- του Durs Grünbein
μετφρ.: Κωστής Δρίβας
——————–———–—–————
Ορθά κοφτά, ενηλικιώθηκα σε θλιβερή σύγχυση,
που απειλεί όσους την υποτιμούν. Ανάμεσα σε σπουργίτια και κατάσκοπους.
Παράτολμος στο άδειο στρατόπεδο συγκέντρωσης, σιωπηλός μέσα στη βουβή μάζα.
Ένας κλόουν, επτάγλωσσος, ένα αγόρι της χορωδίας, ερεθισμένο από τα κυνικά ανέκδοτα.
Μη ερωτηθείς ομιλώντας όπως οι άλλοι φτύνουν, παραδίπλα
αποκρύβοντας με μαύρο χιούμορ τη σοκαριστική μου ανικανότητα.
Λόγω του ότι η ιστορία, ήταν ενα μειονέκτημα, εξαιτίας της αποτυχίας των ανθρώπων.
Εκεί που μεγάλωσα, το Μεγαλείο υπήρχε μόνο στους θρύλους.
Στα πρώτα σχολικά βήματα, μαθαίνοντας μαζί με την ανάγνωση και την προσαρμογή
ανάμεσα στους ψευδοευλαβείς τον Θωμά, προ των αιρετικών υποδυόμενος τον Άγιο Πέτρο.
Είδα το εξαιρετικά διακοσμημένο μηδέν, μεταξύ των νάνων τον καταπονημένο γίγαντα.
Τον γεννημένο λιποτάκτη: προτιμότερο νεκρός από το να είναι στόχος η καρδιά σου.
Ξερνώντας πίσω από τα άρματα μάχης, κλαίγοντας στον ύπνο μου μες τους στρατώνες,
στη κατασκήνωση πάνω από τον κουβά ξυρίζοντας το στραβό μου χαμόγελο.
Σύντομα, περισσότερο από το γόνατό στο ποδόσφαιρο, παραμορφώθηκε η ίδια η ψυχή μου.
Γυρίζοντας πίσω στο σπίτι με τη ψευδορκία – “Εντάξει. Τίποτα δεν συνέβη.’
Σφραγίζοντας έγγραφα μπρος στο μηχάνημα τεμαχισμού, βάφοντας τα δέντρα πράσινα
φαντασιαζομενος τα πάντα, και αυτά που δεν υπάρχουν ούτε καν στα όνειρα.
Ουτοπία, για παράδειγμα … από την εποχή του More, παίζεται πάνω σε σκληροτράχηλα νησιά.
Στις στέπες της ανοικοδόμησης αγάπησα το πρώτο ισχνό μου σώμα,
πολύ πριν από τους κρίνους ο σκουπιδοάνεμος στα ρουθούνια μου, η μυρουδιά
από το κυλικείο και το σφαγείο, και η δυσωδία σε πλήρη ανάπτυξη.
Ένα παλάτι από γκρι σκυρόδεμα, αυτή ήταν η Σχολή Καλών Τεχνών.
Και από τις αίθουσες διδασκαλίας ακουγόταν τα χορικά: Εσείς μούσες, συγχωρέστε με, αν λέω ψέματα…
Είχα όλο το χρόνο περισυλλογής του κόσμου, και όμως δεν υπήρχε τίποτα
που να επιβραβεύει το ταρακούνημα του κεφαλιού. Στράφι το χαρτί των νέων Ευαγγελίων,
δεν αξίζει πλέον τίποτα, και το μόνο μάθημα για τη ζωή: αυτό της παραίτησης.
Μιά λιτανεία της φυλακής. Τόσος καιρός, και εγώ, κοίτα είμαι ακόμη εδώ.
Εκεί όπου τα κράτη κατρακυλούν όπως τα κάστρα της άμμου, εκεί η ψευδαίσθηση είναι πριμοδοτούμενη
ήταν το ένστικτο να δυναμώσει η μουσική και χαμηλότονα
τις δύο, τρεις σειρές να αθροίσω που αυτή τη χώρα
βυθίζουν κάτω από το νερό. Έτσι έφυγα μόνος για το ταξίδι
της επιστροφής, μέσ’ από τα φλεγόμενα σουσαμοχώραφα, τα χωριά,
αντίθετα απ’ το κομβόι της προσφυγιάς,
έχοντας ακόμη στο αυτί, τον ρωσικό ψίθυρο του λοχία: “Dawai, davai!’
Νοσταλγία, μια φάλτσα φωνή, που μου πρότεινε προτού να τρελαθείς
κάτι εξωτικό. Με την ιστιοσανίδα στην παραλία της Χαβάης;
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΓΕΡΟΛΙΜΙΝΗ








