Οι δύο ήττες της Αριστεράς και η επανιδρυτική πρόκληση

Οι δύο ήττες της Αριστεράς και η επανιδρυτική πρόκληση

  • |

Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών ανέδειξαν θριαμβευτικά νικητή τη ΝΔ και προκάλεσαν την άμεση προσφυγή από τον Τσίπρα στις εθνικές κάλπες σ’ ένα μήνα. Η δεύτερη Κυριακή των δημοτικών/ περιφερειακών εκλογών ολοκλήρωσε την εικόνα της συντριπτικής επικράτησης της Δεξιάς που «έβαψε» τον χάρτη μπλε. Παρότι οι ψήφοι που κέρδισε η ΝΔ είναι πολύ λιγότερες απ’ αυτές που έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ (με όποια αναφορά κι αν επιλέξουμε από τις ευρωεκλογές του’14 ως τις βουλευτικές Γενάρη’15 και Σεπτέμβρη ‘15) η συνολική εικόνα δείχνει μια εκλογική τάση προς τα δεξιά/  ακροδεξιά. Από τις απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ δεν ωφελήθηκε η αριστερή αντιπολίτευση (ΚΚΕ στάσιμο, ΛΑΕ κατάρρευση και ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε χαμηλά επίπεδα) πλην του νεοπαγούς (και μεταμοντέρνου) κεντροαριστερού ΜΕΡΑ 25 του Γ. Βαρουφάκη (παρότι και πάλι το άθροισμα υστερεί των κυβερνητικών απωλειών). Βέβαια με δοσμένη τη μέγιστη συσπείρωση της Δεξιάς/ ακροδεξιάς είναι εύκολο να συνάγει κανείς ότι η τεράστια αποχή (42%) αποτελείται κυρίως από αριστερόστροφο κόσμο.

Γιώργος Σαπουνάς 

Το αντιδεξιό αντανακλαστικό αποτελεί τεκμήριο αριστερόστροφης αντιμετώπισης από τον κόσμο και μάλιστα από τον κόσμο των κατώτερων και υποτελών τάξεων και στρωμάτων. Ωστόσο ο μεν ΣΥΡΙΖΑ αποδείχτηκε ότι δεν μπόρεσε (εύλογα) να λειτουργήσει ως επαρκές αντιδεξιό εργαλείο, η δε «αντιμνημονιακή» Αριστερά υποτίμησε σοβαρά αυτή την διαπίστωση.

Είναι ερώτημα πως η πίεση για τον ερχομό της Δεξιάς θα εκφραστεί στις κάλπες της 7ης Ιούλη. Ακόμη, όμως πιο κρίσιμο πρόβλημα τούτη την ώρα είναι πως δε διαφαίνεται ο φορέας της Αριστεράς που, συγκεντρώνοντας την δύναμη του αριστερού και κινηματικού κόσμου, θα διεκδικήσει τη ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική, αντιδεξιά και αντιφασιστική τοποθέτηση (και) πέρα από τις εκλογές.

Η πρώτη ήττα

Στην πραγματικότητα πρόκειται για τη δεύτερη «στρατηγική» ήττα της Αριστεράς (ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των βουλευτικών το οποίο δεν φαίνεται ότι μπορεί να ανατρέψει αυτό των ευρωεκλογών). Η πρώτη και πιο ουσιαστική ήττα που σε μεγάλο βαθμό καθόρισε και τη δεύτερη, ήταν η υπογραφή του 3ου μνημονίου από τον Τσίπρα μετά μάλιστα το περίφημο δημοψήφισμα. Εκεί ηττήθηκε η μεγάλη κοινωνική δυναμική αριστερής ριζοσπαστικοποίησης που προκάλεσε η κρίση και τα μνημόνια και οδήγησε το ΣΥΡΙΖΑ στην θέση του οδηγού. Η πιο ξεκάθαρη ταξική διαχωριστική στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, δεν βρήκε την πολιτική έκφραση που της αντιστοιχούσε καθώς η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ (πρώτα απ’ όλη την Αριστερά), αποδείχτηκε όχι απλώς κατώτερη αλλά κυριολεκτικά μηδαμινή μπροστά στην ιστορική πρόκληση. Σε αντίθεση με την κοινωνική πλειοψηφία, τον κόσμο της Αριστεράς και πολύ ευρύτερα, που δήλωσε στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, με απαράμιλλο θάρρος απέναντι σε «θεούς και δαίμονες», ντόπιους και ξένους, διαθεσιμότητα για μια μεγάλη ανατροπή – περιπέτεια χωρίς διασφαλίσεις. Μαζί ηττήθηκε και η υπόλοιπη Αριστερά, οι αριστερές αντιπολιτεύσεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ που ποτέ δεν συγκρότησαν τον αναγκαίο συσχετισμό, η ΛΑΕ που ακολούθησε μια φθίνουσα διαδρομή έως το πρόσφατο «Βατερλό», η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που δεν κατάφερε να συνδεθεί αποτελεσματικά με τη διαδικασία της μαζικής πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης και οδηγήθηκε στο καθεστώς της τρέχουσας υπαρξιακής της κρίσης. Και βέβαια το ΚΚΕ που συνειδητά δεν επέλεξε καν την είσοδό του στην μάχη (από την εποχή της μαζικής κοινωνικής κινητικότητας 2010 – 2013 και ακόμη νωρίτερα, από τις μέρες του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος), δίνοντας μια διαφορετική απάντηση, στο κοινό ωστόσο συμπέρασμα με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, πως ο διεθνής συσχετισμός και η «εποχή» δεν επιτρέπουν επιλογές μεγάλων ανατροπών και ρήξεων.

