Μνήμη Μάρεκ Έντελμαν, σοσιαλιστή ηγέτη της εξέγερσης, αντισταλινικού και αντισιωνιστή μαχητή

Μνήμη Μάρεκ Έντελμαν, σοσιαλιστή ηγέτη της εξέγερσης, αντισταλινικού και αντισιωνιστή μαχητή

  • |

Απρίλης 1943, το εβραϊκό Γκέτο της Βαρσοβίας εξεγείρεται!

Τού­τες τις μέρες πριν από 76 χρό­νια, τον Απρί­λη του 1943, άρ­χι­ζε η εξέ­γερ­ση του Γκέτο της Βαρ­σο­βί­ας ενά­ντια στο να­ζι­στή δήμιό του. Την ώρα που ο αντι­ση­μι­τι­σμός, μαζί με το φα­σι­σμό, ξα­να­ση­κώ­νουν κε­φά­λι και στη νέα γενιά της εβραϊ­κής Δια­σπο­ράς αρ­χί­ζουν να ξα­γεν­νιού­νται οι κα­λύ­τε­ρες σο­σια­λι­στι­κές πα­ρα­δό­σεις του πα­ρελ­θό­ντος, θυ­μό­μα­στε τον Μάρεκ Έντελ­μαν, τον ηγέτη αυτής της εξέ­γερ­σης και τον άν­θρω­πο που εν­σάρ­κω­νε πε­ρισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλο αυτές ακρι­βώς τις εβραϊ­κές σο­σια­λι­στι­κές, αντι­στα­λι­νι­κές και αντι­σιω­νι­στι­κές πα­ρα­δό­σεις. Στα 10 χρό­νια από το θά­να­τό του, ανα­δη­μο­σιεύ­ου­με το κεί­με­νο της νε­κρο­λο­γί­ας του και συ­νά­μα από­σπα­σμα από το βι­βλίο του για την ηρω­ϊ­κή εξέ­γερ­ση του Γκέτο της Βαρ­σο­βί­ας της οποί­ας ηγή­θη­κε ο ίδιος.

Γιώργος Μητραλιάς

 

Μάρεκ Έντελ­μαν 1919-2009
Ο Μάρεκ Έντελ­μαν, που πέ­θα­νε στις 2 Οκτω­βρί­ου σε ηλι­κία 90 ετών, δεν ήταν όποιος κι όποιος. Ήταν ο τε­λευ­ταί­ος από τη «χα­μέ­νη Ατλα­ντί­δα» της Bund, αυτού του τε­ρά­στιου προ­πο­λε­μι­κού ερ­γα­τι­κού σο­σια­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος των Εβραί­ων της Ανα­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης. Ήταν ένας από τους ελά­χι­στους επι­ζή­σα­ντες και συ­νά­μα ο υπαρ­χη­γός της ηρω­ι­κής εξέ­γερ­σης του γκέτο της Βαρ­σο­βί­ας. Ήταν αγω­νι­στής της πα­ρά­νο­μης αντι­πο­λί­τευ­σης στο στα­λι­νι­κό κα­θε­στώς της Πο­λω­νί­ας και συ­νι­δρυ­τής του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κά­του Αλ­λη­λεγ­γύη. Ήταν μό­νι­μα αλ­λη­λέγ­γυος του αγώνα του Πα­λαι­στι­νια­κού λαού και καρφί στο μάτι του Σιω­νι­στι­κού κρά­τους, που τον μι­σού­σε όσο τί­πο­τα άλλο στο κόσμο. Και επει­δή ο Μάρεκ Έντελ­μαν ήταν ταυ­τό­χρο­να όλα αυτά και πολλά άλλα, για αυτό και υπήρ­ξε ό,τι κα­λύ­τε­ρο έχει να πα­ρου­σιά­σει ο βάρ­βα­ρος ει­κο­στός αιώνα…

