Ο φαύλος κύκλος του «εμπορίου» της εξαθλίωσης

Ο φαύλος κύκλος του «εμπορίου» της εξαθλίωσης

  • |

Ανέστης Ταρπάγκος

Ένας εξαιρετικά σημαντικός νεωτερισμός διατρέχει όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων που έχουν ασκήσει μνημονιακές πολιτικές (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ) μέχρι σήμερα: Όλες αυτές οι πολιτικές δυνάμεις, είτε τοποθετούνται στην κυβέρνηση, είτε στην αντιπολίτευση, καταγγέλλουν την σημερινή κοινωνική κατάσταση «εξαθλίωσης» που πλήττει ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού πληθυσμού.

Όλοι κά­νουν λόγο για την υπερ­με­γέ­θη ανερ­γία και την πλειο­νό­τη­τα των μα­κρο­χρό­νια ανέρ­γων που στε­ρού­νται οποιου­δή­πο­τε επι­δό­μα­τος ανερ­γί­ας, για τους χα­μη­λο­συ­ντα­ξιού­χους που βρί­σκο­νται κάτω από τα όρια της φτώ­χειας, για ένα ση­μα­ντι­κό μέρος των ερ­γα­ζο­μέ­νων της κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μί­ας που ανα­πα­ρά­γε­ται σε κα­θε­στώς ολο­σχε­ρούς ελα­στι­κο­ποί­η­σης των ερ­γα­σια­κών σχέ­σε­ων και απο­ψι­λω­μέ­νων μι­σθών κλπ.

 

Η φι­λο­λο­γία περί «εξα­θλί­ω­σης» των μνη­μο­νια­κών πο­λι­τι­κών δυ­νά­με­ων

 

Αυτό γί­νε­ται από τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ο οποί­ος συ­μπλη­ρώ­νει διε­τία στην δια­κυ­βέρ­νη­ση της χώρας, προ­κει­μέ­νου να κα­ταγ­γεί­λει την κοι­νω­νι­κή κα­τά­στα­ση ολο­καυ­τώ­μα­τος που κλη­ρο­δό­τη­σε η προη­γού­με­νη μνη­μο­νια­κή πε­ρί­ο­δος (2010 – 14), και μ’ αυτό τον τρόπο να αι­τιο­λο­γή­σει την δική του ανε­πάρ­κεια και απρο­θυ­μία να αντι­με­τω­πί­σει δρα­στι­κά τα ζω­τι­κά κοι­νω­νι­κά ζη­τή­μα­τα. Γί­νε­ται αντί­στοι­χα από το αστι­κό μνη­μο­νια­κό μπλοκ, προ­κει­μέ­νου να κα­ταγ­γεί­λει φαι­νό­με­να κοι­νω­νι­κής εξα­θλί­ω­σης, που επι­κρα­τούν στην ση­με­ρι­νή πε­ρί­ο­δο δια­χεί­ρι­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, πα­ρα­κάμ­πτο­ντας όλη την πο­λι­τι­κή που άσκη­σε με το πρώτο και δεύ­τε­ρο μνη­μό­νιο, προ­κα­λώ­ντας μια άνευ προη­γου­μέ­νου απο­ψί­λω­ση μι­σθών, συ­ντά­ξε­ων, δι­καιω­μά­των κ.ά. Έτσι, έχου­με ένα κοι­νο­βου­λευ­τι­κό σύ­στη­μα όπου όλες οι πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις του, κυ­βερ­νη­τι­κές και αντι­πο­λι­τευ­τι­κές, στη­λι­τεύ­ουν την πα­ρα­φθο­ρά των κοι­νω­νι­κών συν­θη­κών της ερ­γα­ζό­με­νης πλειο­ψη­φί­ας, τη στιγ­μή που οι ίδιες την έχουν δη­μιουρ­γή­σει και οι ίδιες ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κά την δια­χει­ρί­ζο­νται.

Από μια άποψη αυτή η στάση κα­τα­μαρ­τυ­ρεί την αδυ­να­μία όλου του κοι­νο­βου­λευ­τι­κού πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος να αντι­με­τω­πί­σει την κρίση και τις ισχυ­ρές συ­νέ­πειές της στους «από κάτω». Κατ’ αυτό τον τρόπο πα­ρα­κάμ­πτο­νται τόσο η επι­σή­μαν­ση και η ερ­μη­νεία των αι­τιών που έχουν οδη­γή­σει στην ση­με­ρι­νή εξα­θλί­ω­ση, ενώ από την άλλη πλευ­ρά προ­βάλ­λε­ται ως διέ­ξο­δος η «ανά­πτυ­ξη» η οποία θα λει­τουρ­γή­σει θε­ρα­πευ­τι­κά για την αντι­με­τώ­πι­ση της ανερ­γί­ας, την βελ­τί­ω­ση των κοι­νω­νι­κών πα­ρο­χών, την σχε­τι­κή ανύ­ψω­ση των μι­σθών κλπ. Μια αρι­στε­ρή ρι­ζο­σπα­στι­κή κρι­τι­κή στάση απέ­να­ντι σ’ αυτή την κα­τά­στα­ση, για να έχει φε­ρεγ­γυό­τη­τα και αξιο­πι­στία, χρειά­ζε­ται να επι­χει­ρεί να απα­ντή­σει σ’ αυτά τα δύο νευ­ραλ­γι­κά ζη­τή­μα­τα του «γιατί» της επι­κρα­τού­σας γε­νι­κευ­μέ­νης λι­τό­τη­τας, και του «πώς» της υπέρ­βα­σης της σύγ­χρο­νης κα­τά­στα­σης.

Προ­φα­νώς εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή κατ’ αρχήν είναι η ανά­δει­ξη της οι­κο­νο­μι­κής κα­τα­στρο­φής και κοι­νω­νι­κής πα­ρα­φθο­ράς που γί­νε­ται από τους πο­λι­τι­κούς σχη­μα­τι­σμούς της Αρι­στε­ράς, οι οποί­οι και ασκούν κρι­τι­κή στις ασκού­με­νες κυ­βερ­νη­τι­κές μνη­μο­νια­κές πο­λι­τι­κές. Ωστό­σο και σε αυτή την πε­ρί­πτω­ση δεν μπο­ρεί κα­νείς να μην υπο­βά­λει αυτές τις το­πο­θε­τή­σεις στα ερω­τή­μα­τα του «γιατί» και το «πώς» των πραγ­μά­των, αν θέλει να κα­τα­λή­ξει σε μια ορι­σμέ­νη απο­τε­λε­σμα­τι­κή αντι­με­τώ­πι­ση. Έτσι, αν συ­μπε­ρι­λά­βει κα­νείς και τα αρι­στε­ρά κόμ­μα­τα, η κα­ταγ­γε­λία της κοι­νω­νι­κής «εξα­θλί­ω­σης» έχει γε­νι­κευ­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά για το σύ­νο­λο του πο­λι­τι­κού κό­σμου. Χρειά­ζε­ται έτσι να εξε­τά­σει κα­νείς την αι­τιο­λο­γία που προ­βάλ­λε­ται σε κάθε πε­ρί­πτω­ση όσο και τις διε­ξό­δους που προ­τεί­νο­νται για την αντι­με­τώ­πι­ση αυτής της κοι­νω­νι­κής «εξα­θλί­ω­σης».