Για την «παράταξη» της καθεστηκυίας τάξης, που είδε με τρόμο να συρρικνώνεται η ηγεμονία της επί της, συνήθως, συντριπτικής κοινωνικής πλειοψηφίας, στην ταξική γεωγραφία του 38% στο δημοψήφισμα αλλά και τα κόμματά της και πρώτ’ απ’ όλα τη Δεξιά να αδυνατούν να ανακόψουν την κοινωνική δυναμική, η περίοδος αυτή περιείχε ένα πολύ σοβαρό μάθημα και αντίστοιχα ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο κι αν αποτελείτο από στελέχη άπειρα από την αστική διαχείριση και ηγεσία τουλάχιστον ασταθή ως προς τους στόχους και την στρατηγική (ηγεσία της «κωλοτούμπας») προέκυψε ωστόσο ως γέννημα μιας σημαντικής κοινωνικής έγερσης που αμφισβήτησε, ως ένα βαθμό, την υπάρχουσα τάξη των πραγμάτων. Ένα από τα συγκλονιστικότερα ευρήματα της περιόδου είναι ακριβώς η κινηματική και πολιτική συμπεριφορά της, υποτίθεται, εν γένει «αδιάφορης» και «απολιτίκ» νεολαίας του καιρού μας που προσήλθε ωστόσο μαζικά τόσο στον εξεγερτικό Δεκέμβρη του 2008 όσο και στο δημοψήφισμα του 2015. Για τους αστούς είναι λοιπόν σαφές πως τέτοιες εξελίξεις δεν πρέπει να επαναληφθούν. Η σφοδρότητα της επίθεσης της ΝΔ στον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ, που στα μάτια του κόσμου της ριζοσπαστικής αριστεράς φαντάζει υπερβολική ενάντια σ’ ένα κόμμα που συνθηκολόγησε και συνέχισε την ίδια κατά βάση αντιλαϊκή πολιτική, ερμηνεύεται ως επίθεση σε όλη την Αριστερά, στην Αριστερά ως έννοια και σύστημα αξιών και ιδεών, μα και στον ίδιο τον λαό που πρέπει να ξεχάσει γρήγορα τη φαντασίωση της κοινωνικής αλλαγής έστω κι αν την προσέγγισε ατελώς και κατά βάση ενστικτωδώς και εμπειρικά. Γι αυτό και η διαφαινόμενη διακυβέρνηση της ΝΔ θα χαρακτηριστεί, όπως και προεκλογικά, από αμείωτο ταξικό μίσος και διάθεση πειθάρχησης της κοινωνίας και κυρίως του κόσμου της εργασίας και ασφαλώς του κόσμου των κινημάτων και της Αριστεράς.

Φυσικά, το δρόμο αυτό δυστυχώς, τον άνοιξε ο ίδιος ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ που ως «ιδανικός αυτόχειρας» κατέστρεψε την σελίδα που επιφύλασσε σ’ αυτή την φάση η ίδια η Ιστορία (η συμπύκνωση των αντιθέσεων – ο «αδύναμος κρίκος») για το κίνημα και την Αριστερά όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά με πανευρωπαϊκές και διεθνείς προεκτάσεις.

Υπέγραψε το 3ο μνημόνιο και κέρδισε τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 υποσχόμενος ένα θολό «παράλληλο πρόγραμμα» που δήθεν θα αντιστάθμιζε τα μνημονιακά μέτρα. Με γλώσσα λανθάνουσα, μέσω του προεκλογικού του συνθήματος παραδέχεται σήμερα το προφανές, ότι τα χρόνια που κυβέρνησε ήταν η «ώρα των λίγων» και μέσα από την «πανουργία της Ιστορίας» σύρεται σε εθνικές εκλογές δύο μέρες μετά την επέτειο του δημοψηφίσματος, με «κατεβασμένα τα φτερά». Όμως δε θα ‘πρεπε αυτές οι εξελίξεις να αποτελούν έκπληξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε βαθαίνοντας την σκληρή ταξική λιτότητα – τη μόνη και μόνιμη καπιταλιστική απάντηση στην κρίση – ως συνέπεια του μνημονίου που υπέγραψε. Ταυτόχρονα έδεσε ακόμη πιο σφιχτά την χώρα με τον ευρωατλαντικό, φιλοπόλεμο ιμπεριαλισμό, τις ΗΠΑ και τον άξονα με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Κύπρο στο επικίνδυνο γεωπολιτικό παιχνίδι στην ανατολική Μεσόγειο, χωρίς εδώ, καμιά δικαιολογία, κανενός «μνημονίου». Πρόκειται για αναβάθμιση του ρόλου της ελληνικής αστικής τάξης στην περιοχή και στρατηγική με ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά. Μάλιστα αυτό το στοιχείο, των «γεωπολιτικών επιλογών», αποτελεί τον πιο σκληρό πυρήνα των επιλογών της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και την πλέον αδιάψευστη απόδειξη των ελατηρίων και των προθέσεων αυτής της ομάδας, πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε δικαιολογία για το δήθεν μονόδρομο της υπογραφής του 3ου μνημονίου.

Οι συμβολικές παροχές προς τα κατώτερα κοινωνικά τμήματα δεν ήταν ασφαλώς αρκετές, ούτε κατά διάνοια, για να αντισταθμίσουν τα ταξικά μέτρα του μνημονίου, ενώ ταυτόχρονα ο κυβερνητικός, μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ συνέδραμε, μάλλον καθοριστικά, στην ύφεση του μαζικού κινήματος. Θέλησε να αντικαταστήσει την σοσιαλδημοκρατία (π.χ. ο Τσίπρας που το 2014 υπήρξε ο υποψήφιος της ευρωπαϊκής Αριστεράς για την Προεδρία της Ευρ. Επιτροπης, το 2019 δεν υποστηρίζει τον εκπρόσωπο της Αριστεράς, Νίκο Κούε, αλλά τον υποψήφιο των Σοσιαλιστών Φραντς Τίμμερμανς), κληρονομώντας εντούτοις άμεσα την κρίση της αλλά όχι και τις όποιες «ένδοξες» φιλολαϊκές στιγμές του παρελθόντος της. Όχι τις ρίζες της. Το κοινωνικό και εκλογικό του ακροατήριο «συνάντησε» τον ΣΥΡΙΖΑ στις κυβερνητικές του επιλογές όχι όμως και στους χώρους δουλειάς, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στο κίνημα – παρ΄ εκτός ως αντίπαλο. Πώς θα μπορούσε άλλωστε ένα «κόμμα» με «ρετιρέ» κυβερνητικών στελεχών και μάλιστα με συνωστισμό από τις αριστεροδέξιες συμμαχίες και μεταγραφές χωρίς ωστόσο «ισόγειο»;  Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε την πολιτική που εξυπηρετεί την στρατηγική του εγχώριου μεγάλου κεφαλαίου (που συμπίπτει τούτη την ώρα με αυτή των δανειστών και των ευρωατλαντικών κέντρων) και σήμερα κινδυνεύει να βαδίσει προς το περιθώριο ως «στημένη λεμονόκουπα».

Η δεύτερη ήττα – η ΛΑΕ[i]

Η δεύτερη ήττα, αυτή που συντελείται αυτές τις μέρες, αφορά στην «αντιμνημονιακή» Αριστερά που «κλήθηκε» (αντικειμενικά από τις ιστορικές συνθήκες) στα χρόνια της κυβέρνησης του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ να συγκροτήσει τη δύναμη που θα διεκδικούσε τη συνέχιση της διαδικασίας πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης, έστω από ένα χαμηλότερο σημείο απ’ όπου αυτή καταγράφηκε με αποκορύφωμα το δημοψήφισμα, προσφέροντας τα στοιχεία της συγκρότησης (ιδεολογικής, πολιτικής, οργανωτικής) στη σπουδαία κοινωνική πείρα που είχε αρχίσει να συσσωρεύεται στην πυκνή περίοδο του πρόσφατου παρελθόντος, κινητοποίησης και αριστερής στροφής.

Εντούτοις και εκ του αποτελέσματος, ως ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά μετρηθήκαμε … ελλιποβαρείς.  Αντί να επιλεγεί η συσπείρωση και η συγκέντρωση της δύναμης σε ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, συνέβη ακριβώς το αντίθετο με τα γνωστά, απογοητευτικά αποτελέσματα. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι πέρα από την γενική έκκληση για ενότητα υπήρξαν και υπάρχουν προϋποθέσεις οι οποίες δεν εκπληρώθηκαν σχεδόν σε κανένα βαθμό καθώς αφορούν στα συμπεράσματα που ο κάθε χώρος έβγαλε (ή δεν έβγαλε μένοντας στα … «πάγια»).

Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών στις 7 Ιούλη και τον τρόπο με τον οποίο η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά θα προσέλθει στην εκλογική μάχη, το σημαντικότερο είναι να ξεκινήσει άμεσα μια διαδικασία ουσιαστικής και πλατιάς «συζήτησης-διαδικασίας συγκρότησης» για την Αριστερά που έχουμε ανάγκη σήμερα.

Ιδιαίτερα για την ΛΑΕ βλέπουμε σήμερα ότι κλείνει ο κύκλος της, τουλάχιστον με το περιεχόμενο που είχε θέσει στον εαυτό της και με τη φυσιογνωμία που εν τέλει επικοινώνησε με τα κοινωνικά ακροατήρια. Η ΛΑΕ ηττήθηκε για πλήθος λόγων από τους οποίους ξεχωρίζουμε ως κεντρικούς τρεις:

Από την αρχή επικράτησε η εκλογοκεντρική αντίληψη (κληρονομιά του Συνασπισμού) η οποία λειτούργησε σε διαλυτική αντίθεση με το καθήκον της οικοδόμησης μαζικής οργάνωσης. Άφησε έτσι να φυλλορροήσουν τα χιλιάδες μέλη της και η πανελλαδική της δικτύωση καθώς αφέθηκαν χωρίς διαδικασίες συζήτησης και επιλογές συγκεκριμένης παρέμβασης με συνέχεια, συνέπεια και κυρίως με πολιτικό σχέδιο – πλην ορισμένων κεντρικών πρωτοβουλιών όπως το ασφαλιστικό και κυρίως οι πλειστηριασμοί, όπου όμως και σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο σχεδιασμός υποτάχθηκε στις επικοινωνιακές ανάγκες μιας τετραετούς εκλογικής καμπάνιας. Είναι παροιμιώδης η εκτίμηση, από την πρώτη στιγμή και για χρόνια, ότι η κυβέρνηση οσονούπω …πέφτει. Εν πολλοίς τα μέλη έμειναν θεατές και ακροατές των κεντρικών (αντιφατικών και αλλοπρόσαλλων) εκφωνήσεων χωρίς πολιτική συζήτηση, χωρίς ουσιαστικά καθήκοντα και συμμετοχή.
Το «σήμα» που εξέπεμψε προς την κοινωνία ήταν διαρκώς αντιφατικό, αλληλοαναιρούμενο και εν τέλει καθορισμένο από τη δημόσια εκφώνηση λίγων κεντρικών της στελεχών και πρώτα απ’ όλους του Γραμματέα της. Η εκφώνηση αυτή ήταν σε μόνιμη αντίθεση και συχνά πλήρη αναίρεση των συλλογικών αποφάσεων των οργάνων της. Με κύρια ευθύνη αυτών των στελεχών και κυρίως του Γραμματέα η φυσιογνωμία του φορέα της ριζοσπαστικής Αριστεράς μετετράπη στα μάτια του πλατιού ακροατήριου σε αυτή ενός φορέα με θολές θέσεις καθορισμένες από την έμφαση ενός ορισμένου εθνικισμού και από ένα σημείο και μετά, έντονα φιλορωσσικού! Δεν χωρά αμφιβολία ότι αυτή είναι η αντίληψη και τα οράματα του παραιτηθέντος σήμερα Γραμματέα όπως εξάλλου ο ίδιος έχει αναλύσει σε διάφορες περιπτώσεις, απορρίπτοντας ως προνομιακό ακροατήριο της ΛΑΕ τον «κόσμο της Αριστεράς» και αναζητώντας την ανταπόκριση του «πατριωτικού» ακροατηρίου. Όμως η αδυναμία να ανατραπεί αυτή η κατάσταση από τουλάχιστον, τις αντικαπιταλιστικές συνιστώσες – οι οποίες σημειωτέων αθροίστηκαν στο συνέδριο στο 45% – δείχνει ότι η ευθύνη και η αμηχανία για το πολιτικό σχέδιο καταμερίζεται.
Η απουσία κάθε τακτικής, πλην της μονοδιάστατης και μόνιμης επίθεσης, απέναντι στον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ και ουσιαστικά η απόρριψη ως πολιτικού και εκλογικού ακροατηρίου (πλατύτατου για τα μέτρα της ΛΑΕ) του κόσμου της «κοινωνικής Αριστεράς» που είχε ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ και δεχόταν την διαρκή πίεση του διλήμματος ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ. Η αδυναμία της διαχείρισης αυτού του διλήμματος, με μια τακτική ενός βαθμού «διμέτωπου» αγώνα που θα αναδείκνυε αφενός την κατανόησή του διλήμματος και αφετέρου τη διεκδίκηση της ευθύνης του αντιδεξιού αγώνα από τη ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά, παράλληλα με τον αυτονόητο αντικυβερνητικό αγώνα, χαρακτήρισε, από λίγο ως πολύ, το σύνολο της Αριστεράς και αποτελεί βασικό παράγοντα της αδυναμίας της να παραλάβει τις εκλογικές διαρροές του ΣΥΡΙΖΑ. Σ’αυτό το λάθος η ΛΑΕ πρώτευσε δίνοντας την εντύπωση της «ψυχολογικής» αντιμετώπισης της κυβέρνησης παρά της πολιτικής.
Σήμερα η ΛΑΕ βρίσκεται σε σημείο κορύφωσης της υπαρξιακής της κρίσης. Η βεβιασμένη συζήτηση και απόφαση για τη συμμετοχή στις προσεχείς βουλευτικές εκλογές δεν έπρεπε να αποτελεί, κατά την γνώμη μας, προτεραιότητα (ίσως ούτε καν επιλογή). Δυστυχώς οι προσεχείς εκλογές δεν είναι, τούτη την στιγμή, εφικτό να καθοριστούν από την «αντιμνημονιακή» Αριστερά και σίγουρα από τη ΛΑΕ. Αντίθετα είναι απολύτως επείγον να υπάρξουν κινήσεις ανασυγκρότησης, κινήσεις αντιθετικές προς τις αποστρατευτικές τάσεις που δημιουργεί η απογοήτευση. Απαιτείται το άμεσο άνοιγμα της συζήτησης σε όλη την έκταση του πολιτικού σχηματισμού, προς όλα τα μέλη και τους φίλους/ες και έναρξη διαδικασιών επανακαθορισμού της φυσιογνωμίας, της στρατηγικής και της τακτικής. Απαιτείται η προετοιμασία για την ανάληψη πρωτοβουλίας (που θα υπερβαίνει την ΛΑΕ), καλέσματος προς  τις συλλογικότητες και τον κόσμο της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς προκειμένου να τεθεί στην πράξη η πρόκληση για μια επανιδρυτική πράξη.

Β. Η πρόκληση και τα επίδικα

Η αδυναμία της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς να δώσει απαντήσεις, όπως εμφανίστηκε στα μάτια της κοινωνίας και τεκμηριώθηκε από την ανταπόκρισή της, είναι ασφαλώς φαινόμενο πολυδιάστατο. Εξάλλου συνάδει με την αρνητική εικόνα της Αριστεράς πανευρωπαϊκά και διεθνώς (τέλος κύκλου αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος και «πλατιών κομμάτων» της Αριστεράς στην Ευρώπη, ήττα των αριστερόστροφων κυβερνήσεων στην Λ. Αμερική, συρρίκνωση έως και διάλυση ιστορικών αριστερών σχηματισμών, από τη Σοσιαλδημοκρατία έως εμβληματικών οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σε Ευρώπη και ΗΠΑ). Εντούτοις οι συνθήκες αυτές αποτελούν τη μέγιστη πρόκληση για τον αναστοχασμό στον χώρο της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και την άμεση ανάληψη πρωτοβουλιών πριν είναι πολύ αργά.  Ο κίνδυνος της επανάληψης της «ιταλικής τραγωδίας» είναι παρών και διδάσκει ότι η επιλογή της αμυντικής τακτικής των πολλών μικρών οργανώσεων (καθεμιά για τον εαυτό της), όπως συνέβη στα χρόνια της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα δεν «νομιμοποιείται» στην παρούσα περίοδο. Στα χρόνια αυτά οι οργανώσεις και τα κόμματα της Αριστεράς επιβίωσαν στο περιθώριο της ταξικής και πολιτικής πάλης όπου τον κεντρικό ρόλο της «ανάληψης των καθηκόντων» προς την εργατική τάξη και γενικά προς τους «από κάτω», τον είχε αναλάβει η Σοσιαλδημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ. Ο μαζικός σοσιαλδημοκρατικός ρεφορμισμός διαχειρίστηκε (με τα γνωστά αποτελέσματα) την οργάνωση των «από κάτω» συνδικαλιστικά, πολιτικά και όχι μόνο. Η κατάκτηση της ηγεμονίας στο εργατικό κίνημα – που σήμερα έχει βέβαια φτάσει στην κατάντια των συνδικαλιστικών γραφειοκρατικών ηγεσιών της ΓΣΕΕ και των Ομοσπονδιών – ήταν αποτέλεσμα πλήθους νικηφόρων αγώνων (όσο βέβαια και συνθηκολογήσεων) από τα τέλη του ΄70 (π.χ. απεργία τραπεζών), την δεκαετία του ’80 (συνδικαλιστική οργάνωση και αγώνες βιομηχανικού προλεταριάτου π.χ. Πίτσος, Σόφτεξ κ.α.) έως και το ΄90 (π.χ. ΕΑΣ). Το γεγονός ότι η εξέλιξη των σχέσεων του κυβερνητικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος με την κοινωνία μεταβλήθηκαν σε αμιγώς πελατειακές δεν αναιρεί την αρχική διαπίστωση. Σήμερα η «θέση χηρεύει» καθώς η Σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται πανευρωπαϊκά σε βαθιά κρίση. Πολύ περισσότερο στην Ελλάδα όπου τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν την παραμικρή δυνατότητα (ούτε και την πρόθεση) να αναλάβουν την ευθύνη. Τούτη την ώρα οι συγκεκριμένοι χώροι ασχολούνται με την διαχείριση της επόμενης μέρας, με πρωτοκαθεδρία αν όχι κυβέρνηση της ΝΔ, και την ενδεχόμενη δυνατότητα να συμπήξουν τις όποιες δυνάμεις τους στην κατεύθυνση της οικοδόμησης του σοσιαλδημοκρατικού / κεντροαριστερού συστημικού πόλου. Ανεξάρτητα όμως από το όποιο αποτέλεσμα τέτοιων σχεδιασμών και διεργασιών, αυτό δεν αφορά σε κανέναν βαθμό την οργάνωση του κόσμου των «από κάτω». Η περίοδος του «κλασσικού» σοσιαλδημοκρατικού ρεφορμισμού έχει παρέλθει. Η προοπτική της πλήρους μετάλλαξης σε κόμμα τύπου Μακρόν ή Ρέντσι φαντάζει μάλλον η πιθανότερη.

Απ’ αυτή την άποψη οι εξελίξεις σ’ αυτόν τον χώρο το μόνο που υποδηλώνουν, από την σκοπιά του κόσμου της εργασίας, και ασφαλώς βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, είναι το μεγάλο πολιτικό και οργανωτικό/ συνδικαλιστικό κενό. Η αναμενόμενη δεξιά επίθεση βρίσκει την εργατική τάξη και τον κόσμο των «από κάτω» και της Αριστεράς εκτεθειμένο και ανεπαρκώς εξοπλισμένο, οργανωτικά, συνδικαλιστικά, πολιτικά. Το πολιτικό κενό βοά και τα συγκεκριμένα καθήκοντα «καλούν» τη ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά να τα αναλάβει. Βέβαια με την τακτική του ΠΑΜΕ/ΚΚΕ αλλά και των, συχνά ηρωικών αλλά πολιτικά ανεπαρκών, προσπαθειών της κατακερματισμένης αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, σχεδιασμένων και οικοδομημένων σε μια άλλη εποχή και με πολύ λιγότερο «φιλόδοξες» στοχεύσεις, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί η διαφαινόμενη πρόκληση.

Τα ερωτηματικά γύρω από την ανάγκη ύπαρξης μαζικής, ριζοσπαστικής και κυρίως σύγχρονης αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είναι πρόδηλα.  Πιστεύουμε ότι η (σχετικά) πρόσφατη εμπειρία της κρίσης του νεοφιλελευθερισμού και των κινηματικών και πολιτικών γεγονότων, διαδικασιών και εκφράσεων που εκδηλώθηκαν γεννούν την ανάγκη βαθιάς κριτικής αποτίμησης σε μια σειρά (διάφορες και διαφορετικές) επιλογές που έκανε η Αριστερά. Στην Ελλάδα είδαμε τον κόσμο να κατεβαίνει σε πρωτοφανείς κινητοποιήσεις, το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα και ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ να καταρρέει, τον κόσμο να στρέφεται μαζικά προς τ’ αριστερά και σήμερα λίγο πριν τις βουλευτικές εκλογές βλέπουμε την καταγραφή των δυνάμεών μας.

Οι (σχετικά) στιβαρές ταυτότητες των ρευμάτων που γέννησε η περίοδος του «Μάη ΄68», ταυτότητες ιδεολογικοπολιτικές αλλά και οργανωτικές δοκιμάστηκαν σε βάθος χρόνου και σήμερα μοιάζει πως έχουν χάσει την αίγλη του παρελθόντος καθώς καμιά δεν μπορεί πλέον να διεκδικήσει πειστικά τη δικαίωσή της. Αντίθετα οι «βεβαιότητες» έχουν δώσει την θέση τους σε αμφισβητήσεις – λόγω και έργω – συχνά χωρίς ειρμό και γενικά κριτήρια. Η συζήτηση αυτή βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη διεθνώς και αφορά καταρχάς την ανάλυση / εκτίμηση για την λειτουργία του σύγχρονου καπιταλισμού, των κρίσεων του και της προοπτικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις που παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο που οργανώθηκε από το  Historical Materialism, πρόσφατα στην Αθήνα.

Στην ελληνική Αριστερά, με το βαθύ, ιστορικό αποτύπωμα του σταλινισμού – όπου σήμερα δεσπόζει η αυτοκριτική, ως προς την επί σειρά ετών παράδοσή του, ιστορική / θεωρητική εργασία του ΚΚΕ, χωρίς ωστόσο συνέπεια με τις πολιτικές επιλογές – τα κόμματα και οι οργανώσεις της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς αντιμετώπισαν τις σύγχρονες προκλήσεις, την «παγκοσμιοποίηση», την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα συγκεκριμένα επίδικα που κάθε φορά ανέδειξε η πολιτικοϊδεολογική πάλη, ιδιαίτερα την τελευταία πυκνή δεκαετία, μην μπορώντας να διαφύγουν από τα συστημικά διλήμματα.

Εντελώς χαρακτηριστική είναι η αντιμετώπιση του διλήμματος  «ευρώ ή δραχμή» από την αντικαπιταλιστική Αριστερά. Για τις περισσότερες οργανώσεις εδώ και χρόνια, η προτεραιότητα της εξόδου της Ελλάδας από την ΟΝΕ/ ΕΕ αποτέλεσε σχεδόν τον πυρήνα της ταυτότητάς τους. Έφτασε μάλιστα η σχετική συζήτηση να πάρει γραφικά χαρακτηριστικά όταν, στα χρόνια των μνημονίων και της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης, επιχειρήθηκε η συγκεκριμενοποίηση αυτών των κατευθύνσεων και η αναζήτηση «ρεαλιστικών» οικονομικών προγραμμάτων για την εθνική ανάπτυξη εκτός ΟΝΕ έναντι των «σκληρότερων» που απαιτούσαν (και) την προεξόφληση της εξόδου από την Ε.Ε. Είναι ωστόσο προφανές ότι όλες αυτές οι προσεγγίσεις, αδυνατώντας να διαφύγουν από το πεδίο του οικονομικού αστικού «ρεαλισμού» πρόσφεραν στο πλατύ, μαζικό κοινωνικό ακροατήριο ως εναλλακτικές λύσεις, «ρεαλιστικές» συστημικές απαντήσεις διαφορετικών εκδοχών ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Εξοβελίζοντας ουσιαστικά την όποια συζήτηση για την επικαιρότητα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και του Σοσιαλισμού της εποχής μας. Στην «καλύτερη» περίπτωση ο υπαινιγμός των προσφερόμενων απαντήσεων φτάνει μέχρι τον «Σοσιαλισμό σε μια μόνο χώρα». Όταν όμως η στόχευση (κατά τους τοξότες του Μακιαβέλι) ξεκινά από τόσο χαμηλά, όπου την θέση της επανάστασης έχει καταλάβει η ΝΕΠ αν όχι ο «μεγάλος πατριωτικός πόλεμος» (αδικώντας, στην «ελληνική περίπτωση», κατάφορα τα σπουδαία, από αντικαπιταλιστική, επαναστατική σκοπιά, συμπεράσματα της περιόδου της αντίστασης και του ΕΑΜ) τότε είναι φυσικό η ρεαλιστική κατάληξη να είναι τουλάχιστον εγκλωβισμένη στις συστημικές παραλλαγές και φυσικά να μην μπορεί να εμπνεύσει μαζικά ακόμη και σε στιγμές όπου η κοινωνική πλειοψηφία ήταν «ορθάνοιχτη» για απαντήσεις.

Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί και η αντιμετώπιση της «συμφωνίας των Πρεσπών». Εδώ στην καλύτερη (πιο αριστερή) εκδοχή κατίσχυσε ένας ορισμένος αντιιμπεριαλισμός ο οποίος όμως βρέθηκε πολιτικοϊδεολογικά εκτεθειμένος. Τοποθετήθηκε ορθά ενάντια στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ στην περιοχή καταδικάζοντας ωστόσο την προοπτική της ένταξης σ’ αυτό της Βόρειας Μακεδονίας την ώρα που η ίδια η Ελλάδα αποτελεί μέλος του με το περίφημο δικαίωμα βέτο. Στην χειρότερη περίπτωση ταυτίστηκε με τον πλέον έξαλλο εθνικισμό που ανακάλυπτε τον επιθετικό, αλυτρωτικό κίνδυνο από τον Βορρά![ii]

Η αδυναμία αναπλαισίωσης από την αντικαπιταλιστική Αριστερά, συστημικών και εν τέλει win – win, για την κυρίαρχη ιδεολογία, διλημμάτων βάζει στην ημερήσια διάταξη την κριτική σε μια σειρά από πολιτικά εργαλεία και βαθύτερα σε μια σειρά από θεωρητικές αποκρυσταλλώσεις που συγκροτήθηκαν σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες μιας παρελθούσης εποχής.

Η εγκατάλειψη του διεθνισμού σε ένα επίπεδο λεκτικής αναφοράς χωρίς ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο (στην καλύτερη περίπτωση), η παράδοσή του στον αστικό κοσμοπολιτισμό και επί της ουσίας η υιοθέτηση της προτεραιότητας του διεθνούς πεδίου της διαπάλης των εθνών – κρατών (π.χ. έξοδος της χώρας από την ΕΕ) αντί για την, κατά προτεραιότητα, επιλογή του εθνικού πεδίου ταξικής και πολιτικής πάλης, συνιστά μείζονα υποχώρηση απέναντι στον ταξικό εχθρό και υπονόμευση έως ακύρωση του στρατηγικού οράματος. Καθόλου τυχαία καμιά αριστερή έκφραση της (ταυτοτικής) έμφασης και προτεραιότητας στην έξοδο από την ΟΝΕ/ΕΕ δεν έχει «ευτυχήσει» σε όλη την Ευρώπη σε αντίθεση με την ακροδεξιά. Εύλογο καθώς ο εθνικισμός και η προοπτική των εθνικών ανταγωνισμών και συγκρούσεων αποτελεί στρατηγικό πυρήνα της ακροδεξιάς και όχι της Αριστεράς.

Ένα άλλο, εξίσου σοβαρό πρόβλημα το οποίο αναδείχτηκε ιδιαίτερα στα χρόνια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι η περιγραφή του πολιτικού συστήματος στην Ευρώπη και κυρίως του μαζικού πολιτικού (κυβερνητικού και όχι μόνο) ρεφορμισμού. Η μεταβολή της σχέσης των κομμάτων με τα κοινωνικά τους ακροατήρια και ιδιαίτερα στο χώρο της Σοσιαλδημοκρατίας που έχει καταρρεύσει με την ιστορική της μορφή (ως εργατικό – αστικό κόμμα με μάξιμουμ σοσιαλιστικό και μίνιμουμ μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα) στα νεοφιλελεύθερα (και ιδεολογικά μεταμοντέρνα) χρόνια και με πολύ προφανή τρόπο μετά την κρίση του 2008, διαμορφώνει τα όρια του πολιτικού κενού – πρόκληση για την αντικαπιταλιστική Αριστερά. Η διάκριση μεταξύ Σοσιαλδημοκρατίας, νεοπαγών πολιτικών εκφράσεων αμερικάνικου τύπου όπως των Μακρόν και Ρέντσι και βέβαια της παραδοσιακής Δεξιάς και των εκδοχών της σύγχρονης ακροδεξιάς στην βάση της σχέσης τους (ιστορικής και τρέχουσας) με τα κοινωνικά/ ταξικά τους ακροατήρια είναι απολύτως απαραίτητη για την άσκηση της μαζικής, ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής πολιτικής. Η «εύκολη» εξομοίωση τους (ενίοτε ως «ακραίο» κέντρο) τεκμηριώνει την αδυναμία όχι απλά στην κατανόηση αλλά ουσιαστικά στην πολιτική παρέμβαση. Οι εξελίξεις στο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα στα χρόνια της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας κρύβουν μέσα στις αντιθέσεις τους τις ευκαιρίες της (σύγχρονης) ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.

Τέλος είναι αναγκαίο να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση για το σύγχρονο υποκείμενο της Αριστεράς. Το λεγόμενο και «οργανωτικό» ζήτημα. Σήμερα όλοι οι «τύποι» οργανώσεων της Αριστεράς (είτε τα ρεφορμιστικά σοσιαλδημοκρατικά «κόμματα μαζών» είτε οι οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που ομνύουν στο «κόμμα νέου τύπου») πλήττονται από τα δεξιά, από μορφώματα προσωποπαγή με χαλαρή, συχνά διαδικτυακή σχέση με τα «μέλη» τους (π.χ. Μακρόν, Βαρουφάκης αλλά και Podemos, Μελανσόν κ.α.). Η κραυγή για «δημοκρατία» που συχνά χαρακτηρίζει την κριτική της «βάσης» προς την ηγεσία, όπως π.χ. συνέβη στα χρόνια του «ριζοσπαστικού ΣΥΡΙΖΑ», πνίγεται σε ακόμη πιο αντιδημοκρατικά μοντέλα. Η ανάγκη να ξαναθέσουμε το ζήτημα αμφισβητώντας τα μοντέλα των προηγούμενων πέντε δεκαετιών απ΄ τ΄ αριστερά αναζητώντας λειτουργίες πέρα από τα προσχήματα περί «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» και πρακτικά στενότατων και «ισόβιων» ηγεσιών, που παράγουν σε κάθε κρίση πολλαπλές διασπάσεις, σχετίζεται άμεσα με το προηγούμενο σημείο για την διεκδίκηση της επικαιρότητας της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.

Συμπερασματικά, η κρισιμότητα της ιστορικής στιγμής, έγκειται στην ικανότητα της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (κόμματα, οργανώσεις, συλλογικότητες, «κόσμος της Αριστεράς») να διακρίνει τον κίνδυνο (ανεπαρκής εξοπλισμός, πολιτικός, οργανωτικός, συνδικαλιστικός, του κόσμου της εργασίας και γενικότερα των υποτελών τάξεων και στρωμάτων) μπροστά στην εκδικητική επάνοδο της Δεξιάς στην εξουσία αλλά και τη σταθεροποίηση αν όχι άνοδο της ακροδεξιάς. Ταυτόχρονα οφείλει να διακρίνει την ευκαιρία – πρόκληση της ανάληψης των καθηκόντων προς τους «από κάτω». Η πρόκληση αυτή αφορά στην απαραίτητη συγκέντρωση δύναμης (ενότητα). Αφορά ωστόσο και σε μία διαδικασία δημιουργικής αυτοκριτικής, επικαιροποίησης του αντικαπιταλιστικού, σοσιαλιστικού οράματος, με σύγχρονους όρους, σε όλα τα επίπεδα: θεωρητικό, πολιτικό, οργανωτικό. Πέρα, λοιπόν από τις εκλογές της 7/7, η μείζονα διακύβευση αφορά στους πολιτικούς χώρους της Αριστεράς, εκείνους που θα τολμήσουν να επιχειρήσουν την εκκίνηση μιας τέτοιας, επανιδρυτικής διαδικασίας, παίρνοντας άμεσα τις σχετικές πρωτοβουλίες.

 

 

[i] «Η μαζική αριστερή πολιτική και η άρνησή της» – Αντικαπιταλιστική Πολιτική Ομάδα   https://rproject.gr/article/i-maziki-aristeri-politiki-kai-i-arnisi-tis

 

[ii] Α) «…Ταυτόχρονα, η λεόντεια, υπέρ της ελληνικής πλευράς, συμφωνία φιλοδοξεί να κλείσει την ψυχροπολεμική σχέση των δύο κρατών επιτρέποντας στους γείτονες να προσχωρήσουν στο ΝΑΤΟ και να συνδεθούν με την ΕΕ, επιλογή που αποτελεί διακαή πόθο τους ως απάντηση στα κρίσιμα υπαρξιακά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι η επιλογή ένταξης στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ αποτελεί υπαρξιακή ανάγκη και επιδίωξη της κυρίαρχης αστικής μερίδας αυτού του κράτους και όχι ελληνική απαίτηση. Καθήκον του εγχώριου κινήματος και της αριστεράς είναι να δώσει επιτυχημένα τη μάχη στο εσωτερικό ενάντια στην εγχώρια αστική τάξη και στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες στις οποίες συμμετέχει (ΝΑΤΟ, Ε.Ε.). Καθήκον της είναι επίσης να συμπαραταχθεί και να υποστηρίξει το κίνημα και τις αριστερές δυνάμεις της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στον αγώνα τους ενάντια στην ένταξη της δικής τους χώρας στο ΝΑΤΟ. Δεν είναι όμως καθήκον της να αγωνιστεί, κάνοντας ένα άλμα στην αστική πολιτική, μέσω του ελληνικού αστικού κράτους που συμμετέχει στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. και μιας διμερούς συμφωνίας και να επιβάλει στο γειτονικό κράτος τον αποκλεισμό του από τους ίδιους οργανισμούς. Γιατί αυτό εάν δεν το επιτύχει το εγχώριο κίνημα και η αριστερά  ενός κράτους (εν προκειμένω της Δημοκρατίας της Μακεδονίας) αλλά ένα άλλο αστικό κράτος, έχει εντελώς διαφορετικές και αντίθετες συνέπειες και προοπτικές… …Από διεθνιστική/ αντικαπιταλιστική σκοπιά η κριτική στους κυβερνητικούς χειρισμούς και η «αποκάλυψη» της εγχώριας αστικής στρατηγικής μπορεί να έχει νόημα μόνο υπό την διαρκή υπόμνηση της υποστήριξης του δικαιώματος στην συνταγματική τους ονομασία: Δημοκρατία της Μακεδονίας. Θέση που υπερβαίνει και είναι απέναντι στο δίλλημα «ναι» ή «όχι» στη συγκεκριμένη συμφωνία…» – «Δημοκρατία της Μακεδονίας»  https://rproject.gr/article/dimokratia-tis-makedonias

Β) «…Συμπερασματικά, το ζήτημα με τη διακρατική συμφωνία, τίθεται με το πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων. Το καθήκον της Αριστεράς εδώ είναι η «αναπλαισίωση», η αμφισβήτηση και η ανατροπή του συστημικού πλαισίου ώστε το ζήτημα να τεθεί με το πλαίσιο που αποκαλύπτει την ταξική καπιταλιστική ουσία και την αντικαπιταλιστική προοπτική: Ούτε ΝΑΙ – ούτε ΟΧΙ στη διακρατική συμφωνία. Ο γειτονικός λαός να αποφασίσει ό,τι θέλει για τον εαυτό του και όσο για την Ελλάδα έξοδος τώρα από το ΝΑΤΟ…» – «Συμπεράσματα από τη «ναυμαχία» στον βούρκο των Πρεσπών!»  https://rproject.gr/article/symperasmata-apo-ti-naymahia-ston-voyrko-ton-prespon

 

Γ) «…Η ελληνική Αριστερά θα όφειλε να διαφοροποιηθεί καθαρά τόσο από το κυβερνητικό ΝΑΙ, όσο και από το εθνικιστικό ΟΧΙ. Διότι η διαμάχη σχετικά με τη συμφωνία των Πρεσπών διεξάχθηκε αποκλειστικά στο εσωτερικό του ελληνικού εθνικισμού, με τη δυνατότητα επιβολής του ελληνικού κράτους επί της γειτονικής χώρας δεδομένη σε κάθε περίπτωση.Το επίδικο της όλης διαμάχης ήταν με ποια πολιτική (αυτή του ΝΑΙ ή εκείνη του ΟΧΙ) η ελληνική επιβολή και η αντίστοιχη εθνικιστική «δικαίωση» θα ήταν αποτελεσματικότερη. Σε αυτή τη διελκυστίνδα, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να καθιερωθεί ως ο πλέον γνήσιος εκφραστής της εγχώριας αστικής στρατηγικής στη συνάρθρωσή της με τις στρατηγικές του δυτικού ιμπεριαλιστικού συστήματος…» – «Μετάλλαξη τελειωμένη, μετάλλαξη χωρίς τελειωμό» http://www.jmilios.gr/metallaksi-teleiwmeni/

/rproject.gr