Τον Απρί­λη του 1943, οι να­ζι­στές απο­φα­σί­ζουν να τε­λειώ­νουν με το γκέτο της Βαρ­σο­βί­ας στο οποίο δεν απο­μέ­νουν πια παρά μόνο 60.000 από τους λι­μο­κτο­νού­ντες κα­τοί­κους του, καθώς οι υπό­λοι­ποι 450.000 έχουν ήδη οδη­γη­θεί στα στρα­τό­πε­δα εξό­ντω­σης. Και τότε μια χού­φτα νέων, κυ­ρί­ως μπου­ντι­στών και κομ­μου­νι­στών, της Εβραϊ­κής Ορ­γά­νω­σης Μάχης (Z.O.B.) απο­φα­σί­ζουν να αντι­στα­θούν. Είναι η ένο­πλη εξέ­γερ­ση του γκέτο υπαρ­χη­γός της οποί­ας είναι ο 23χρο­νος Μάρεκ Έντελ­μαν: «Γνω­ρί­ζα­με πολύ καλά πως ήταν αδύ­να­το να νι­κή­σου­με. Απέ­να­ντι σε δια­κό­σια εί­κο­σι κα­κο-οπλι­σμέ­να αγό­ρια, υπήρ­χε ένας πα­νί­σχυ­ρος στρα­τός. Δεν εί­χα­με παρά ένα μόνο πο­λυ­βό­λο, με­ρι­κά πι­στό­λια, κά­ποιες χει­ρο­βομ­βί­δες, μπου­κά­λια με βεν­ζί­νη και δυο νάρ­κες η μια από τις οποί­ες ούτε καν εξερ­ρά­γη».

Και όμως, ο πό­λε­μος αυτών των 220 ενά­ντια στη Βέρ­μα­χτ, στους δυο χι­λιά­δες Ες-Ες και στους Ου­κρα­νούς συ­νερ­γά­τες τους κρά­τη­σε τρεις ολά­κε­ρες βδο­μά­δες! Με τον Έντελ­μαν επι­κε­φα­λής μετά από την αυ­το­κτο­νία του αρ­χη­γού Μορ­ντε­χάϊ Ανιέ­λε­βιτς. Το να­ζι­στι­κό πυ­ρο­βο­λι­κό και τα τανκς ισο­πε­δώ­νουν το γκέτο, οι Ες-Ες πυρ­πο­λούν τα πάντα με φλο­γο­βό­λα σ’αυ­τή την επί­γεια κό­λα­ση. Λέει ο Έντελ­μαν; «Δεν μας νί­κη­σαν οι Γερ­μα­νοί, αλλά οι φλό­γες». Στις 10 Μαΐου 1943, ο Έντελ­μαν ξε­φεύ­γει μέσα από τους υπο­νό­μους μαζί με τους τε­λευ­ταί­ους 13 μα­χη­τές. Ένα χρόνο αρ­γό­τε­ρα, με­τέ­χει στην εξέ­γερ­ση της Βαρ­σο­βί­ας που κο­στί­ζει τη ζωή σε 200.000 κα­τοί­κους της καθώς οι να­ζι­στές με­τα­τρέ­πουν τη πόλη σε ερεί­πια…

Μετά το πό­λε­μο, ο Μάρεκ δεν με­τα­να­στεύ­ει στο Ισ­ρα­ήλ. Μένει στη Πο­λω­νία («κά­ποιος έπρε­πε να μεί­νει για να ασχο­λη­θεί με τους σκο­τω­μέ­νους»), σπου­δά­ζει ια­τρι­κή και γί­νε­ται γνω­στός καρ­διο­λό­γος (των φτω­χών) στο Λούτζ. Μπαί­νει στο πο­λω­νι­κό ΚΚ, αλλά το εγκα­τα­λεί­πει γρή­γο­ρα, κα­ταγ­γέλ­λει τον κα­θε­στω­τι­κό αντι­ση­μι­τι­σμό και τη γρα­φειο­κρα­τία, με­τέ­χει στη πα­ρά­νο­μη αντι­πο­λί­τευ­ση μέσα από την Επι­τρο­πή Υπε­ρά­σπι­σης των Ερ­γα­τών (KOR). Το 1981 στη­ρί­ζει τις απερ­γί­ες, είναι εκ των συ­νι­δρυ­τών του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κά­του Αλ­λη­λεγ­γύη, κάνει με­ρι­κές μέρες φυ­λα­κή και αρ­νεί­ται να γιορ­τά­σει την επέ­τειο της εξέ­γερ­σης του γκέτο υπό το στρα­τιω­τι­κό νόμο του στρα­τη­γού Για­ρου­ζέλ­σκι.