Ξε­κι­νώ­ντας αυτή τη διε­ρεύ­νη­ση της αι­τιο­λο­γί­ας που δί­νουν τα αστι­κά μνη­μο­νια­κά κόμ­μα­τα για την κοι­νω­νι­κή πα­ρα­φθο­ρά που πλήτ­τει τη με­γά­λη πλειο­νό­τη­τα του λαϊ­κού πλη­θυ­σμού, δια­πι­στώ­νου­με ότι το πρώτο που συμ­βαί­νει είναι η θέση στο απυ­ρό­βλη­το των μνη­μο­νια­κών πο­λι­τι­κών που τα ίδια έχουν ασκή­σει. Δεν είναι τα μνη­μό­νια αυτά που επέ­φε­ραν την  απο­μεί­ω­ση μι­σθών και συ­ντά­ξε­ων, συ­νέ­βα­λαν στην κα­τα­κό­ρυ­φη άνοδο της ανερ­γί­ας κλπ.:  Απε­να­ντί­ας αυτά ήταν ανα­γκαία για την δια­τή­ρη­ση της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας εντός της ζώνης του ευρώ, για το «νοι­κο­κύ­ρε­μα» των δη­μο­σιο­νο­μι­κών της χώρας, για την απο­φυ­γή της χρε­ο­κο­πί­ας, για να ενι­σχυ­θεί η αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα των επι­χει­ρή­σε­ων, για να δια­μορ­φω­θούν όροι προ­σέλ­κυ­σης ξένων επεν­δύ­σε­ων κ.ά. Άρα το μόνο που τους απο­μέ­νει να κά­νουν, εντός του αστι­κού δι­πο­λι­κού συ­στή­μα­τος (ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και ΝΔ με τους σχε­τι­κούς τους πο­λι­τι­κούς δο­ρυ­φό­ρους), δεν είναι παρά να κα­τα­κρί­νουν ο ένας τον άλλο απλά για άστο­χους χει­ρι­σμούς, για τον λαν­θα­σμέ­νο τρόπο της δια­χεί­ρι­σης των πραγ­μά­των εντός του μνη­μο­νια­κού πλαι­σί­ου. Κι’ ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο απο­φεύ­γουν να αντι­με­τω­πί­σουν τις οι­κο­νο­μι­κές αι­τί­ες που έχουν προ­κα­λέ­σει την υιο­θέ­τη­ση των μνη­μο­νια­κών πο­λι­τι­κών και έχουν προ­κα­λέ­σει τα εκτε­τα­μέ­να φαι­νό­με­να κοι­νω­νι­κής «εξα­θλί­ω­σης». Τε­λι­κά, τόσο η κα­πι­τα­λι­στι­κή κρίση, όσο και οι πο­λι­τι­κές των μνη­μο­νί­ων τί­θε­νται στο απυ­ρό­βλη­το ως γε­νε­σιουρ­γές αι­τί­ες της ση­με­ρι­νής πα­ρα­φθο­ράς.

 

Η ερ­μη­νευ­τι­κή με­θο­δο­λο­γία των αρι­στε­ρών δυ­νά­με­ων

 

Από την άλλη πλευ­ρά της Αρι­στε­ράς εντο­πί­ζε­ται ευθύς εξαρ­χής η συ­νε­χής μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή ως η αιτία πρό­κλη­σης των πα­ντοει­δών δει­νών των λαϊ­κών τά­ξε­ων, γι’ αυτό και είναι κοι­νός τόπος η αντι­πα­λό­τη­τα στα μνη­μό­νια που έχουν εφαρ­μο­στεί και συ­νε­χί­ζουν να υλο­ποιού­νται. Ωστό­σο, από εκεί και πέρα, υφί­στα­ται ένας σο­βα­ρός δια­χω­ρι­σμός ως προς τα ίδια τα αίτια των πο­λι­τι­κών των μνη­μο­νί­ων. Σε μια πε­ρί­πτω­ση θε­ω­ρού­νται κα­θα­ρά ως «εξω­γε­νείς επι­βο­λές» (των «γερ­μα­να­ρά­δων», της «λυ­κο­συμ­μα­χί­ας» των Βρυ­ξελ­λών κλπ.), που κα­ταρ­γούν την εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, τη νο­μι­σμα­τι­κή αυ­το­τέ­λεια, στη βάση του υπέρ­με­τρου δη­μό­σιου δα­νει­σμού και της μα­κρο­χρό­νιας απο­μύ­ζη­σης των σχε­τι­κών το­κο­χρε­ο­λυ­σί­ων από τους διε­θνι­κούς κα­πι­τα­λι­στι­κούς μη­χα­νι­σμούς (Ευ­ρω­ζώ­νης, ΔΝΤ κ.ά.). Εντού­τοις αυτό δεν είναι παρά η «μισή» αλή­θεια, στο βαθμό που τα τρία μνη­μό­νια, πέραν της δρα­κό­ντειας δη­μο­σιο­νο­μι­κής προ­σαρ­μο­γής, απο­σκο­πού­σαν κυ­ρί­αρ­χα στο να κα­τα­στή­σουν την ερ­γα­τι­κή τάξη «πει­θή­νια, φθηνή, απορ­ρυθ­μι­σμέ­νη», προ­κει­μέ­νου οι ελ­λη­νι­κές κα­πι­τα­λι­στι­κές επι­χει­ρή­σεις να μπο­ρέ­σουν να αντι­με­τω­πί­σουν τα ζη­μιο­γό­να τους απο­τε­λέ­σμα­τα και να ει­σέλ­θουν εκ νέου (όπως και τε­λι­κά έγινε) στην τρο­χιά της κερ­δο­φο­ρί­ας και απο­δο­τι­κό­τη­τας του κε­φα­λαί­ου.

Από την άλλη πλευ­ρά θε­ω­ρεί­ται ότι σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση η έσχα­τη αι­τιο­λο­γία είναι η λει­τουρ­γία της ευ­ρω­παϊ­κής ολο­κλή­ρω­σης και του κοι­νού ευ­ρω­παϊ­κού νο­μί­σμα­τος, και η έντα­ξη της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας μέσα σ’ αυτά. Ωστό­σο γιατί αυτό δεν συ­νέ­βη στις δε­κα­ε­τί­ες του 1980 και 1990, γιατί εξί­σου δεν προ­έ­κυ­ψε στη δε­κα­ε­τία του 2000 που λει­τουρ­γού­σε ήδη η ευ­ρω­ζώ­νη, με τον ελ­λη­νι­κό κα­πι­τα­λι­σμό να επι­τυγ­χά­νει στα­θε­ρή υψηλή κερ­δο­φο­ρία και ανο­δι­κούς ρυθ­μούς εξέ­λι­ξης του ΑΕΠ ; Με­σο­λά­βη­σε έτσι η έκρη­ξη της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου, που εμ­φα­νί­στη­κε με δρι­μύ­τη­τα στους ισο­λο­γι­σμούς των ελ­λη­νι­κών επι­χει­ρή­σε­ων από το 2010, προ­κά­λε­σε τα δια­δο­χι­κά κύ­μα­τα των εκα­το­ντά­δων χι­λιά­δων απο­λύ­σε­ων, την διό­γκω­ση ενός ήδη υψη­λού δη­μό­σιου χρέ­ους, και την προ­σφυ­γή στα μνη­μό­νια και στον συ­νε­χό­με­νο δα­νει­σμό, με συ­νε­χή αύ­ξη­ση του δη­μό­σιου χρέ­ους. Οι θε­σμοί της ευ­ρω­παϊ­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής διε­θνο­ποί­η­σης, στους οποί­ους συμ­με­τέ­χει ολο­κλη­ρω­μέ­να και η ελ­λη­νι­κή αστι­κή τάξη, λει­τούρ­γη­σαν έτσι : Από τη μια πλευ­ρά ως η έκ­φρα­ση του το­κο­γλυ­φι­κού κε­φα­λαί­ου που απο­μυ­ζού­σε συ­νέ­χεια ένα ση­μα­ντι­κό μέρος του ΑΕΠ της χώρας μα­κρο­χρό­νια, και από την άλλη πλευ­ρά ως εγ­γυ­ή­τριες δυ­νά­μεις για την γε­νι­κευ­μέ­νη επι­βο­λή στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία μορ­φών εξα­γω­γής από­λυ­της υπε­ρα­ξί­ας, με όλες τις κα­τα­στρε­πτι­κές κοι­νω­νι­κές συ­νέ­πειες.

