Ο φίλος προθυμοποιήθηκε να με φέρει στην εφημερίδα, αφού τελειώσαμε τη συζήτηση και μερικά μεσημεριανά ποτά. Ηταν από τις σπάνιες φορές που χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητό του. Αρνήθηκα αλλά επέμενε. «Μα δεν είναι ανάγκη, θα περπατήσω, καλό κάνει το περπάτημα -είναι και η στοιχειώδης σωματική άσκηση στην οποία προβαίνω, ευτυχώς σε καθημερινή βάση». Ανένδοτος και αυτός. «Οχι, επίτρεψέ μου να σε πάω, τι διάολο κουβάλησα ολόκληρο αυτοκίνητο». Ε, τι να έκανα, ενέδωσα.
Γιώργος Σταματόπουλος
Φύγαμε από τα Ανω Ιλίσια, διασχίσαμε καθέτως τη Βασιλέως Κωνσταντίνου και στρίψαμε δεξιά, στη Ρηγίλλης. Και ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά μας, μέσα σε μια εκτυφλωτική μωβ αλέα από πανύψηλα δέντρα, η ομορφιά αυτοπροσώπως. Καμάρωνε ο φίλος από την έκπληξη που είδε στο πρόσωπό μου. Τα ξέρω αυτά τα δέντρα και μάλιστα καλά. Είχα ξεχάσει πως βρίσκονται συγκεντρωμένα σε μερικούς δρόμους.
Μένει κανείς άφωνος. «Είχα δίκιο που επέμενα;», ερωτά ο φίλος και γελάνε και τα αυτιά του από την ικανοποίηση, βλέποντάς με να κοιτώ σαν χάννος. Δεξιά και αριστερά τα πεζοδρόμια καθ’ όλο το μήκος είναι καλυμμένα από ένα παχύ στρώμα από μωβ άνθη. Εάν είχε δίκιο, λέει;
Δεν αισθάνεσαι έτσι κάθε μέρα στην Αθήνα, σπάνια βλέπεις τέτοια εικόνα. Τον ευχαρίστησα θερμά. Ναι, τα ξέρω.
Είναι η εποχή τους. Μπορούν να φτάσουν έως και τριάντα μέτρα από το έδαφος και απλώνονται σαν ομπρέλες. Υψώνονται από τις δύο πλευρές του δρόμου και τα κλαδιά που ενώνονται, κλίνοντας στην κορυφή στο κέντρο του δρόμου, σχηματίζουν έναν σπάνιο ζωγραφικό πίνακα.
Αυτός ο πίνακας εμφανίζεται στην Αθήνα προς το τέλος του Μάη και τα μωβ άνθη σε τρελαίνουν – ο έντονος χρωματισμός διαρκεί αρκετές ημέρες και μπορεί κανείς να απολαύσει το θέαμα στον χώρο γύρω από τη Ρηγίλλης, στο Ζάππειο αλλά και δίπλα μας, στην πλατεία Καρύτση. Πριν από χρόνια είχαμε βομβαρδιστεί από τη μωβ ομορφιά [μωβ πέταλα μας έλουζαν], πίνοντας μια μπίρα κάτω από τις φυλλωσιές και τα άνθη αυτής της ξεχωριστής ακακίας, της τζακαράντας, που ο Σεφέρης την έχει τυπώσει σε ποίημά του.
Λένε γι’ αυτό το είδος ακακίας ότι το έφερε στη δεκαετία του ’30 [δέκατου ένατου αιώνα] ο αρχικηπουρός της βασίλισσας Αμαλίας από τη Γένοβα, μαζί με περίπου δεκαπέντε χιλιάδες άλλα καλλωπιστικά φυτά για τον εθνικό κήπο. Μετά οι αέρηδες πήραν τους σπόρους και τους πήγαν όπου αυτοί (αν)έπνεαν καλύτερα [και οι σπόροι και οι αέρηδες, ευτυχώς] -έχει γεμίσει ο τόπος, για όσους ακόμη παρατηρούν την ομορφιά, που ακόμη «ευδοκιμεί» στα δέντρα και στους στενούς δρόμους της πρωτεύουσας.
Αντιδράς σαν χαζός μπροστά σε τέτοιο θέαμα -αυτό, ναι, είναι θέαμα, αλλά που πάει κατευθείαν στα βαθύτερα στρώματα του αδρανούς και άκαμπτου εαυτού. Ο εαυτός αυτός ξυπνάει, παίρνει ανάσες, ομορφαίνει ο ίδιος, εάν βέβαια ενδιαφέρεται για τέτοιες συγκινήσεις. Ξεχάσαμε μονομιάς όλες τις προηγηθείσες αδολεσχίες στις οποίες είχαμε αφιερώσει πολύτιμο χρόνο -για το πολιτικό τάχα μέλλον του τόπου, για την επέλαση της Δεξιάς, για τον φόβο που έχει καταλάβει πολλούς πολίτες τούτης της χώρας και λοιπές ανοησίες-, οι τζακαράντες είχαν μπει βαθιά μέσα μας…
efsyn.gr/