 

Πι­στός σε όλη τη ζωή του στις αρχές της ερ­γα­τι­κής, σο­σια­λι­στι­κής και αντι­σιω­νι­στι­κής Bund της νε­ό­τη­τάς του και τε­λευ­ταί­ος Μοϊ­κα­νός αυτού που ήταν η «Επα­να­στα­τι­κή Yiddishland» των εκα­τομ­μυ­ρί­ων Εβραί­ων προ­λε­τά­ριων αγω­νι­στών στη Ρωσία, στη Πο­λω­νία, στη Λι­θουα­νία, στην Αυ­στρο­ουγ­γα­ρία και στην υπό­λοι­πη ανα­το­λι­κή Ευ­ρώ­πη, ο Έντελ­μαν δεν έπαψε ποτέ να κα­ταγ­γέλ­λει το Κρά­τος του Ισ­ρα­ήλ με το οποίο δεν ήθελε να έχει τη πα­ρα­μι­κρή σχέση. «Για ποιο εβραϊ­κό λαό μας μι­λούν;», δή­λω­σε κά­πο­τε στην ισ­ραη­λι­νή εφη­με­ρί­δα Γε­ντιότ Αχα­ρο­νότ. «Το Ισ­ρα­ήλ δη­μιουρ­γή­θη­κε πάνω στη κα­τα­στρο­φή αυτής της τε­ρά­στιας προ­αιώ­νιας εβραϊ­κής κουλ­τού­ρας που άν­θη­σε ανά­με­σα στο Βι­στού­λα και στο Ντον. Η ισ­ραη­λι­νή κουλ­τού­ρα δεν είναι η εβραϊ­κή κουλ­τού­ρα. Όταν θέ­λεις να ζή­σεις ανά­με­σα σε εκα­τομ­μύ­ρια Άρα­βες, πρέ­πει να ανα­μει­χθείς με αυ­τούς, να αφή­σεις την αφο­μοί­ω­ση και την επι­μει­ξία να κά­νουν τη δου­λειά τους».

Το κρά­τος του Ισ­ρα­ήλ μι­σού­σε τον Μάρεκ Έντελ­μαν επει­δή αυτός ήταν η ζω­ντα­νή άρ­νη­ση όλων των προ­πα­το­ρι­κών αμαρ­τιών και εγκλη­μά­των του. Ήταν η πιο διά­ση­μη και εμ­βλη­μα­τι­κή μορφή ενός πα­ρελ­θό­ντος, του προ­πο­λε­μι­κού αντι­σιω­νι­στι­κού σο­σια­λι­στι­κού και ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος της πλειο­ψη­φί­ας των Εβραί­ων της ευ­ρω­παϊ­κής Δια­σπο­ράς, που ο σιω­νι­σμός –και το Ισ­ρα­ήλ- έκανε και κάνει τα πάντα για να σβή­σει κάθε ίχνος του από την ιστο­ρία, ακόμα και από τις βι­βλιο­θή­κες! Και στην ερώ­τη­ση ισ­ραη­λι­νής δη­μο­σιο­γρά­φου αν φο­βά­ται μήπως ο δικός του θά­να­τος κάνει να ξε­χα­στεί η εξέ­γερ­ση του γκέτο της Βαρ­σο­βί­ας, ο Έντελ­μαν είχε απα­ντή­σει: «Όχι. Αυτό το γε­γο­νός έχει αφή­σει πάρα πολλά ίχνη στην ιστο­ρία, στη μου­σι­κή, στη λο­γο­τε­χνία και στη τέχνη. Είναι στο Ισ­ρα­ήλ που κιν­δυ­νεύ­ει να σβή­σει η ανά­μνη­σή μας. Για εσάς τους Ισ­ραη­λι­νούς, ο πό­λε­μος των Έξι Ημε­ρών (1967) ήταν το πιο ση­μα­ντι­κό γε­γο­νός της σύγ­χρο­νης εβραϊ­κής ιστο­ρί­ας. Εσείς μπο­ρεί­τε να στη­ρι­χτεί­τε σε ένα κρά­τος, σε τανκς και σε ένα πα­νί­σχυ­ρο αμε­ρι­κα­νό σύμ­μα­χο. Εμείς δεν εί­μα­στε τότε παρά 200 νε­α­ροί με όλα κι όλα 6 ρε­βόλ­βερ για οπλι­σμό, αλλά εί­χα­με την ηθική ανω­τε­ρό­τη­τα». Και όταν η δη­μο­σιο­γρά­φος προ­σπά­θη­σε να απα­ξιώ­σει το ρόλο των εβραί­ων δω­σί­λο­γων στη γε­νο­κτο­νία, ένας καυ­στι­κός Έντελ­μαν την έβαλε στη θέση της: «Αυτά είναι η δικιά σας ισ­ραη­λι­νή φι­λο­σο­φία, αυτή που συ­νί­στα­ται στο να πι­στεύ­ει πως μπο­ρείς να σκο­τώ­σεις 20 Άρα­βες αρκεί να μεί­νει στη ζωή ένας Εβραί­ος. Σε μας, δεν υπάρ­χει χώρος ούτε για ένα πε­ριού­σιο λαό ούτε για μια Γη της Επαγ­γε­λί­ας»…

Το ότι ο Μάρεκ Έντελ­μαν δεν είναι πια ανά­με­σά μας, δεν ση­μαί­νει κι ότι ανή­κει σε ένα πα­ρελ­θόν που αρ­χί­ζει να ξε­μα­κραί­νει πίσω μας. Η πα­ρα­δειγ­μα­τι­κή ζωή του είναι γε­μά­τη από μέλ­λον επει­δή θα εμπνέ­ει πάντα τη κα­τα­πιε­σμέ­νη αν­θρω­πό­τη­τα που μά­χε­ται για τη χει­ρα­φέ­τη­σή της με ση­μαία τα δικά του λόγια: «Παίρ­νο­ντας τα όπλα ενά­ντια σε εκεί­νους που ήθε­λαν να μας εξο­λο­θρεύ­σουν, γαν­τζω­θή­κα­με στη ζωή και γί­να­με ελεύ­θε­ροι άν­θρω­ποι»!

Όπως το είχε θε­λή­σει ο ίδιος, με­ρι­κοί τζα­ζί­στες ακο­λου­θού­σαν το φέ­ρε­τρό του την ώρα που η νε­κρι­κή πομπή διέ­σχι­ζε αυτό που ήταν κά­πο­τε το Γκέτο της Βαρ­σο­βί­ας…

Η εξέ­γερ­ση του Γκέτο της Βαρ­σο­βί­ας
Απο­σπά­σμα­τα από το βι­βλίο του Μάρεκ Έντελ­μαν*

