Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος του 1975, η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων πράγματι αποτελεί αποστολή του κράτους.
Ομως, ενώ η αντίστοιχη διάταξη του μετεμφυλιακού Συντάγματος του 1952 συνέδεε την ηθική αγωγή των Ελλήνων με τον αλήστου μνήμης ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, από το Σύνταγμά μας σήμερα απουσιάζει οποιαδήποτε σχετική αναφορά.
Ακρίτας Καϊδατζής*
Αντιθέτως, η θρησκευτική ελευθερία και η ελευθερία της θρησκευτικής εκπαίδευσης κατοχυρώνονται εξίσου για όλους και για τον καθένα – και όχι μόνο για τους Ελληνες. Αλλωστε, ούτε όλοι οι Ελληνες είναι χριστιανοί ούτε, βεβαίως, όλοι οι χριστιανοί Ελληνες.
Πώς συνδυάζεται η υποχρέωση του κράτους να προάγει τη θρησκευτική συνείδηση στα σχολεία με το δικαίωμα του καθενός να καθορίζει ελεύθερα τη σχέση του με το θείο και να διαπαιδαγωγεί τα παιδιά του σύμφωνα με την πίστη του;
Η απάντηση μοιάζει απλή: Το σχολείο να καλλιεργεί το θρησκευτικό συναίσθημα των μαθητών και να ενθαρρύνει τη σχέση τους με το θείο, χωρίς όμως να «κατηχεί», χωρίς δηλαδή να επιβάλλει τη διδασκαλία συγκεκριμένου δόγματος.
Η συζήτηση αυτή, ως προς τον θρησκειολογικό αντί του ομολογιακού χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών, έχει γίνει προ πολλού και στη χώρα μας.
Αρκούμαι να παραπέμψω στο βιβλίο του Γιώργου Σωτηρέλη «Θρησκεία και Εκπαίδευση» (1998) κι ας πέρασαν είκοσι ολόκληρα χρόνια αφότου γράφτηκε.
Κατά την αντίληψη της Εκκλησίας της Ελλάδος, εάν το μάθημα των Θρησκευτικών μετατραπεί σε θρησκειολογικό, θίγεται το δικαίωμα των ορθόδοξων χριστιανών να διαπαιδαγωγούνται θρησκευτικά σύμφωνα με τα δόγματα της πίστης τους.
Στη σκέψη αυτή υπάρχει μια εγγενής αντίφαση. Αν η ορθόδοξη πλειοψηφία έχει την αξίωση για θρησκευτική εκπαίδευση σύμφωνα με τα δόγματα της πίστης της, τότε την ίδια αξίωση, ενόψει της συνταγματικής ισονομίας, θα πρέπει να έχουν και όσοι δεν ανήκουν στην πλειοψηφία.
Αυτό όμως θα σήμαινε ότι κάθε μαθητής, ανάλογα με το δόγμα στο οποίο ανήκει, θα έπρεπε να διδάσκεται διαφορετικό μάθημα Θρησκευτικών.
Ακόμα κι αν ήταν πρακτικά εφικτό –που δεν είναι σε σχολεία με ανομοιογενή θρησκευτικά πληθυσμό–, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ο κάθε μαθητής να δηλώνει και να δημοσιοποιεί το δόγμα του, κάτι που απαγορεύεται από το Σύνταγμα.
Κυρίως όμως η ερμηνεία αυτή βασίζεται σε μια θεμελιώδη παρανόηση.
Σε αντίθεση με το Σύνταγμα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού της περιόδου 1952-1967, το Σύνταγμά μας ορίζει ως αποστολή του σχολείου τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση γενικά και όχι την κατήχηση σε ορισμένο δόγμα. Αυτή παραμένει αποστολή της οικογένειας και, κυρίως, των ίδιων των εκκλησιών. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχουν τα κατηχητικά σχολεία.
Επομένως, η διδασκαλία ενός ομολογιακού (ορθόδοξου χριστιανικού) μαθήματος στην εκπαίδευση δεν είναι συμβατή με το Σύνταγμα.
Βεβαίως, κάθε πολίτης δικαιούται να ερμηνεύει το Σύνταγμα έτσι όπως βολεύει τις πεποιθήσεις του. Το ίδιο και η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία συχνά-πυκνά ερμηνεύει τις συνταγματικές διατάξεις υπό το πρίσμα του δόγματός της. Ομως τα όργανα της πολιτείας, νομοθέτης, κυβέρνηση και δικαστήρια, δεν έχουν τέτοια ελευθεριότητα.
Οι αποφάσεις τους οφείλουν να κινούνται εντός του πλαισίου που θέτουν οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματός μας και ο ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός. Κυρίως: να σέβονται τον φιλελεύθερο, δημοκρατικό, πλουραλιστικό και ουδετερόθρησκο χαρακτήρα του ελληνικού κράτους.
Ακυρώνοντας την υπουργική απόφαση για τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών μετά από αίτηση γνωστού ιεράρχη, το Συμβούλιο της Επικρατείας μοιάζει σαν να δίκασε βάσει του Συντάγματος του 1952-1967 και των αρχών του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και όχι βάσει του ισχύοντος Συντάγματος.
Η συγκυρία το ‘φερε η απόφασή του να βγει λίγες μέρες μετά από μια άλλη δίκη ιεράρχη που απασχόλησε τη δημοσιότητα.
Δεν μπορεί να αποφύγει κανείς το ερώτημα: Πώς δικαιολογείται αυτή η προνομιακή πρόσβαση της Εκκλησίας στη Δικαιοσύνη;
*Διδάσκει Συνταγματικό Δίκαιο στο ΑΠΘ
.efsyn.gr