β) Κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε ή με το γάμο νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο. γ) Η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελεί σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο. δ) Συντρέχει η περίπτωση ανασυστάσεως προϋπάρξαντος γάμου, αρκεί οι τελεσθέντες γάμοι, δηλαδή ο αρχικός και ο εξ ανασυστάσεως, κατά τη διάρκεια του οποίου απεβίωσε ο σύζυγος, να έχουν διαρκέσει τουλάχιστον πέντε χρόνια συνολικά, και ο εξ ανασυστάσεως να διήρκησε τουλάχιστον 6 μήνες. Σημειώνεται ότι το δικαίωμα σύνταξης, λόγω θανάτου, των ανωτέρω δικαιούχων καταργείται: α) Με το θάνατο του δικαιούχου. β) Με την τέλεση γάμου του δικαιούχου ή σύναψη συμφώνου συμβίωσης. γ) Ειδικά για τα τέκνα με τη συμπλήρωση των ανωτέρω οριζόμενων ορίων ηλικίας. δ) Από τότε που, με νεότερη κρίση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, έπαυσε η ανικανότητα για εργασία.
Επισημαίνεται ότι το ποσό της σύνταξης των ανωτέρω δικαιούχων, υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή θα εδικαιούτο ο θανών κατά το χρόνο του θανάτου του αν κατά το χρόνο του θανάτου του καθίστατο ανάπηρος κατά ποσοστό 80% και επιμερίζεται, ως εξής: α) Για τον επιζώντα σύζυγο ποσοστό 50% της σύνταξης. Εάν ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος, περιορίζεται αυτή ως ακολούθως: Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και της συζύγου του, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, η σύνταξη του επιζώντος συζύγου, υφίσταται, για κάθε πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που καθορίζεται σε: 1% για τα έτη από το 10ο και το 20ό έτος. 2% για τα έτη από το 21ο έως το 25ο έτος. 3% για τα έτη από το 26ο έως το 30ό έτος. 4% για τα έτη από το 31ο έως το 35ο έτος. 5% για τα έτη από το 36ο και άνω. β) Για τον διαζευγμένο, εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει δέκα έτη έως τη λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιζών σύζυγος επιμερίζεται κατά 75% στο χήρο και 25% στον διαζευγμένο. Για κάθε έτος εγγάμου βίου πέραν του 10ου και μέχρι το 35ο έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος μειώνεται κατά 1% στο χήρο και αυξάνεται αντίστοιχα κατά 1% στον διαζευγμένο.
Εάν πρόκειται για έγγαμο βίο, που διήρκησε πλέον των 35 ετών έως τη λύση του κατά τα ανωτέρω, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιμερίζεται κατά 50% στο χήρο και 50% στον διαζευγμένο. Εάν ο θανών δεν καταλείπει χήρο, ο διαζευγμένος δικαιούται το αυτό ποσοστό του διαζευγμένου, κατά τα ως άνω, της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο χήρος. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός δικαιούχων διαζευγμένων το αναλογούν για τον/την διαζευγμένο/η κατά τα ως άνω ποσοστά ποσό σύνταξης κύριας και επικουρικής επιμερίζεται εξίσου μεταξύ αυτών. γ) Για κάθε παιδί ποσοστό 25% της σύνταξης. Αν πρόκειται για παιδί ορφανό και από τους δύο γονείς, το παραπάνω ποσοστό διπλασιάζεται, εκτός αν το ορφανό παιδί δικαιούται σύνταξη και από τους δύο γονείς, οπότε το ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης δεν διπλασιάζεται.
Στο νομοσχέδιο, τονίζεται ότι το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος συζύγου και των τέκνων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος. Σε περίπτωση που το άθροισμα των ποσοστών των δικαιούχων υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος περιορίζεται ισόποσα το ποσοστό των τέκνων. Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα και η σύνταξη καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο μειωμένη, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται επιμερίζεται στα τέκνα. Σε περίπτωση που εκλείψουν οι προϋποθέσεις για χορήγηση ποσοστού σύνταξης θανάτου στα τέκνα, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται δεν καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο.
Στον επιζώντα σύζυγο καταβάλλεται ολόκληρη η σύνταξη για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα. Μετά την πάροδο της τριετίας, σε περίπτωση που ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, η σύνταξη περιορίζεται στο 50% της σύνταξης λόγω θανάτου, έως τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του. Μετά τη συμπλήρωση του ορίου αυτού ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 50% της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή θα εδικαιούτο ο θανών κατά το χρόνο του θανάτου του. Για την ειδική περίπτωση που ο επιζών των συζύγων, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, τότε λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων. Εφόσον, εντός χρονικού διαστήματος 5 ετών από την πρώτη καταβολή σύνταξης λόγω θανάτου, ο άνεργος επιζών ή διαζευγμένος σύζυγος προσληφθεί ως μισθωτός ή προχωρήσει σε έναρξη οικονομικής δραστηριότητας ως αυτοαπασχολούμενος, οι ασφαλιστικές του εισφορές καταβάλλονται από το Δημόσιο για διάστημα 2 ετών.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εξειδικεύονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. – Περικοπές σε όσους εργάζονται: Μειωμένες σε ποσοστό 60% καταβάλλονται στο εξής οι συντάξεις, κύριες και επικουρικές, σε δικαιούχους, οι οποίοι αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν ιδιότητα ή δραστηριότητα υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ. Η μείωση ισχύει για όλους τους συνταξιούχους λόγω γήρατος του Δημοσίου, καθώς και όλων των φορέων, ταμείων, κλάδων ή λογαριασμών που εντάσσονται στον ΕΦΚΑ, για όσο χρόνο απασχολούνται ή διατηρούν την ιδιότητα ή την δραστηριότητα. Ειδικά στην περίπτωση που οι συνταξιούχοι αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν δραστηριότητα σε φορείς της γενικής Κυβέρνησης, τότε η καταβολή της σύνταξής ή των συντάξεών τους, κύριων και επικουρικών αναστέλλεται.
Η αναστολή ισχύει για όσο χρόνο διαρκεί η παροχή της εργασίας τους ή των υπηρεσιών τους ή η δραστηριότητά τους. Στο νομοσχέδιο επισημαίνεται ότι ο συνταξιούχος που αναλαμβάνει εργασία ή αυταπασχολείται μπορεί να χρησιμοποιήσει το χρόνο της ασφάλισής του κατά το χρονικό διάστημα της κατά τα ανωτέρω απασχόλησής του ή της περικοπής ή αναστολής καταβολής της σύνταξής του, για την προσαύξηση της επικουρικής σύνταξης ή / και του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης.

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος