Με την είσοδο του 1943, οι Έλληνες, εκτός από την πείνα και την καταπίεση, αντιμετώπιζαν και τον κίνδυνο της πολιτικής επιστράτευσης, παρά τις διαψεύσεις από τις γερμανικές αρχές κατοχής. Το μέτρο δεν αφορούσε τους έλληνες εβραίους, οι οποίοι σταδιακά άρχισαν να στέλνονται στην Πολωνία «για να εργασθούν».
Στις 23 Φεβρουαρίου δημοσιεύεται τελικά στην εφημερίδα «Γερμανικά Νέα» η διαταγή του στρατηγού Σπάιντελ για την πολιτική επιστράτευση των Ελλήνων. Οι κατοχικές δυνάμει σκόπευαν να στείλουν κόσμο στη Γερμανία και ανά τη Μεσόγειο για να δουλέψει σε καταναγκαστικά έργα. Το ίδιο βράδυ ο κατοχικός πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος (από τους πρωτοπόρους της γυναικολογίας – μαιευτικής στην Ελλάδα) και ο υπουργός Εργασίας Νικόλαος Καλύβας (παλιός συνδικαλιστής και σοσιαλιστής, που εκτελέστηκε στις αρχές του 1944 από την ΟΠΛΑ), έσπευσαν να δημοσιεύσουν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως σχετικό διάταγμα με τίτλο «Περί υποχρεωτικής εργασίας του αστικού πληθυσμού της Ελλάδος».
Η αντίδραση των δοκιμαζόμενων Ελλήνων υπήρξε ακαριαία. Την επόμενη μέρα (24 Φεβρουαρίου) χιλιάδες άνθρωποι ξεχύνονται στους δρόμους της Αθήνας για να βροντοφωνάξουν «Κάτω η επιστράτευση» και να ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο. Μία ομάδα διασπά τον αστυνομικό κλοιό και καταστρέφει το γραφείο του κατοχικού πρωθυπουργού Λογοθετόπουλου στη Βουλή. Μία άλλη, αφού υπερφαλαγγίζει τους ιταλούς καραμπινιέρους, πυρπολεί το Υπουργείο Εργασίας (Μπουμπουλίνας και Τοσίτσα γωνία), όπου είχε γίνει ο προπαρασκευαστικός σχεδιασμός για την επιστράτευση. Κατά τις συγκρούσεις, τρεις διαδηλωτές σκοτώνονται και τριάντα τραυματίζονται σοβαρά.

Τις επόμενες μέρες το αυθόρμητο δίνει τη θέση του στο οργανωμένο. Τηλεφωνητές, δημόσιοι υπάλληλοι και μαθητές κατεβαίνουν στους δρόμους. Η αντίδραση κατά της επιστράτευσης φουντώνει. Η κηδεία του εθνικού ποιητή Κωστή Παλαμά στις 28 Φεβρουαρίου μετατρέπεται σε αντικατοχική διαδήλωση.