Εξ όνυχος τον λέοντα

Εξ όνυχος τον λέοντα

  • |

Ανάμεσα στο τι κάνουν στην πράξη οι άνθρωποι και στο τι λένε (ή νομίζουν) ότι κάνουν, υπάρχει πάντοτε μια κάποια απόσταση, μια κάποια απόκλιση. Άλλοτε μικρότερη, άλλοτε μεγαλύτερη, αλλά πάντοτε υπαρκτή. Μια απόσταση, αλλά και μια αμφίδρομη σχέση, μια αναγκαία συνάφεια. «Είναι» και «συνείδηση»; «Βάση» και «εποικοδόμημα»;

  • του Σπύρου Σκαμνέλου

Όποια ονομασία κι αν δώσουμε στο παραπάνω δίπολο, η ουσία παραμένει η ίδια. Άλλωστε, οι ονομασίες δεν έχουν καμιά αξία, αν δεν περιγράφουν πραγματικότητες. Και είναι προφανές ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με πολύ συγκεκριμένες πραγματικότητες, τις οποίες μάλιστα συμβαίνει να έχουμε βιώσει αυτοπροσώπως.

Αλή­θεια, ποιος μπο­ρεί να ισχυ­ρι­στεί ότι αυτή την από­κλι­ση, για την οποία μι­λού­σα­με πα­ρα­πά­νω, δεν τη βλέ­πα­με επί χρό­νια στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ; Ασφα­λώς τη βλέ­πα­με. Τη βλέ­πα­με επί­σης μέρα με τη μέρα να διευ­ρύ­νε­ται, με ολο­έ­να και πιο επι­τα­χυ­νό­με­νους ρυθ­μούς. Εί­χα­με μάθει να τη δια­χει­ρι­ζό­μα­στε αυτή την από­κλι­ση ωστό­σο. Με ολο­έ­να και αυ­ξα­νό­με­νη δυ­σφο­ρία ίσως, αλλά εί­χα­με κα­τορ­θώ­σει επί χρό­νια κου­τσά-στρα­βά να τη δια­χει­ρι­ζό­μα­στε. Ώσπου κά­ποια στιγ­μή (που για τον κα­θέ­ναν από μας υπήρ­ξε δια­φο­ρε­τι­κή, ενώ για κά­ποιους άλ­λους δεν έχει έρθει ακόμη, αλλά θα έρθει σύ­ντο­μα) η από­κλι­ση προ­σέ­λα­βε πλέον τέ­τοιες δια­στά­σεις, ώστε κα­τέρ­ρευ­σε κάθε δυ­να­τό­τη­τα να δια­τη­ρή­σου­με μέσα μας την ανα­γκαία συ­νά­φεια ανά­με­σα στους δύο όρους του δι­πό­λου. Αυτό ήταν το ση­μείο κα­μπής, όπου ο κα­θέ­νας από μας υπο­χρε­ώ­θη­κε τε­λι­κά να επι­λέ­ξει. Και, όπως είναι φυ­σι­κό σε τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις, ο κα­θέ­νας επι­λέ­γει τε­λι­κά να τα­χθεί («σαν έτοι­μος από καιρό, σα θαρ­ρα­λέ­ος», για να θυ­μη­θού­με το στίχο του ποι­η­τή)  με ό,τι απο­τε­λού­σε εξαρ­χής τον σκλη­ρό πυ­ρή­να της θε­με­λιώ­δους στά­σης και στρά­τευ­σής του.

Το βα­σι­κό δί­δαγ­μα που μπο­ρού­με ν’ απο­κο­μί­σου­με απ’ την ιστο­ρι­κή εμπει­ρία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ –κι απ’ την ιστο­ρι­κή εμπει­ρία γε­νι­κώς– είναι μια απλή και σχε­δόν κοι­νό­το­πη αλή­θεια, που απο­τε­λεί ωστό­σο τη βα­σι­κή κα­τευ­θυ­ντή­ρια αρχή για κάθε κρι­τι­κή της Ιδε­ο­λο­γί­ας: «Αν θέ­λεις να δεις τι πραγ­μα­τι­κά πι­στεύ­ουν οι άν­θρω­ποι, μην επι­κε­ντρώ­νεις σ’ αυτό που λένε. Να επι­κε­ντρώ­νεις πρω­τί­στως σ’ αυτό που κά­νουν» . Και είναι φα­νε­ρό ότι, όσο κι αν βρί­σκε­ται στους αντί­πο­δες της ιδέας που ήθελε μέχρι πρό­τι­νος να έχει ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ για τον εαυτό του (αλλά κι εμείς για τον εαυτό μας), η τε­λι­κή κα­τά­λη­ξη του εγ­χει­ρή­μα­τος βρι­σκό­ταν ήδη σε αντι­στοί­χη­ση με τις κα­θη­με­ρι­νές του πρα­κτι­κές και με τους ίδιους τους όρους της υλι­κής συ­γκρό­τη­σής του.

Ακόμα και στις πε­ριό­δους της με­γα­λύ­τε­ρης ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης στο πεδίο του πο­λι­τι­κού λόγου, οι πο­λι­τι­κές πρα­κτι­κές του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ πα­ρέ­με­ναν αδια­πραγ­μά­τευ­τα δέ­σμιες στο ρε­φορ­μι­στι­κό (αν όχι κα­θα­ρά αστι­κό) τρί­πτυ­χο «εκλο­γι­κι­σμός, κυ­βερ­νη­τι­σμός, κοι­νο­βου­λευ­τι­κός κρε­τι­νι­σμός», ενώ στο εσω­τε­ρι­κό πα­ρέ­με­νε αδια­τά­ρα­κτο το κλη­ρο­δο­τη­μέ­νο από τον ΣΥΝ κε­κτη­μέ­νο της πλα­δα­ρής ορ­γα­νω­τι­κής δομής, της αυ­το­νό­μη­σης των ηγε­τι­κών κλι­μα­κί­ων, του πε­ριο­ρι­σμού της βάσης σε ρόλο εκλο­γι­κού μη­χα­νι­σμού, αλλά και σε ρόλο «εφε­δρεί­ας» για εσω­κομ­μα­τι­κούς δια­γκω­νι­σμούς της ηγε­σί­ας.

Ας πούμε επι­τέ­λους τα πράγ­μα­τα με το όνομά τους: Ας ομο­λο­γή­σου­με ότι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, τον οποί­ον υπο­τί­θε­ται ότι αφή­σα­με πίσω μας, στή­θη­κε σιω­πη­ρά πάνω στο κα­λού­πι του πα­λιού ΣΥΝ και, παρά το –κάθε άλλο παρά αμε­λη­τέο– γε­γο­νός ότι για ένα κρί­σι­μο διά­στη­μα λει­τούρ­γη­σε ως ένας «αρι­στε­ρό­τε­ρος ΣΥΝ», στο τέλος κα­τέ­λη­ξε να γίνει μια δεξιά, δε­ξιό­τα­τη ΔΗΜΑΡ. Η από­κλι­ση ανά­με­σα σ’ αυτό που κά­νουν οι άν­θρω­ποι και σε αυτό που λένε (ή φα­ντα­σιώ­νο­νται) ότι κά­νουν, έμελ­λε και στην πε­ρί­πτω­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ να γε­φυ­ρω­θεί με τον απο­λύ­τως ανα­με­νό­με­νο τρόπο: Με την επι­κρά­τη­ση της υλι­κό­τη­τας των πρα­κτι­κών ένα­ντι του ρι­ζο­σπα­στι­σμού των δια­κη­ρύ­ξε­ων.

Οι πα­ρα­πά­νω δια­πι­στώ­σεις δεν οδη­γούν στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι ήταν λάθος από μιας αρχής η συμ­με­το­χή στο εγ­χεί­ρη­μα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Οδη­γούν όμως στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι οι πραγ­μα­τι­κές μάχες δί­νο­νται στο πεδίο πρω­τί­στως της πρα­κτι­κής. Ένα πεδίο που, για λό­γους που δεν είναι της πα­ρού­σης, αφή­νε­ται συ­νή­θως στον «αυ­τό­μα­το πι­λό­το». Σε μια αστι­κή κοι­νω­νία όμως, ο «αυ­τό­μα­τος πι­λό­τος» δεν είναι ου­δέ­τε­ρος. Είναι προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νος να πα­ρά­γει πολύ συ­γκε­κρι­μέ­να απο­τε­λέ­σμα­τα, τα οποία προ­φα­νώς δεν απο­σκο­πούν στην ανα­τρο­πή της υπάρ­χου­σας κα­τά­στα­σης πραγ­μά­των…

Το δις εξα­μαρ­τείν;

Υπο­τί­θε­ται ότι τα πα­θή­μα­τα γί­νο­νται μα­θή­μα­τα. Υπο­τί­θε­ται επί­σης ότι, από την πε­ρι­πέ­τεια του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ βγαί­νου­με, αν μη τι άλλο, σο­φό­τε­ροι. Αν έτσι έχουν τα πράγ­μα­τα, οφεί­λου­με από δω και στο εξής να εί­μα­στε πιο αυ­στη­ροί απέ­να­ντι στον εαυτό μας πρώτα απ’ όλα, αλλά και πιο απαι­τη­τι­κοί απέ­να­ντι στους συ­ντρό­φους μας. Και, το κυ­ριό­τε­ρο: Οφεί­λου­με ανά πάσα στιγ­μή να διεκ­δι­κού­με με τον πλέον ανυ­πο­χώ­ρη­το τρόπο την κατά το δυ­να­τόν πλη­ρέ­στε­ρη αντι­στοί­χη­ση λόγων και έργων, επι­κε­ντρώ­νο­ντας πρω­τί­στως την προ­σο­χή μας, όχι σ’ αυτό που λέμε, αλλά σ’ αυτό που κά­νου­με στην πράξη. Διότι, σε γε­νι­κές γραμ­μές, στο επί­πε­δο των δια­κη­ρύ­ξε­ων δεν τα πάμε κι άσχη­μα. Στο επί­πε­δο της πο­λι­τι­κής πρα­κτι­κής είναι που χω­λαί­νου­με. Είτε για λό­γους «πο­λι­τι­κών σκο­πι­μο­τή­των» (όχι κατ’ ανά­γκην ιδιο­τε­λών), είτε απλά και μόνο μέσα από τη δύ­να­μη της συ­νή­θειας και της ιστο­ρι­κής αδρά­νειας, κά­ποια πράγ­μα­τα, κλη­ρο­νο­μιά απ’ τις χει­ρό­τε­ρες πα­ρα­δό­σεις του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, θε­ω­ρή­θη­καν πε­ρί­που δε­δο­μέ­να. Τα πα­θή­μα­τα δε φαί­νε­ται να γί­νο­νται μα­θή­μα­τα.