Τέλος, από μια άλλη σκο­πιά, προ­βάλ­λε­ται η αντί­λη­ψη ότι δεν ήταν παρά ο «κα­πι­τα­λι­σμός γε­νι­κά», που επό­με­νο είναι να προ­κα­λεί την κοι­νω­νι­κή υπο­βάθ­μι­ση, και όχι η συ­γκε­κρι­μέ­νη μορφή κρί­σης ανα­πα­ρα­γω­γής του, κρί­σης κε­φα­λαια­κής υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης,  που επέ­βα­λε τις μνη­μο­νια­κές πο­λι­τι­κές, για τη σω­τη­ρία της ελ­λη­νι­κής αστι­κής τάξης με το ολο­καύ­τω­μα της ελ­λη­νι­κής ερ­γα­τι­κής τάξης. Ο κα­πι­τα­λι­σμός δεν μπο­ρεί να απο­τε­λεί μια «ιδε­ο­λη­πτι­κή» ανα­φο­ρά, που πα­ρα­μέ­νει πά­ντο­τε ίδιος: Η αστι­κή κυ­ριαρ­χία παίρ­νει συ­γκε­κρι­μέ­νες υλι­κές εκ­φρά­σεις, οι ίδιες οι οι­κο­νο­μι­κές δια­δι­κα­σί­ες της κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μί­ας τρο­πο­ποιού­νται με βάση την εξέ­λι­ξη του τα­ξι­κού συ­σχε­τι­σμού των δυ­νά­με­ων. Άλ­λω­στε, η ενα­ντί­ω­ση στην κα­πι­τα­λι­στι­κή οι­κο­νο­μι­κή ορ­γά­νω­ση δεν αφορά τον «κα­πι­τα­λι­σμό εν γένει», αλλά τις συ­γκε­κρι­μέ­νες μορ­φές έκ­φαν­σής του, όπως στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση είναι κυ­ρί­αρ­χα οι πο­λι­τι­κές των μνη­μο­νί­ων.

 

Οι πο­λι­τι­κές και οι­κο­νο­μι­κές απα­ντή­σεις στο πρό­βλη­μα της «ανά­πτυ­ξης»

 

Αν είναι έτσι τα πράγ­μα­τα ανα­φο­ρι­κά με την αι­τιο­λο­γία της κοι­νω­νι­κής υπο­βάθ­μι­σης, τότε πώς τί­θε­ται το ζή­τη­μα της αντι­με­τώ­πι­σής της, εφό­σον για την άσκη­ση της αστι­κής πο­λι­τι­κής απαι­τεί­ται ένα σχε­τι­κό «αφή­γη­μα» διε­ξό­δου, που να εξα­σφα­λί­ζει έτσι μια βάση νο­μι­μο­ποί­η­σης της ασκού­με­νης πο­λι­τι­κής. Κοινή είναι η θέση για το σύ­νο­λο του μνη­μο­νια­κού πο­λι­τι­κού σύ­μπα­ντος, ότι η διέ­ξο­δος από το τού­νελ δεν μπο­ρεί παρά να είναι η ανα­πτυ­ξια­κή απο­γεί­ω­ση της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας, μετά την εξα­ε­τή στα­σι­μό­τη­τα και ύφεσή της. Εξί­σου κοι­νός τόπος είναι ότι αυτό δεν μπο­ρεί να γίνει παρά με την προ­σέλ­κυ­ση ξένων επεν­δύ­σε­ων στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία, άρα χρειά­ζε­ται η κα­τάλ­λη­λη δια­μόρ­φω­ση του επι­χει­ρη­μα­τι­κού το­πί­ου της χώρας. Ωστό­σο για την επί­τευ­ξη αυτής της «ανά­πτυ­ξης» της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας, η οποία θε­ω­ρεί­ται ότι θα αντι­με­τω­πί­σει τα λαϊκά κοι­νω­νι­κά ζη­τή­μα­τα, τί­θε­νται όροι που αναι­ρούν κάθε κοι­νω­νι­κή της διά­στα­ση, κα­θι­στώ­ντας την κοι­νω­νι­κή υπα­νά­πτυ­ξη.