(…) Αφού κά­να­με τη σύ­ζευ­ξή μας με τις ομά­δες του κε­ντρι­κού γκέτο, συ­νε­χί­ζου­με να πο­λε­μά­με. Και σ’αυ­τό το τομέα είναι πρα­κτι­κά αδύ­να­το να με­τα­κι­νη­θού­με. Τε­ρά­στιες πυρ­κα­γιές κλεί­νουν ολά­κε­ρους δρό­μους. Μια θά­λασ­σα από φλό­γες ει­σβά­λει στα κτί­ρια και στις αυλές. Τα ξύ­λι­να δο­κά­ρια τρι­ζο­βο­λά­νε, οι τοί­χοι κα­ταρ­ρέ­ουν. Δεν υπάρ­χει αέρας. Δεν υπάρ­χει παρά ο απο­πνι­κτι­κός μαύ­ρος κα­πνός, και η λαύρα από τα κα­μί­νια που ακτι­νο­βο­λεί και αυτή τους καρ­βου­νια­σμέ­νους τοί­χους και τις πυ­ρα­κτω­μέ­νες σκά­λες. Αυτό που δεν κα­τά­φε­ραν οι Γερ­μα­νοί, το πε­τυ­χαί­νει τώρα η πα­νί­σχυ­ρη φωτιά. Χι­λιά­δες πε­θαί­νουν μέσα στις φλό­γες. Η μυ­ρου­διά από τα ψη­μέ­να κορ­μιά σε πιά­νει στο λαιμό. Στα μπαλ­κό­νια, στα περ­βά­ζια των πα­ρα­θύ­ρων, στις πέ­τρι­νες σκά­λες που δεν πήραν φωτιά, κεί­το­νται καρ­βου­νια­σμέ­να πτώ­μα­τα. Η φωτιά διώ­χνει τους αν­θρώ­πους από τα κα­τα­φύ­γιά τους, τους ξε­τρυ­πώ­νει από τις κρυ­ψώ­νες που είχαν ετοι­μά­σει από καιρό, σε κά­ποιο σί­γου­ρο μέρος, σε μια σο­φί­τα ή σ’ένα κε­λά­ρι. Χι­λιά­δες πε­ρι­φέ­ρο­νται στις αυλές, κιν­δυ­νεύ­ο­ντας να πια­στούν, να φυ­λα­κι­στούν ή να σκο­τω­θούν επί τόπου από τους Γερ­μα­νούς. Θα­νά­σι­μα εξα­ντλη­μέ­νοι, απο­κοι­μιό­νται κάτω από τις κα­μά­ρες, όρ­θιοι, κα­θι­σμέ­νοι ή ξα­πλω­μέ­νοι, και είναι μέσα στον ύπνο τους που τους χτυ­πούν οι γερ­μα­νι­κές σφαί­ρες. Κα­νείς δεν αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι ο γέρος που φαί­νε­ται να κοι­μά­ται κάτω από μια κα­μά­ρα δεν θα ξυ­πνή­σει πια. Κα­νείς δεν πα­ρα­τη­ρεί πώς η μη­τέ­ρα που βλέ­που­με να θη­λά­ζει το μωρό της είναι εδώ και τρεις μέρες ένα κρύο πτώμα και πως το μωρό στην αγκα­λιά της βυ­ζαί­νει κλαί­γο­ντας ένα νεκρό στή­θος. Εκα­το­ντά­δες άν­θρω­ποι δί­νουν ένα τέλος στη ζωή τους πη­δώ­ντας από τον τρίτο ή τον τέ­ταρ­το όροφο. Μη­τέ­ρες γλυ­τώ­νουν έτσι τα παι­διά τους από το μαρ­τύ­ριο της φω­τιάς. Ο πο­λω­νι­κός πλη­θυ­σμός τα πα­ρα­κο­λου­θεί όλα αυτά από την οδό Σβιε­τό­γερ­σκα και τη πλα­τεία Κρα­σίν­σκι.

 

Μετά από μια τόσο πα­ρα­δειγ­μα­τι­κή τι­μω­ρία του κε­ντρι­κού γκέτο και του τομέα του ερ­γο­στά­σιου βουρ­τσών, οι Γερ­μα­νοί είναι βέ­βαιοι ότι οι κά­τοι­κοι των άλλων το­μέ­ων θα τους εκ­κε­νώ­σουν με τη θέ­λη­σή τους. Να γιατί ορί­ζουν μια τε­λευ­ταία διο­ρία και ση­μεία συ­γκέ­ντρω­σης, απει­λώ­ντας όσους πα­ρα­κού­σουν ότι θα πά­θουν αυτά που μόλις είδαν.

Όμως, ούτε τα πα­ρα­κά­λια, ούτε οι απει­λές δεν επη­ρε­ά­ζουν το πλη­θυ­σμό. Πα­ντού, οι μα­χη­τές μέ­νουν στις θέ­σεις τους. Εκεί­νοι στα ερ­γα­στή­ρια Τέ­μπενς και Σουτς κά­νουν ό,τι μπο­ρούν για να δυ­σκο­λέ­ψουν τη προ­έ­λα­ση των γερ­μα­νι­κών μο­νά­δων προς το κε­ντρι­κό γκέτο. Από τα μπαλ­κό­νια, τα πα­ρά­θυ­ρα και τις στέ­γες, ρί­χνουν χει­ρο­βομ­βί­δες πάνω στα οχή­μα­τα των SS. Πε­τυ­χαί­νουν μά­λι­στα ένα αυ­το­κί­νη­το που κι­νεί­ται στην «άρεια ζώνη» και το κα­τα­στρέ­φουν. Μια μέρα, ο Ρο­ζόφ­σκι και ο Σλόμο, την ώρα που επι­θε­ω­ρούν τον τομέα, εντο­πί­ζουν ένα κα­μιό­νι που πλη­σιά­ζει. Ένα δευ­τε­ρό­λε­πτο σκέ­ψης και βρί­σκο­νται και οι δυο τους σε ένα μπαλ­κό­νι από όπου ρί­χνουν στο κα­μιό­νι μια βόμβα δυο κιλών, κά­νο­ντας διάνα. Από τους εξή­ντα SS που με­τα­φέ­ρει, μόνο πέντε γλυ­τώ­νουν.

Με τη πέμ­πτη μέρα, τε­λειώ­νει η διο­ρία που έχουν ορί­σει οι Γερ­μα­νοί για τις «εθε­λού­σιες» απο­χω­ρή­σεις. Και τότε προ­χω­ρά­νε στην «ει­ρή­νευ­ση» των τε­λευ­ταί­ων το­μέ­ων και συ­να­ντά­νε λυσ­σα­λέα αντί­στα­ση. Δυ­στυ­χώς, ελ­λεί­ψει ηλε­κτρι­σμού, οι από καιρό το­πο­θε­τη­μέ­νες νάρ­κες είναι άχρη­στες. Γί­νο­νται σκλη­ρές μάχες. Οι εξε­γερ­μέ­νοι, οχυ­ρω­μέ­νοι στα κτί­ρια, δεν αφή­νουν τους Γερ­μα­νούς να μπουν στη πε­ριο­χή τους. Και εκεί επί­σης, κάθε σπίτι πο­λε­μά­ει.

(…) Λα­βαί­νο­ντας υπόψη τις νέες συν­θή­κες μάχης, η ΖΟΒ (Εβραϊ­κή Ορ­γά­νω­ση Μάχης) αλ­λά­ζει τα­κτι­κή. Επι­διώ­κει να προ­στα­τεύ­σει τις πιο πο­λυά­ριθ­μες ομά­δες κα­τοί­κων που κρύ­βο­νται στα κα­τα­φύ­για. Δυο τμή­μα­τα της ZOB (εκεί­να του Χόχ­μπεργκ και του Μπέ­ρεκ) βγά­ζουν πολ­λές εκα­το­ντά­δες αν­θρώ­πους από το κα­τα­φύ­γιο της οδού Μίλα 37, που κα­τάρ­ρεε, για να τους οδη­γή­σουν στο Νο 7 του ίδιου δρό­μου. Κα­τα­φέρ­νου­με να υπε­ρα­σπι­στού­με επί μια βδο­μά­δα αυτό το μέρος όπου έχουν κα­τα­φύ­γει χι­λιά­δες άν­θρω­ποι. Έξω, το γκέτο έχει σχε­δόν ολο­κλη­ρω­τι­κά κα­τα­κα­εί. Πρα­κτι­κά, δεν υπάρ­χει πια ούτε ένας όρ­θιος τοί­χος, και το χει­ρό­τε­ρο, δεν υπάρ­χει πια νερό. Οι ελεύ­θε­ροι σκο­πευ­τές κα­τε­βαί­νουν στα κα­τα­φύ­για μαζί με τους αμά­χους για να υπε­ρα­σπι­στούν ό,τι είναι ακόμα δυ­να­τό.

