Πριν 100 χρόνια, στις 21 Γενάρη του 1924, πέθανε ο Βλαντιµίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ, ο µεγάλος Ρώσος επαναστάτης που έµεινε στην ιστορία ως ο Λένιν, ο ηγέτης της πρώτης νικηφόρας εργατικής-σοσιαλιστικής επανάστασης.
Στον αιώνα που ακολούθησε, ο Λένιν υπέστη µια διπλή βάναυση και αλληλοσυµπληρούµενη κακοποίηση: Αφενός, οι κυρίαρχες τάξεις διεθνώς και οι ιδεολογικοί µηχανισµοί στην υπηρεσία τους, τον αντιµετώπισαν ως τον απόλυτο Δαίµονα, ως έναν ακραίο συνωµότη που δεν δίσταζε σε κανένα µέσο προκειµένου να πετύχει τους σκοπούς του. Αφετέρου, η σταλινική ηγεσία που πήρε την εξουσία στην ΕΣΣΔ και την Κοµµουνιστική Διεθνή µετά τον θάνατο του Λένιν, προχώρησε σε µια αγιοποίησή του, που διαστρέβλωσε µέχρις αντιστροφής όλα τα καίρια γνωρίσµατα στη δράση, στη σκέψη και στο έργο του Λένιν. Το πραγµατικό αντικείµενο της αγιογραφίας του Λένιν ήταν η οικοδόµηση της λατρείας προς τον Στάλιν.
Ακόµα και κάποια «ελευθεριακά» ρεύµατα, ή αναρχικοί στόχαστες, µέσα στο διεθνές εργατικό κίνηµα, υιοθέτησαν σταδιακά τα βασικά σηµεία αυτής της διπλής κακοποίησης, συµβάλλοντας στη δαιµονοποίηση του Λένιν.
Σήµερα, για ένα µεγάλο τµήµα των ακτιβιστών του διεθνούς κινήµατος και της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ο Λένιν µοιάζει µια µακρινή ανάµνηση, ένα σύµβολο δράσης και σκέψης που µπορούµε να αφήσουµε πίσω χωρίς κόστος. Πρόκειται για ένα επικίνδυνο πολιτικό λάθος, για µια σηµαντική ιδεολογική υποχώρηση. Οι ανεπάρκειες της σύγχρονης Αριστεράς, σε όλα τα βασικά ρεύµατά της, έχουν σύνθετες αιτίες, αλλά µέσα σε αυτές ξεχωρίζει η υποτίµηση, ακόµα και το διαζύγιο, µε τα κοµβικά συµπεράσµατα και τις ιδεολογικοπολιτικές κατακτήσεις του κορυφαίου επαναστατικού κύµατος στην ιστορία της ανθρωπότητας, του κύµατος του 1914-23, που έχει στο κέντρο του τον ρωσικό Οκτώβρη. Και αυτά τα συµπεράσµατα και κατακτήσεις συνόψισε σε κορυφαίο επίπεδο η δράση και η σκέψη του Βλαδίµηρου Ουλιάνοφ.
Η συµβολή του Λένιν στον επαναστατικό µαρξισµό είναι πολυεπίπεδη και ανεκτίµητη.
Το εµβληµατικό βιβλίο του «Κράτος και Επανάσταση» (γραµµένο µέσα στα χρόνια της επαναστατικής φωτιάς) είναι µια αναντικατάστατη διατύπωση της επαναστατικής στρατηγικής. Επανέφερε στην επιφάνεια τα βασικά συµπεράσµατα των Μαρξ και Ένγκελς από την εµπειρία της Παρισινής Κοµµούνας, καθαρίζοντάς τα από τη «σκουριά» που είχε συσσωρεύσει πάνω τους η σταδιακή ανάπτυξη των εργατικών κοµµάτων στην Ευρώπη και η στροφή της γερµανικής σοσιαλδηµοκρατίας προς τον ρεφορµισµό. Είναι ένα βιβλίο «αντικρατικίστικο», που όµως δεν περιορίζεται στη διατύπωση των προθέσεων, αλλά υποδεικνύει το δρόµο της αυτό-οργάνωσης των µαζών και της ενίσχυσης των δοµών αυτοκυβέρνησης της εργατικής τάξης, ως τη µοναδική δυνατότητα για την οριστική απελευθέρωση από τα δεσµά της εκµετάλλευσης και της καταπίεσης ανθρώπου από άνθρωπο. Δεν είναι τυχαίο ότι στην περίοδο της κυριαρχίας του σταλινισµού το «Κράτος και Επανάσταση» απωθήθηκε στα ράφια των βιβλιοθηκών.
Οι αναρχικοί αντιµετώπισαν το «Κράτος και Επανάσταση» σαν µια ελευθεριακή παρεκτροπή του Λένιν, ίσως και σαν µια απόπειρα εξαπάτησης των µαζών. Πρόκειται για αφελή κριτική, γιατί υποτιµά την επαναστατική δράση που το συνόδευε µε κέντρο το σύνθηµα «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ!». Η επανάσταση στη Ρωσία µπορεί στη συνέχεια να µπήκε σε δοκιµασίες και θύελλες, αλλά κανείς δεν δικαιούται να κατηγορήσει τους Μπολσεβίκους -υπό την ηγεσία του Λένιν- ότι δεν τόλµησαν τον Οκτώβρη του 1917 το κορυφαίο «άλµα» στην µέχρι σήµερα ιστορία, γκρεµίζοντας την αστική τάξη από την εξουσία.
Ο Λένιν, όπως και όλα τα στελέχη της γενιάς του, πέρασαν µέσα από τη δοκιµασία του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου. Πατώντας πάνω στις προεργασίες άλλων (όπως ο Μπουχάριν, η ΡόζαΛούξεµπουργκ κ.ά.) ο Λένιν είχε µια καθοριστική συµβολή στη διαµόρφωση της µαρξιστικής θέσης για τον ιµπεριαλισµό.
Η διάσηµη µπροσούρα του για τον ιµπεριαλισµό ως το «ανώτατο (µέχρι τότε…) στάδιο του καπιταλισµού», συντρίβει όλες τις αποκλίσεις που έβλεπαν τον ιµπεριαλισµό ως ένα κακοφορµισµένο «απόστηµα» µέσα στην ειρηνική και δηµοκρατική καπιταλιστική ανάπτυξη που προέβλεπε η σοσιαλδηµοκρατία. Συνδέοντας τον ιµπεριαλισµό µε την ανάπτυξη του καπιταλισµού, συνέδεσε άρρηκτα την αναγκαία αντιιµπεριαλιστική πάλη µε την αντικαπιταλιστική στρατηγική. Αυτή η ανάλυση που ήταν κυριολεκτικά πρωτοπόρα µέσα στις συνθήκες του σφαγείου του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου γίνεται σήµερα απολύτως αναντικατάστατη, στην εποχή που ο ιµπεριαλισµός δεν περιορίζεται σε «µια χούφτα µεγάλων χωρών».
Στη βάση αυτής της ανάλυσης ο Λένιν επεξεργάστηκε την άποψη για την ιστορική δυνατότητα µιας συµµαχίας του εργατικού κινήµατος στις αναπτυγµένες χώρες µε τα λαϊκά κινήµατα ενάντια στην ιµπεριαλιστική καταπίεση στις αποικίες και στις «καθυστερηµένες» χώρες. Οι θέσεις του για την «αυτοδιάθεση των λαών» είναι παράδειγµα πολιτικής καθαρότητας, αλλά και της αγωνιώδους αναζήτησης για τα µέγιστα περιθώρια επαναστατικής δράσης και ανατροπών ενάντια στην υπάρχουσα κατάσταση πραγµάτων. Αυτές οι θέσεις ειδικά στη Ρωσία, αυτήν την απέραντη «φυλακή των λαών» είχαν τεράστια σηµασία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πούτιν (έναν αιώνα µετά!) στο διαβόητο διάγγελµα της εισβολής στην Ουκρανία αισθάνθηκε την ανάγκη να κατηγορήσει τον Λένιν ως τον «αρχιτέκτονα» της ουκρανικής ανεξαρτησίας και αυτονοµίας µέσα στα πλαίσια της ίδρυσης της -τότε…- ΕΣΣΔ.
Είναι αδύνατον να παρουσιαστούν σε ένα άρθρο εφηµερίδας όλες οι πλευρές της συµβολής του Λένιν στη διαµόρφωση της επαναστατικής δράσης και σκέψης στο µεγάλο 20ό αιώνα.
Θα σταθούµε πιο αναλυτικά σε δύο µόνο ζητήµατα που θεωρούµε κρίσιµα για τη σηµερινή πολιτικοποίηση: Ο Λένιν και το Κόµµα, ο Λένιν και το Ενιαίο Μέτωπο.
Η άποψη του Λένιν για το Κόµµα
Η σταλινική διαστρεβλωτική αγιογραφία έχει δηµιουργήσει έναν «λενινισµό» (ο όρος επιβλήθηκε µετά τον θάνατο του Λένιν…) που ξεκινά από τον ισχυρισµό ότι το µπολσεβίκικο κόµµα προέκυψε από το κεφάλι του Λένιν, περίπου όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία. Τίποτα από αυτή τη σχολή δεν έχει αυθεντική σχέση µε την ιστορία του Λένιν και του µπολσεβικισµού.
Ο Β.Ι. Ουλιάνοφ ξεκίνησε την οργανωµένη δράση του µέσα στην προσπάθεια συγκρότησης ενός ενιαίου Σοσιαλδηµοκρατικού Κόµµατος στη Ρωσία. Υπήρξε κεντρικός στην πάλη για την ενοποίηση των διάσπαρτων σοσιαλδηµοκρατικών-µαρξιστικών οµάδων, µε στόχο να ξεπεραστεί ο αφόρητος ερασιτεχνισµός των οµάδων και έχοντας ως µοντέλο το γερµανικό εργατικό κόµµα, το SPD του Κάουτσκι. Σε αυτή την εποχή όπου ακόµα δεν είχαν φανεί τα προβλήµατα της ευρωπαϊκής σοσιαλδηµοκρατίας, συνεργάστηκε στενά µε τον κύκλο του Πλεχάνοφ, µε τα µετέπειτα ηγετικά στελέχη του Μενσεβικισµού (Μαρτίνοφ, Μάρτοφ κ.ά.), µε πρώην ναρόντνικους που είχαν στραφεί προς το µαρξισµό (Β. Ζάσουλιτς), µε νεότερους αγωνιστές που αναδείκνυε το κίνηµα (όπως ο Τρότσκι) και πολλούς άλλους.
Το πρώτο µεγάλο τράνταγµα αυτής της ενότητας ήρθε στο συνέδριο του 1903, όπου παρά τη γενική συµφωνία στο πρόγραµµα, διαχωρίστηκαν οι τάσεις της «πλειοψηφίας» (µπολσεβίκοι) και της «µειοψηφίας» (µενσεβίκοι) πάνω στον ορισµό της έννοιας του µέλους του κόµµατος και των συνακόλουθων δικαιωµάτων και υποχρεώσεων. Ο Λένιν επέµεινε στη «στενή» εκδοχή που όριζε τα µέλη µε προϋπόθεση τη συµµετοχή στη δράση και στη λειτουργία του κόµµατος, σε αντίθεση µε την «πλατιά» εκδοχή του Μάρτοφ, που αρκούνταν στη συµφωνία µε την πολιτική και τις ιδέες του κόµµατος.
Όσοι ξεπερνούν βιαστικά τη σηµασία αυτής της διαφωνίας, θεωρώντας ότι πρόκειται για βυζαντινισµούς, ας σκεφτούν τα ξεφτιλικια στα οποία έφτασε το κόµµα των Τσίπρα-Κασσελάκη υποτιµώντας τις συνέπειες που έχει η κοµβική έννοια του µέλους πάνω στο συνολικό χαρακτήρα του κόµµατος.
Προετοιµάζοντας το συνέδριο ο Λένιν έγραψε τη διάσηµη µπροσούρα «Τι να κάνουµε». Σε αυτήν υπογράµµιζε ότι το κόµµα δεν πρέπει να εξαντλεί τις προσπάθειές του στον οικονοµικό-συνδικαλιστικό αγώνα της τάξης, ότι οφείλει να ανοιχτεί στο συνολικότερο πολιτικό αγώνα, να λειτουργεί ως ένα «βήµα του λαού» σε όλες τις πτυχές των συγκρούσεων ενάντια στην εκµετάλλευση και την καταπίεση. Το «Τι να κάνουµε» ξεκαθαρίζει ένα (βασικό, αλλά ένα) στοιχείο της άποψη του Λένιν για το κόµµα: Χρειαζόµαστε ένα κόµµα της πρωτοπορίας, ένα κόµµα ικανό να προσανατολίζει την τάξη µέσα στις θύελλες του ευρύτερου πολιτικού αγώνα, και µέσα από αυτή τη διαδικασία ικανό να µπολιάζει την τάξη µε την µέγιστη εφικτή επαναστατική-σοσιαλιστική συνείδηση, που δεν παράγεται ολοκληρωµένη µέσα από τους αυθόρµητους οικονοµικούς/συνδικαλιστικούς αγώνες.
Ένα κεντρικό σηµείο της µέχρι τότε κυρίαρχης άποψης µέσα στη σοσιαλδηµοκρατία για το κόµµα, της άποψης του Κάουτσκι που ο Λένιν αναγνώριζε ακόµα ως τον «Πάπα του µαρξισµού», ήταν ότι το SPD «είναι ένα επαναστατικό κόµµα, αλλά όχι κόµµα που κάνει επανάσταση». Ήταν µια άποψη παθητικής αναµονής για την ώρα που η εργατική τάξη θα αποφάσιζε να επαναστατήσει και, µέχρι τότε, το κόµµα θα µπορούσε να αφοσιωθεί ανενόχλητο στα καθήκοντα της ανεξάρτητης ενίσχυσής του µέσα στις γραµµές και στα πλαίσια ανοχής του καπιταλισµού.
Το «Τι να κάνουµε» αποτελεί την αφετηρία της ρήξης µε αυτήν την παθητικότητα. Ο Λένιν «εισηγείται» ένα κόµµα που γνωρίζει µεν ότι η επανάσταση είναι έργο της εργατικής τάξης, αλλά επίσης κάνει ό,τι µπορεί για να βοηθήσει την πλειοψηφία των εργατών να προσεγγίσουν αυτή την κρίσιµη απόφαση, ένα κόµµα παρεµβατικό, που µε αυτή την έννοια προσπαθεί να είναι κόµµα που «κάνει» την επανάσταση εφικτή.
