Αυτό που κάνει ο Πρωθυπουργός σήμερα στη συνέντευξή του στην Καθημερινή, σε συνέχεια των δηλώσεων Σκέρτσου, είναι διεθνώς πρωτοφανές στη διαχείριση της πανδημίας. Κανένας ηγέτης κράτους, ακόμα και αυτών που είναι πιο μπροστά στον εμβολιασμό σε σχέση με την Ελλάδα, δεν έχει προβεί σε μια τέτοια επίθεση κατά αυτών που δεν έχουν ακόμα εμβολιαστεί. Ο Μπάιντεν απευθύνεται στους μη εμβολιασμένους με τυπική πατερναλιστική στοργή («κινδυνεύετε») με αφορμή τον σημερινό εορτασμό της 4ης Ιουλίου. Οι ευρωπαίοι ηγέτες προσπαθούν να εξηγήσουν στους πολίτες τους την αναγκαιότητα του εμβολιασμού. Δεν έχει υποπέσει στην αντίληψή μου καμία δήλωση που να προσεγγίζει στο ελάχιστο τις απειλές που εκτοξεύει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας: «αν δεν εμβολιαστείτε, θα σας κλείσουμε σπίτιά σας χωρίς αποζημίωση»!
Αυτού του τύπου οι τοποθετήσεις μπορεί να ταιριάζουν σε δεξιά τρολ στο Twitter, αλλά δεν μπορούν να είναι υπεύθυνη κυβερνητική πολιτική. Ο εμβολιασμός του ενήλικου πληθυσμού με την πρώτη δόση έχει φτάσει στην Ελλάδα το 44%. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ποσοστό που δηλώνει θετικό στον εμβολιασμό φτάνει το 70%, είμαστε όμως πλέον στο κομμάτι που εμφανίζεται πιο επιφυλακτικό. Οι παλινωδίες με το AstraZeneca έχουν ήδη κοστίσει σημαντικά. Όμως ο εμβολιασμός μπορεί να προχωρήσει πολύ πάνω από το 44% όπου βρίσκεται σήμερα.
Αντί να επιδείξει σοβαρότητα, ο κ. Μητσοτάκης χειρίζεται την καμπάνια του εμβολιασμού με τον ίδιο τρόπο που το μηντιακό σύστημα χειρίστηκε το δημοψήφισμα το 2015. Πρόκειται για συνταγή καταστροφής. Όποιος νομίζει ότι με απειλές και ντουράδες θα διεξαγάγει καμπάνια εμβολιασμού, ας βάλει υπεύθυνο της τον Βενιζέλο να χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι και να φωνάξει «ΑΠΟΛΥΤΩΣ»: έτσι πήγε το ΠΑΣΟΚ από το 44% στο 4%, αντίστοιχη τύχη θα έχει και αυτό το διάβημα.
Στην πορεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, υπήρξαν στιγμές που το Μαξίμου κατάλαβε ότι οι ντουράδες είναι επικίνδυνες. Γι’ αυτό χρειάστηκε κάποιες στιγμές να μαζέψει τον Χαρδαλιά και να βγάλει μπροστά τον Τσιόδρα, να μαζέψει τον Χρυσοχοϊδη και να σημάνει μήνυμα υποχώρησης (βλ. Νέα Σμύρνη). Φαίνεται πως η ιδεοληψία και ο πανικός της κυβέρνησης μπροστά σε μια οικονομική εξίσωση που δεν βγαίνει (τουρισμός, μετάλλαξη Δέλτα, κλπ) οδηγούν σε τραγικούς χειρισμούς στο πεδίο του εμβολιασμού. Δεν είναι τυχαίο ότι, στην ίδια συνέντευξη, ο ΠΘ ξαναξεφουρνίζει τα ιδεολογήματα για τα περισσευούμενα περιφερειακά νοσοκομεία.
Δεν ξέρω αν η βλάβη των τελευταίων ημερών είναι αναστρέψιμη. Έστω και τώρα, πρέπει κάποιος δικός τους να τους πει να το κόψουν.
Είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε μαζί
Έχω τη γνώμη πως η συζήτηση για τον εμβολιασμό θα πρέπει να ξεκινά από τη βασική παραδοχή ότι όποια και αν είναι η άποψη ή η επιλογή καθενός και καθεμιάς, είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε μαζί. Αυτό δεν είναι κάποιο κοινότοπο διαφημιστικό μότο, αλλά μια χρήσιμη πυξίδα για να αντιμετωπίσουμε τα δύσκολα ερωτήματα που τίθενται σε μια κοινωνία που θέλει να λέγεται ελεύθερη και την ίδια στιγμή είναι αντιμέτωπη με μια πανδημία. Εξηγούμαι:
Όταν αυτοί που επιλέγουν να μην εμβολιαστούν, χρησιμοποιούν επιχειρήματα ελεύθερης βούλησης, βγαλμένα από τη συζήτηση για την ευθανασία («δικαίωμά μου είναι τι κάνω με το σώμα μου, αν θα ζήσω ή αν θα πεθάνω»), πρέπει να καταλάβουν ότι η υγεία σε μια οργανωμένη κοινωνία δεν τίθεται με ατομικιστικούς αλλά με συλλογικούς όρους. Η ελληνική πολιτεία έχει συνταγματική υποχρέωση να οργανώνει ένα δημόσιο σύστημα υγείας που να ικανοποιεί το ατομικό δικαίωμα ενός πολίτη στην προστασία της υγείας του. Η εκδήλωση μιας θανατηφόρας πανδημίας που έχει εξαιρετικά ταχεία διάδοση και εξαντλεί γρήγορα τους πόρους του δημόσιου συστήματος σημαίνει ότι οι ατομικές στάσεις (πχ ο μη εμβολιασμός) δεν είναι απλώς «ατομικό δικαίωμα», αλλά έχουν συλλογικό αντίκτυπο. Καθαρά ατομικά δικαιώματα υπάρχουν στις κατά φαντασία καταστάσεις τύπου Ροβινσώνα Κρούσου και όχι στις οργανωμένες κοινωνίες. Η αρρώστια του ενός έχει αντίκτυπο στη ζωή του άλλου: και αυτό δεν μπορεί να ξεπεραστεί ούτε με υπογραφή «παραίτησης» από την υποχρέωση του κράτους να περιθάλψει (πχ «Δηλώνω υπεύθυνα ότι δεν θέλω να με βάλετε σε ΜΕΘ») ούτε με απαλλαγή του κράτους από τη σχετική υποχρέωση επειδή κάποιος δεν εμβολιάστηκε («Για όποιον δεν εμβολιάζεται δεν έχει ΜΕΘ»). Αυτά είναι νεοφιλελεύθερες ονειρώξεις που έρχονται σε σύγκρουση με την οντολογία του ανθρώπου που γεννήθηκε ως συλλογικό ον και είναι καταδικασμένο να ζει ως τέτοιο.
Όταν πάλι αυτοί που επιζητούν τα μέτρα διαχωρισμού εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων απαιτούν την εξάπλωσή των μέτρων για λόγους «δημόσιας υγείας», θα πρέπει να μας απαντήσουν μέχρι πού φτάνει αυτή η απαίτηση: τα μέτρα της κυβέρνησης αφορούν ξανά αποκλειστικά κάποιες πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας (εστίαση, ψυχαγωγία, επιλεγμένες μεταφορές, κλπ). Όμως υπάρχουν πολλαπλάσιες ανθρώπινες δραστηριότητες στις οποίες εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι θα αλληλεπιδρούν: στα λεωφορεία πηγαίνοντας για δουλειά, στη δουλειά, στον δημόσιο χώρο, κοκ. Που τελειώνει η απαίτηση διαχωρισμού; Στη Σπιναλόγγα; Στο κλείσιμο των ανεμβολίαστων σε ξερονήσια όπου δεν θα μπορούν να βλάψουν εμάς τους εμβολιασμένους; Το όριο είναι, όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, πάλι το ίδιο: είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε μαζί, εκτός αν αποφασίσουμε να καταργήσουμε τον ισχυρισμό μας περί ελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας. Γενικός υποχρεωτικός εμβολιασμός του πληθυσμού χωρίς ατομική συναίνεση δεν μπορεί να υπάρξει, ειδικά μάλιστα στη συγκεκριμένη πανδημία με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (υψηλή θνητότητα σε συγκεκριμένη ηλικιακή κατηγορία, κλπ) και με τα συγκεκριμένα εμβόλια που ο σύντομος χρόνος της παραγωγής τους (ένα συγκλονιστικό για μένα επιστημονικό επίτευγμα της ανθρωπότητας) γεννά επιφύλαξη σε κομμάτι του πληθυσμού, που πρέπει να απαντηθεί με πειθώ.
Οπότες, αγαπητές μου φίλες και αγαπητοί μου φίλοι, η πραγματικότητα θέτει όρια στις αντιθέσεις μας. Ανάμεσα στις ονειροφαντασίες του Ροβινσώνα Κρούσου που κάνει ό,τι θέλει γιατί ζει μονάχος του και στις σύγχρονες Σπιναλόγγες των ανεμβολίαστων λεπρών, υπάρχουν απαντήσεις που απαιτούν νηφαλιότητα, πειθώ, σταθμίσεις. Δεν είναι ένα κάλεσμα χρυσής μεσότητας, ειδικά από εμένα που τυχαίνει να βρίσκομαι σε γνωστό πολιτικό «άκρο» και θεωρώ ότι οι λύσεις στα σημερινά αδιέξοδα της ανθρωπότητας θα είναι αναγκαστικά ριζικές και ριζοσπαστικές. Είναι υποχρέωση που μας επιβάλλει η πραγματικότητα του είδους μας.
Δυστυχώς, τα μέτρα της κυβέρνησης είναι μέτρα που αντικαθιστούν την πειθώ με γελοίες δωροεπιταγές (πχ 150 ευρώ), την ίδια στιγμή που σκληραίνουν και πολιτικοποιούν την αντίδραση ενός κρίσιμου κομματιού του πληθυσμού που δεν έχει εμβολιαστεί ακόμα. Και αυτό ειναι το πιο ανησυχητικό στις κυβερνητικές αποφάσεις: υπονομεύουν τελικά την απαραίτητη εμβολιαστική προσπάθεια και θρέφουν τον ανορθολογισμό. Επί των συγκεκριμένων μέτρων, θα προσπαθήσω να τοποθετηθώ σε επόμενη ανάρτηση.
Αλλά μην ξεχνιέστε: θα ζήσουμε μαζί, λέμε!
.elaliberta.gr/