Κοινή στάση της αστι­κής τάξης, των ευ­ρω­παϊ­κών υπε­ρε­θνι­κών κέ­ντρων, των ξένων επεν­δυ­τών που  επι­διώ­κε­ται να προ­σελ­κυ­σθούν, των κομ­μά­των της μνη­μο­νια­κής δια­χεί­ρι­σης, προ­κει­μέ­νου να τρο­φο­δο­τη­θούν ανα­πτυ­ξια­κές δια­δι­κα­σί­ες, είναι με­τα­ξύ των άλλων : Η ολο­κλη­ρω­τι­κή απο­κρα­τι­κο­ποί­η­ση όσων επι­χει­ρή­σε­ων απο­μέ­νουν σε δη­μό­σιο έλεγ­χο. – Η δια­τή­ρη­ση των φο­ρο­λο­γι­κών προ­νο­μί­ων προς όφε­λος των επι­χει­ρή­σε­ων, προ­κει­μέ­νου να προ­χω­ρή­σουν σε επεν­δυ­τι­κές δρά­σεις. – Η δια­τή­ρη­ση του μειω­μέ­νου κα­τώ­τα­του μι­σθού  και της κα­τάρ­γη­σης των συλ­λο­γι­κών συμ­βά­σε­ων με τα επί­πε­δα που ίσχυαν στην αρχή του 2012. – Η ολο­σχε­ρής ελα­στι­κο­ποί­η­ση των ερ­γα­σια­κών σχέ­σε­ων, με απο­τέ­λε­σμα η πλειο­νό­τη­τα των συμ­βά­σε­ων ερ­γα­σί­ας που συ­νά­πτε­ται να αφορά σχέ­σεις ελα­στι­κής απα­σχό­λη­σης κλπ. Κάτω από αυτές τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις που ήδη έχουν υλο­ποι­η­θεί, ακόμη και αν ση­μειω­θούν θε­τι­κοί ρυθ­μοί αύ­ξη­σης του ΑΕΠ το 2017 της τάξης του προ­βλε­πό­με­νου 2,5%, δεν πρό­κει­ται να αντι­με­τω­πι­σθεί η ανερ­γία, να βελ­τιω­θούν οι ερ­γα­τι­κές αμοι­βές, να πα­ρα­μεί­νουν χα­μη­λά τα τι­μο­λό­για των δη­μό­σιων αγα­θών και υπη­ρε­σιών. Δη­λα­δή θα πρό­κει­ται για μια ανά­πτυ­ξη της κα­πι­τα­λι­στι­κής επι­χει­ρη­μα­τι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας με ρι­ζι­κά αρ­νη­τι­κό κοι­νω­νι­κό πρό­ση­μο, που δεν θα θε­ρα­πεύ­ει την κοι­νω­νι­κή εξα­θλί­ω­ση που το ίδιο το μνη­μο­νια­κό μπλοκ ανα­δει­κνύ­ει και κα­ταγ­γέλ­λει.