Οι μάχες και οι αψι­μα­χί­ες γί­νο­νται από εδώ και πέρα κυ­ρί­ως τη νύχτα. Τη μέρα, το γκέτο είναι ολο­κλη­ρω­τι­κά νεκρό. Μόνον όταν οι δρό­μοι βυ­θί­ζο­νται στο σκο­τά­δι συ­να­ντιού­νται οι πε­ρί­πο­λοι της ZOB και οι πε­ρί­πο­λοι των Γερ­μα­νών. Ο πρώ­τος που πυ­ρο­βο­λεί βγαί­νει νι­κη­τής. Οι δικοί μας πε­ρι­πο­λούν σε όλο το γκέτο. Κάθε νύχτα σκο­τώ­νο­νται πολ­λοί και από τις δυο πλευ­ρές. Οι Γερ­μα­νοί και οι Ου­κρα­νοί δεν με­τα­κι­νού­νται παρά σε με­γά­λες ομά­δες και στή­νουν συχνά ενέ­δρες.

 

Η διοί­κη­ση της ΖΟΒ απο­φα­σί­ζει να γιορ­τά­σει τη Πρω­το­μα­γιά με μια ξε­χω­ρι­στή δράση. Πολ­λές ομά­δες κρού­σης βγαί­νουν στο τομέα, με απο­στο­λή να «κυ­νη­γή­σουν» το με­γα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό αριθ­μό Γερ­μα­νών. Το βράδυ, γί­νε­ται η γιορ­τή της Πρω­το­μα­γιάς. Σύ­ντο­μες ομι­λί­ες. Η Διε­θνής. Όλος ο κό­σμος γιορ­τά­ζει αυτή τη μέρα. Σε όλο τον κόσμο, την ίδια ώρα, προ­φέ­ρο­νται οι ίδιες δυ­να­τές λέ­ξεις. Ποτέ όμως μέχρι τώρα, δεν τρα­γου­δή­θη­κε η Διε­θνής σε τόσο τρα­γι­κές συν­θή­κες, σε ένα τόπο όπου πέ­θα­νε και συ­νε­χί­ζει να πε­θαί­νει ένας λαός. Αυτά τα λόγια και αυτό το τρα­γού­δι, που τα κα­πνί­ζο­ντα ερεί­πια στέλ­νουν πίσω τον αντί­λα­λό τους, μαρ­τυ­ρά­νε πως η σο­σια­λι­στι­κή νε­ο­λαία πο­λε­μά­ει μέσα στο γκέτο και πως δεν τα ξε­χνά­ει απέ­να­ντι στο θά­να­το.

(…) Στις 8 του Μάη, η διοί­κη­ση της ΖΟΒ έχει πε­ρι­κυ­κλω­θεί από τους Γερ­μα­νούς και τους Ου­κρα­νούς. Δυο ώρες άγριας μάχης. Όταν οι επι­τι­θέ­με­νοι δια­πι­στώ­νουν πως δεν θα κα­τα­φέ­ρουν να κα­τα­λά­βουν τη θέση, ρί­χνουν μια βόμβα αε­ρί­ου μέσα στο μπούν­κερ. Τότε, όποιος δεν έχει σκο­τω­θεί από γερ­μα­νι­κή σφαί­ρα ή από ασφυ­ξία αυ­το­κτο­νεί. Είναι προ­φα­νές ότι δεν υπάρ­χει πια διέ­ξο­δος και κα­νείς δεν δια­νο­εί­ται να πέσει ζω­ντα­νός στα χέρια των Γερ­μα­νών. Ο Γιού­ρεκ Βίλ­νερ καλεί τους μα­χη­τές να αυ­το­κτο­νή­σουν. Ο Λού­τεκ Ρό­τμπλατ ρί­χνει στη μη­τέ­ρα και την αδελ­φή του, κα­τό­πιν γυ­ρί­ζει το όπλο κα­τα­πά­νω του και πυ­ρο­βο­λεί. Η Ρουθ ρί­χνει πάνω της εφτά φορές.

Έτσι πε­θαί­νουν σχε­δόν το 80% των μα­χη­τών που είχαν επι­ζή­σει και ανά­με­σά τους ο Αρ­χη­γός Μορ­ντε­χάϊ Ανιέ­λε­βιτς (…)

* Το βι­βλίο του Μ. Έντελ­μαν «Το Γκέτο πο­λε­μά­ει» περ­μέ­νει πάντα την ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση και έκ­δο­σή του.

/rproject.gr/

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος