Στο φύλλο της 30 Ιούνη, επιχειρώντας μία ψύχραιμη μεν, άβολη δε, ματιά στα αποτελέσματα των εκλογών, είχα πολύ προσεκτικά αναφερθεί στην ιδεολογία ως σημείο υπεροχής της Νέας Δημοκρατίας. Τότε είχα ισχυριστεί πως ο Κ. Μητσοτάκης έχει καταφέρει και έχει αναγεννήσει τον ιδεολογικό μανδύα της ελληνικής Δεξιάς, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ που κάνει πολιτική από τη σκοπιά της διαχείρισης. Επιπλέον, θεωρούσα σημαντικό λάθος την πεποίθηση ότι για να κερδίσεις το λεγόμενο «πολιτικό κέντρο» πρέπει να κινηθείς προς αυτό, καθώς κάτι τέτοιο δεν προκύπτει ως συνεπακόλουθο.
Στέλιος Φωτεινόπουλος*
Με αυτά κατά νου, κρίνω σημαντικές τις παρακάτω παρατηρήσεις στην προσπάθεια να ξεφύγουμε από την αρχική έκπληξη που προκάλεσαν τα αποτελέσματα της εσωκομματικής διαμάχης του ΣΥΡΙΖΑ.
Σημείο 1. Με την ενδεχόμενη επικράτηση του Στ. Κασσελάκη, το πολιτικό κενό στα αριστερά του πολιτικού συστήματος γιγαντώνεται, καθώς μία στοιχειωδώς αριστερή πολιτική πρόταση θα απουσιάζει από τη δημόσια σφαίρα, γεγονός που θα έχει σαφείς συνέπειες στον τρόπο που θα κυβερνήσει η Νέα Δημοκρατία τα επόμενα χρόνια. Πώς όμως, και κυρίως γιατί φτάσαμε σε αυτό το πολιτικό κενό;
Σημείο 2. Ηταν ο Αλέξης Τσίπρας, που για να μπορέσει να κυβερνήσει την τετραετία που ακολούθησε από το 2015, υπερέβη τον ΣΥΡΙΖΑ ως κομματική δομή, προσπέρασε τις εσωκομματικές διαδικασίες, υποβάθμισε τον ρόλο του κόμματος ως μηχανισμό παραγωγής σκέψης και πολιτικής και τα όργανα ως φορείς ελέγχου και λογοδοσίας. Για εκείνους που θυμούνται, το παραμέρισμα αυτό εκείνη την περίοδο είχε δημιουργήσει αρκετή γκρίνια, μεταξύ άλλων και στην Π.Γ. του κόμματος. Αυτός ο ιδιότυπος αρχηγοκεντρισμός στέρησε επί χρόνια από το κόμμα το οξυγόνο που χρειαζόταν, κυρίως όμως εμπέδωσε την άποψη, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, ότι τα κόμματα είναι παρωχημένες δομές και στη νέα εποχή κουμάντο κάνουν τα πρόσωπα και η αδιαμεσολάβητη σχέση που αυτά έχουν με τον λαό, μία άποψη ομολογουμένως αρκετά ξένη για την Αριστερά.
Αυτή η άποψη, που βλέπει τα κόμματα και τους μετέχοντες στην πολιτική περίπου ως αρχαϊκά στοιχεία, επιβραβεύτηκε με βάση τα πρόσφατα αποτελέσματα των εκλογών, ενώ από την άλλη, στο πρόσωπο της Εφης Αχτσιόγλου και των υπολοίπων, τιμωρήθηκε με απροσδόκητο τρόπο η κομματικότητα. Ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη τη συστηματική καλλιέργεια αυτής της απομάκρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ από τα ιδρυτικά του χαρακτηριστικά, προκύπτει κάπως φυσικά το γεγονός ότι σήμερα δεν υπάρχει επαρκής κόσμος να υπερασπιστεί την αρχική του φυσιογνωμία. Ακόμη και ο διάσημος Γερμανός δημοσιογράφος W. Münchau, σε άρθρο του στις 19 Σεπτέμβρη στο EuroIntelligence, χαρακτηρίζει την υποψηφιότητα Κασσελάκη ως ενδεχόμενη διείσδυση της Goldman Sachs στον ΣΥΡΙΖΑ.
Σημείο 3. Το επιχείρημα που ακουγόταν έντονα το 2015 και έπειτα, ήταν πως ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε «πάση θυσία» να αποφύγει το σενάριο της αριστερής παρένθεσης. Οσα στελέχη και μέλη δικαιολογούσαν αυτή την «αναγκαστική» μετάλλαξη ώστε να μη γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ αριστερή παρένθεση, είναι τελικά και εκείνοι που τον οδήγησαν εκεί από τον πιο σύντομο δρόμο. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται πίσω σε όλες τις μετρήσεις από το 2016, ενώ έχει χάσει και όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 2015 και έπειτα, αποτέλεσε δηλαδή αριστερή παρένθεση πολύ πριν το συνειδητοποιήσει ο ίδιος.
Σημείο 4. Παρά το παραπάνω σημείο, ο κίνδυνος διάσπασης στον ΣΥΡΙΖΑ για την ώρα παραμένει μικρός για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία δεκαετία έχει γαλουχηθεί ως κόμμα εξουσίας, κάτι που ακόμη καθορίζει τη φυσιογνωμία του. Ακόμη και τα στελέχη στη λεγόμενη αριστερή του πτέρυγα δεν είναι καθόλου αδιάφορα για μία ενδεχόμενη αλλαγή κυβέρνησης την επόμενη τετραετία. Γνωρίζουν πολύ καλά πως η δημιουργία ενός νέου φορέα δεν θα προσφέρει κάποια διέξοδο σε αυτή την κατεύθυνση ούτε και θα βελτιώσει τις πιθανότητές τους να βρεθούν στην κυβέρνηση τα επόμενα χρόνια. Δεύτερον, γιατί η μεγάλη συμμετοχή στις εκλογές μειώνει εκ των πραγμάτων την πιθανότητα διάσπασης, καθώς κάτι τέτοιο θα φανεί χλευαστικό για τα δεκάδες χιλιάδες μέλη τα οποία συμμετείχαν στη διαδικασία.
Σημείο 5. Μία πλατιά διαδικασία εκλογής, η οποία είναι ανοιχτή σε όλους, ανεξαρτήτως κόμματος ή πεποιθήσεων, φαινομενικά ενισχύει τον ρόλο του λαϊκού παράγοντα στις εξελίξεις. Ομως δεν είναι καθόλου έτσι. Αυτή η απελευθέρωση του εκάστοτε ηγέτη από τους ψηφοφόρους του καταργεί κάθε έννοια λογοδοσίας και συλλογικού ελέγχου από την πλευρά του κόμματος και της κοινωνίας. Και αυτό με τη σειρά του φυτεύει τους σπόρους μίας διαφαινόμενης κρίσης εκπροσώπησης, η οποία ενισχύει τις κοινωνικές δυναμικές που ιστορικά ενισχύουν την Ακροδεξιά στη χώρα. Η απόσυρση της κομματικής δημοκρατίας μπορεί να επιτρέπει σε επίδοξους αλεξιπτωτιστές να προσγειώνονται στα αρχηγεία κομμάτων, όμως μακροπρόθεσμα δεν φέρνει καλά νέα ούτε για τους ίδιους, αφού ενισχύει την αλαζονεία και τον ναρκισσισμό.
Τελικό σημείο. Με δεδομένη την αδυναμία του Στ. Κασσελάκη να διοικήσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτική μηχανή, άλλα και την Κ.Ο., και από την άλλη την ανάγκη της υπάρχουσας φρουράς να διασφαλίσει ότι έχει λόγο στις εξελίξεις της επόμενης ημέρας, θα είχε ενδιαφέρον ένα σενάριο δυαδικής αρχηγίας, με τους δύο φιναλίστ να δουλεύουν ως συμπρόεδροι σε αυτό που και οι δύο τους ονομάζουν «σύγχρονο κόμμα της Αριστεράς».
Με τον Κασσελάκη να είναι το πρώτο βιολί, αναλαμβάνοντας να σηκώσει το φορτίο του να εργαστεί ως υποψήφιος πρωθυπουργός του ΣΥΡΙΖΑ για να φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, και την Αχτσιόγλου να συντονίζει αρμονικά Κ.Ο. και κόμμα, εγγυώμενη την αρμονική μετάβαση από το χθες στο αύριο του κόμματος. Κάτι τέτοιο θα εξασφάλιζε στον Κασσελάκη ότι έχει πρόσβαση και τη στήριξη των μηχανισμών και της Κ.Ο. και, από την άλλη, θα επέτρεπε στο στρατόπεδο των κομματικών στελεχών να μην αποξενωθούν από τις ομολογουμένως σαρωτικές αλλαγές και να έχουν λόγο στα πράγματα. Η ευρωπαϊκή εμπειρία υπάρχει, το ερώτημα είναι αν τη γνωρίζουν.
*Πολιτικός αναλυτής σε θέματα Ευρωπαϊκής και Δημόσιας Πολιτικής
efsyn.gr