Από την πλευ­ρά της Αρι­στε­ράς προ­ά­γε­ται μια δια­φο­ρε­τι­κή αντί­λη­ψη για την «ανά­πτυ­ξη» ως όρου θε­ρα­πεί­ας των κοι­νω­νι­κών δει­νών που επι­σώ­ρευ­σαν τα μνη­μό­νια και η κα­πι­τα­λι­στι­κή κρίση. Έτσι, σε μια πρώτη πε­ρί­πτω­ση, υπο­στη­ρί­ζε­ται ότι πραγ­μα­τι­κή ανά­πτυ­ξη με κοι­νω­νι­κά δί­καια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, δεν μπο­ρεί να επέλ­θει παρά με την πλήρη κα­τάρ­γη­ση της εξου­σί­ας των μο­νο­πω­λί­ων, δη­λα­δή μετά την με­τά­βα­ση στον σο­σια­λι­σμό – κομ­μου­νι­σμό. Αυτή η λο­γι­κή δεν προσ­διο­ρί­ζει κα­νέ­ναν βη­μα­τι­σμό για την αλ­λα­γή του συ­σχε­τι­σμού των δυ­νά­με­ων, δεν κα­θο­ρί­ζει εν­διά­με­σα ορό­ση­μα, και πα­ρα­πέ­μπει τα πράγ­μα­τα σε ένα «ιστο­ρι­κό υπερ­πέ­ραν», μέχρι την έλευ­ση του οποί­ου απαι­τεί­ται ο πε­ριο­ρι­σμός στην ολό­πλευ­ρη ενί­σχυ­ση του πο­λι­τι­κού υπο­κει­μέ­νου. Ου­σια­στι­κά απο­φεύ­γει να απα­ντή­σει με όρους υλι­κούς και σύγ­χρο­νους στο πρό­βλη­μα της συ­νάρ­τη­σης οι­κο­νο­μι­κής με­γέ­θυν­σης και κοι­νω­νι­κής δι­καιο­σύ­νης.

Από μια άλλη πλευ­ρά προ­βάλ­λε­ται η άποψη ότι με μια αφε­τη­ρια­κή έξοδο από την ευ­ρω­ζώ­νη, με την εθνι­κο­ποί­η­ση των τρα­πε­ζών και την οι­κο­νο­μι­κή ενί­σχυ­ση των μι­κρών και με­σαί­ων επι­χει­ρή­σε­ων, η «ανά­πτυ­ξη» θα ανοί­ξει τα φτερά της και μά­λι­στα εξα­σφα­λί­ζο­ντας «φι­λο­λαϊ­κά» χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση, που είναι από­το­κη ενός οι­κο­νο­μι­σμού, πι­στεύ­ε­ται ότι πρώτα χρειά­ζε­ται η οι­κο­νο­μι­κή «ανά­πτυ­ξη», εντός των πλαι­σί­ων προ­φα­νώς των αστι­κών σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής, και στη συ­νέ­χεια μια ορι­σμέ­νη ανα­δια­νο­μή ει­σο­δή­μα­τος, που να δια­σφα­λί­ζει την «φι­λο­λαϊ­κό­τη­τα» αυτής της πο­ρεί­ας. Εντού­τοις μια τέ­τοια «ανά­πτυ­ξη» της ελ­λη­νι­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μί­ας, προ­κει­μέ­νου να μπο­ρεί να υλο­ποι­η­θεί, απαι­τεί την δια­τή­ρη­ση των όρων εξα­γω­γής από­λυ­της υπε­ρα­ξί­ας, δη­λα­δή όλη την απο­ψί­λω­ση μι­σθών, ερ­γα­τι­κών δι­καιω­μά­των, κοι­νω­νι­κών πα­ρο­χών κλπ. Γιατί ακρι­βώς η κερ­δο­φο­ρία του ελ­λη­νι­κού κε­φα­λαί­ου ανέ­καμ­ψε ορια­κά από το 2014 – 15 εξ αι­τί­ας αυτών των όρων, σε συ­νάρ­τη­ση με την υψηλή ανερ­γία που επι­κα­θο­ρί­ζει όλες τις άλλες οι­κο­νο­μι­κές δια­δι­κα­σί­ες.

Κατά συ­νέ­πεια, ακόμη και σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση είναι προ­βλη­μα­τι­κή η εξα­σφά­λι­ση κοι­νω­νι­κά δί­καιων μέ­τρων, μέσα σ’ ένα τέ­τοιο πλαί­σιο. Άλ­λω­στε, η ολο­σχε­ρής κα­τάρ­γη­ση των μνη­μο­νί­ων σ’ αυτή την αρι­στε­ρή προ­ο­πτι­κή (απο­κα­τά­στα­ση μι­σθών, συ­ντά­ξε­ων, επι­δο­μά­των ανερ­γί­ας, ερ­γα­σια­κών σχέ­σε­ων κλπ.), κα­θαι­ρεί ακρι­βώς τους πυ­λώ­νες πάνω στους οποί­ους βα­σί­στη­κε η ανά­καμ­ψη του επι­χει­ρη­μα­τι­κού κε­φα­λαί­ου στα προη­γού­με­να χρό­νια της κρί­σης. Έτσι, όχι μόνον οι­κο­νο­μι­κή «ανά­πτυ­ξη» δεν θα επέλ­θει, αλλά θα ανα­κυ­κλω­θεί η προη­γού­με­νη κα­τά­στα­ση ισχυ­ρής ύφε­σης, εφό­σον οι κα­πι­τα­λι­στι­κές επι­χει­ρή­σεις επι­στρέ­ψουν στην εκτε­νή ζη­μιο­γό­να δρα­στη­ριό­τη­τα, λόγω της κα­τάρ­γη­σης των μνη­μο­νια­κών δια­τά­ξε­ων, στις οποί­ες και είχαν βα­σι­στεί σχε­δόν απο­κλει­στι­κά.

Γί­νε­ται έτσι φα­νε­ρό ότι με την ακύ­ρω­ση των μέχρι σή­με­ρα εφαρ­μο­στι­κών νόμων των μνη­μο­νί­ων, τί­θε­ται μεί­ζον ζή­τη­μα λει­τουρ­γί­ας του αστι­κού κοι­νω­νι­κού κα­θε­στώ­τος, εφό­σον ο επι­χει­ρη­μα­τι­κός το­μέ­ας της οι­κο­νο­μί­ας χάνει τα αντι­λαϊ­κά ερεί­σμα­τα στα οποία είχε βα­σί­σει την ανά­καμ­ψή του. Συ­νε­πώς για να δια­σφα­λι­στεί η «ανά­πτυ­ξη», και μά­λι­στα να συ­νο­δεύ­ε­ται από μέτρα κοι­νω­νι­κής δι­καιο­σύ­νης, απαι­τεί­ται μια ισχυ­ρή πο­λι­τι­κή και οι­κο­νο­μι­κή πα­ρέμ­βα­ση στις ίδιες τις κα­πι­τα­λι­στι­κές σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής, των οποί­ων η αλ­λα­γή είναι σε θέση να επι­φέ­ρει και την ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων. Αυτό ση­μαί­νει ρι­ζι­κή ανα­δια­νο­μή ει­σο­δή­μα­τος προς όφε­λος των λαϊ­κών τά­ξε­ων και σε βάρος της κα­πι­τα­λι­στι­κής κερ­δο­φο­ρί­ας, επι­βο­λή γε­νι­κευ­μέ­νου δρα­στι­κού ερ­γα­τι­κού ελέγ­χου στο σύ­νο­λο της οι­κο­νο­μι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας, θέση σε πα­ρα­γω­γι­κή κί­νη­ση των επι­χει­ρή­σε­ων που έχουν εκ­κα­θα­ρι­στεί με δη­μό­σια κυ­ριό­τη­τα και κοι­νω­νι­κή λει­τουρ­γία κλπ. Αυτές οι πα­ρεμ­βά­σεις (με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα) δεν είναι τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο και τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο από την ρήξη και την απαρ­χή με­τά­βα­σης σε μια σο­σια­λι­στι­κή ανα­διορ­γά­νω­ση της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας.

rproject.gr