Είναι βε­βαί­ως αλή­θεια ότι υπήρ­ξαν αντι­κει­με­νι­κές δυ­σκο­λί­ες, που εξη­γούν εν μέρει το φαι­νό­με­νο. Το όλο εγ­χεί­ρη­μα στή­θη­κε υπό πίεση χρό­νου (η οποία όμως δε θα υπήρ­χε, αν τα πράγ­μα­τα δεν είχαν αφε­θεί να φτά­σουν στο «και πέντε») ως ένα ανα­γκαίο όχημα εκλο­γι­κής κα­θό­δου, που θα εμπό­δι­ζε την ήττα να προ­σλά­βει δια­στά­σεις κυ­ριο­λε­κτι­κής διά­λυ­σης. Είναι όμως εξί­σου αλή­θεια ότι οι έκτα­κτες συν­θή­κες, που επι­κρά­τη­σαν μετά τις 12 Ιου­λί­ου, προ­σέ­δω­σαν στο εγ­χεί­ρη­μα της ΛΑ.Ε. κά­ποια ιδιαι­τέ­ρως «ανορ­θό­δο­ξα» χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, τα οποία οφεί­λουν άμεσα να αντι­με­τω­πι­στούν.

Τα σχή­μα­τα στην Αρι­στε­ρά δεν προ­κύ­πτουν με την κα­τά­θε­ση επι­στο­λών στο προ­ε­δρείο της Βου­λής, ούτε με την κα­τά­θε­ση αι­τη­μά­των στον Άρειο Πάγο. Η ει­κό­να που έχει πε­ρά­σει προς τα έξω ότι η ΛΑ.Ε. είναι «το κόμμα του Λα­φα­ζά­νη» είναι μια ει­κό­να που μας αδι­κεί όλους –και πρω­τί­στως τον ίδιο το σ. Λα­φα­ζά­νη. Είναι επί­σης αλή­θεια ότι, ανε­ξαρ­τή­τως υπο­κει­με­νι­κών προ­θέ­σε­ων, το εγ­χεί­ρη­μα χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από την εγ­γε­νή τάση ν’ ακο­λου­θή­σει ξανά την πε­πα­τη­μέ­νη και να στη­θεί ως το «καλ­λι­τε­χνι­κό ψευ­δώ­νυ­μο» του Αρι­στε­ρού Ρεύ­μα­τος.

Είναι βέ­βαια σαφές ότι, σε επί­πε­δο δια­κη­ρύ­ξε­ων, τί­πο­τα τέ­τοιο δεν προ­κύ­πτει. Είναι όμως εξί­σου σαφές ότι, μετά και την εμπει­ρία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, θα έπρε­πε του­λά­χι­στον να έχου­με μάθει και να έχου­με εμπε­δώ­σει ότι η πραγ­μα­τι­κή φυ­σιο­γνω­μία ενός πο­λι­τι­κού φορέα δεν κρί­νε­ται στο επί­πε­δο των δια­κη­ρύ­ξε­ων. Δι­καιού­μα­στε ωστό­σο να αι­σιο­δο­ξού­με ότι αυτή τη φορά έχου­με τη διά­θε­ση και τη δυ­να­τό­τη­τα να πρω­το­τυ­πή­σου­με. Ότι αυτή τη φορά έχου­με τη διά­θε­ση και τη δυ­να­τό­τη­τα να δώ­σου­με υλική υπό­στα­ση στις δια­κη­ρύ­ξεις, αντί ν’ αφή­σου­με τις δια­κη­ρύ­ξεις να βου­λιά­ξουν για μία ακόμη φορά μέσα σε υλι­κές πρα­κτι­κές που τις ακυ­ρώ­νουν. Για να απο­τρα­πεί αυτή η δεύ­τε­ρη εξέ­λι­ξη, δεν αρ­κούν οι καλές προ­θέ­σεις. Χρειά­ζε­ται με­ρι­κές φορές να γι­νό­μα­στε δυ­σά­ρε­στοι. Αν το παρόν κεί­με­νο κα­τόρ­θω­σε κά­ποιες στιγ­μές να γίνει έστω και λίγο δυ­σά­ρε­στο, θα έχει επι­τε­λέ­σει τον σκοπό του.

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος