Δυσαρεστημένος από την ποιότητα του φαγητού που σερβίρεται στο κέντρο φιλοξενίας προσφύγων στη Ριτσώνα, ο Rankoussi Talal, πρώην σεφ στη Δαμασκό, αποφάσισε να θέσει τις ικανότητές του στην υπηρεσία των «συγκατοίκων» του προσφύγων, Σύριων και Κούρδων, δημιουργώντας φαγητά που να θυμίζουν γεύσεις της Ανατολής.
Η δωρεά μιας Αμερικανίδας, της Carolynn Rockafellow, τον βοήθησε να δημιουργήσει το Rits (από το Ριτσ-ωνα) Café.
Το Rits είναι μία εναλλακτική κουζίνα, που βοηθά τους υπέυθυνους του στρατοπέδου στη βελτίωση της διατροφής των προσφύγων. Ο μάγειρας προετοιμάζει τώρα παραδοσιακές συνταγές: kebbeh, σαλάτα fattoush, ρύζι maklouba ή muhammara, χαβιάρι από ψημένες πιπεριές.
«Δύο φορές την εβδομάδα, κάνω πιάτα που δεν έχουν τίποτα να κάνουν με μαγειρεμένα γεύματα που προσφέρονται εδώ», λέει ο Talal, ενώ παράλληλα παρακολουθεί το ζωμό κρεμμυδιού που βράζει στην κατσαρόλα.
Όπως στην πλειονότητα των ελληνικών κέντρων φιλοξενίας προσφύγων, οι μάγειρες προέρχονται από το στρατό.
Τα γεύματα «καλύπτουν μόνο τις βασικές ανάγκες» όσον αφορά την θρεπτική αξία και σχεδόν 700 άτομα, τα μισά από αυτά τα παιδιά, ζουν σε προκατασκευασμένα οικήματα.
«Έχουμε πρόβλημα. Ζητάμε από τους μάγειρες (του στρατού) να διαφοροποιήσουν τα μενού τους, όπως είναι η αποστολή πίτας αντί για λευκό ψωμί», δηλώνει ένα υπεύθυνος του στρατοπέδου. «Μερικές φορές 200 γεύματα παραμένουν άθικτα, επειδή κανείς δεν θέλει να τα φάει», προσθέτει.
– Η κα Sharba –
Το Rits Café προσπαθεί να καλύψει αυτό το κενό. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία που επιδιώκει να «βοηθήσει τόσο τους Έλληνες – που είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση αυτής της κρίσης – και τους πρόσφυγες,» λέει η κα Rockafellow, μητέρα δύο παιδιών, η οποία είναι πρώην υπάλληλος της Credit Suisse από τη Νέα Υόρκη και αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα πριν από ένα χρόνο για να δώσει ένα χέρι βοήθειας.
«Ήθελα να βρω έναν τρόπο για να ενθαρρύνω τους πρόσφυγες να εκφράσουν τον πολιτισμό τους μέσω του φαγητού». H Carolynn Rockafellow, έχει λάβει από τους πρόσφυγες το παρατσούκλι μαντάμ Sharba ή κυρία Σούπα.
Το Rits Café στεγάζεται σε ένα παλιό κτίριο στο στρατόπεδο, είναι μόνο 20 m2, και μοιάζει με μία καντίνα χωρίς τροχούς, έχοντας στους τοίχους ράφια με πιάτα και μαχαιροπίρουνα.
Σε ένα μακρύ παγκάκι στη μέση του δωματίου, ο Talal, συνεπικουρούμενος από μια ντουζίνα εθελοντών-προσφύγων, προετοιμάζει τα γεύματα του.
Μία φιάλη προπανίου είναι δίπλα στην είσοδο και το νερό μεταφέρεται σε λεκάνες, γιατί δεν υπάρχει τρεχούμενο νερό.
– Σε αναζήτηση σουμάκ –
Πέντε φορές την εβδομάδα, η κυρία… Σούπα κάνει τις προμήθειές της σε μπαχαρικά, όπως κάρδαμο, κανέλα, τζίντζερ και πάπρικα. Αλλά για άλλα μπαχαρικά όπως το σουμάκ, πρέπει να πάει στην Αθήνα, που απέχει περί τα 60 χιλιόμετρα.
«Και να θυμάστε ότι όλα αυτά θα περάσουν», λέει, ενώ θέλει να αξιοποιήσει την εμπειρία της βοηθώντας τους πρόσφυγες να βρουν δουλειά, όταν καταφέρουν να φύγουν από την Ελλάδα.
Ο εβδομαδιαίος προϋπολογισμός του Rits Café είναι 3.000 έως 5.000 ευρώ.
«Μία φορά την εβδομάδα μαγειρεύουμε κρέας, δύο ή τρεις φορές λαχανικά», λέει ο Rankoussi, ο οποίος εργαζόταν πριν στο Bawabet Dimashq (Την Πύλη της Δαμασκού ndlr), θεωρούμενο ως το πιο μεγάλο ρεστοράν στον κόσμο από το Guinness Book des records, με περισσότερες από 6.000 θέσεις.
Ο Rankoussi έφυγε από τη Συρία, όπως εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες του, και έφτασε τον Φεβρουάριο στην Ελλάδα, περνώντας το Αιγαίο, έχοντας στην αγκαλιά τα τρία παιδιά του, σ’ «ένα ταξίδι-κόλαση».
Ζήτησε άσυλο σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, τη Γερμανία, την Ολλανδία και τη Γαλλία, μέχρι στιγμής χωρίς επιτυχία.
Τώρα λέει ότι δεν έχει «κανένα πρόβλημα» για να εργαστεί ως σεφ σε ένα ελληνικό εστιατόριο. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η δουλειά μου.» λέει.
Πληροφορίες Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων
Μετάφραση Artinews