Η καινοτοµία προκάλεσε σκάνδαλο. Ο Λένιν δέχτηκε κριτικές για αυταρχισµό, για µετατόπιση προς τον συνωµοτισµό του µπλανκισµού, για αντιδηµοκρατική νοοτροπία, για υποκατάσταση των µελών και των οργάνων του κόµµατος από τους «επαγγελµατίες επαναστάτες» κ.ο.κ. Κριτικές που συµµερίστηκαν και αυθεντικά επαναστατικές φωνές, όπως της ΡόζαςΛούξεµπουργκ. Για να αποφύγει τη σύγχυση ο λιγότερο έµπειρος µελετητής οφείλει να εντάξει την κάθε άποψη στο συγκεκριµένο χώρο και χρόνο που αυτή δρούσε. Για τον Λένιν, στην τσαρική Ρωσία, οι «επαγγελµατίες επαναστάτες» ήταν τα πιο προχωρηµένα στοιχεία της τάξης που, µε την ένταξη και τη δράση τους, δεν αποκτούσαν «προνόµια», αλλά έπαιρναν το δρόµο προς τη σύλληψη, τη φυλακή, την εξορία. Φυσιολογικά, έβαλε αυτό το «στρώµα» των αφοσιωµένων αγωνιστών στο κέντρο της προσοχής του. Για τη Ρόζα, οι «επαγγελµατίες» του SPD ήταν τα στελέχη του κοινοβουλευτικού, συνδικαλιστικού, δηµοσιογραφικού µηχανισµού ενός πανίσχυρου κόµµατος, που αναδεικνύονταν σε θέσεις προνοµιακής διάκρισης σε σχέση µε την εργατική πλειοψηφία και εκτίθονταν στον κίνδυνο του γραφειοκρατικού συντηρητισµού απέναντι στις περιπέτειες της κλιµάκωσης της εργατικής πάλης. Φυσιολογικά η Ρόζα συγκέντρωνε µεγαλύτερο µέρος της προσοχής της στις διαδικασίες του «αυθόρµητου» στοιχείου ανάπτυξης των αγώνων της τάξης. Αν και σε λίγα χρόνια, όταν και στη Γερµανία διακόπηκε βίαια η «οµαλή» πολιτική ζωή, αποδείχθηκε ότι ο Βλαδίµηρος είχε δίκιο, και η Ρόζα πλήρωσε το αντίτιµο των καθυστερήσεων στην άποψή της για το κόµµα.
Αξίζει να υπογραµµίσουµε ότι στο συνέδριο του 1903 το Σοσιαλδηµοκρατικό Εργατικό Κόµµα Ρωσίας δεν διασπάστηκε. Ο Λένιν στα χρόνια που ακολουθούν, και µέχρι το 1912, επαναλαµβάνει ξανά και ξανά ότι οι µπολσεβίκοι είναι «µια φράξια του κόµµατος, όχι ένα κόµµα». Η σχέση µε τους µενσεβίκους διαταράχθηκε σοβαρά, αλλά δεν διακόπηκε.
Η σταλινική σχολή ανάγει το «Τι να κάνουµε» σε διαχρονικό ευαγγέλιο της άποψης του Λένιν για το κόµµα. Στην πραγµατικότητα η έµφαση στο «Τι να κάνουµε» περιορίστηκε για τους µπολσεβίκους στα επόµενα 2-3 χρόνια.
Η επανάσταση του 1905 και η συγκρότηση των Σοβιέτ στη Μόσχα και στην Πετρούπολη ήταν καµπάνα συναγερµού για τον Λένιν.
Ο συγγραφέας του «Τι να κάνουµε» φώναζε τώρα για την ανάγκη «να ανοίξουν οι πόρτες του κόµµατος» προς τις επαναστατηµένες εργατικές µάζες, δήλωνε ότι ο κάθε αγωνιστής των οδοφραγµάτων ήταν απολύτως κατάλληλος για να στελεχώσει τις κοµµατικές «Επιτροπές» και συγκρουόταν µε την τάση συντηρητισµού των «επαγγελµατιών επαναστατών» που έβλεπαν να παίζονται σε µια ζαριά, µέσα στις συνθήκες µιας εξεγερσιακής γενικής απεργίας όλα τα κεκτηµένα της προσεκτικής οργανωτικής δουλειάς των προηγούµενων χρόνων.
Ο Λένιν που το 1903 έδινε την έµφαση στην πειθαρχία, µε στόχο να διασφαλίσει την ενιαία δράση, απαιτούσε τώρα την πληρέστερη εσωκοµµατική δηµοκρατία, προκειµένου να διασφαλιστεί η σχέση του κόµµατος µε τη νέα πλατιά ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης. Σε αυτή την περίοδο εισάγεται στην κοµµατική γλώσσα ο ιστορικός όρος «δηµοκρατικός συγκεντρωτισµός».
Σε αυτές τις συνθήκες διαµορφώθηκε καθαρά ένα δεύτερο (αλλά αποφασιστικό) κριτήριο της άποψης του Λένιν για το κόµµα: Ναι, χρειαζόµαστε ένα κόµµα «πρωτοπορίας», αλλά αυτό πρέπει να διεκδικεί τη µέγιστη δυνατή κάθε φορά σύνδεση µε το σύνολο της τάξης και όχι να κατανοεί τον εαυτό του ως αυθύπαρκτη αξία. Η ανεξάρτητη οργάνωση των πρωτοπόρων στοιχείων µε βάση τον επαναστατικό µαρξισµό, γίνεται µε στόχο να µπορεί το κόµµα να επηρεάζει, να οδηγεί, να διεκδικεί την πλειοψηφία της τάξης και για να «αποσπαστεί» ελιτίστικα από αυτήν. Σε αυτήν τη βάση ο Λένιν και η Ρόζα βρέθηκαν ξανά στην ίδια πλευρά του (ιδεολογικού) οδοφράγµατος, µετά το 1905.
Ζούµε σε µια εποχή όπου στο χώρο της άκρας Αριστεράς διεθνώς, εµφανίζονται δεκάδες οργανώσεις που αυτοχαρακτηρίζονται ως επαναστατικό ή εργατικό «κόµµα», µε την επίκληση κυρίως κάποιων ιδεολογικών και προγραµµατικών κατακτήσεων. Στο έδαφος της άποψης του Λένιν για το κόµµα (αλλά και της πραγµατικής ιστορίας του µπολσεβικισµού) δεν υπάρχει έδαφος για τέτοιες ακροβασίες: η έννοια «κόµµα» (όπως και η έννοια «πρόγραµµα») περιλαµβάνει ένα µίνιµουµ στενής σχέσης, στην ουσία συγχώνευσης µε ένα καθοριστικό τµήµα της εργατικής πρωτοπορίας που µπορεί -κατά περιόδους- να είναι µειοψηφική σε σύγκριση µε το σύνολο της τάξης, αλλά δεν µπορεί να είναι αδιόρατη ή -χειρότερα- υποθετική…
Στον Λένιν το στοιχείο που «αποφασίζει» ανάµεσα σε αυτές τις δύο (επιφανειακά αντικρουόµενες) πτυχές της κοµµατικότητας, της ανάγκης ανεξάρτητης οργάνωσης της πρωτοπορίας, αλλά και της αναγκαίας στενής σύνδεσης της πρωτοπορίας µε την τάξη, είναι η πολιτική: η εκτίµηση για την συγκυρία, η «θερµοµέτρηση» των διαθέσεων της εργατικής τάξης, η καθαρότητα στα πολιτικά καθήκοντα που βάζει µπροστά του το κόµµα. Στην αντίληψη του Λένιν δεν υπάρχει κάτι που µπορεί να περιγραφεί ως «κόµµα παντός καιρού».
Η καταστολή της επανάστασης του 1905 οδήγησε όλες τις πτέρυγες του ΣΔΕΚΡ σε νέες δοκιµασίες. Στους µενσεβίκους εµφανίστηκε η τάση των «λικβινταριστών» («διαλυτιστών») που υποστήριζε τη διάλυση των (παράνοµων) κοµµατικών οργανώσεων, προκειµένου να ενισχύσει τις δυνατότητες κοινοβουλευτικής παρουσίας στη Δούµα. Στους µπολσεβίκους, ο Λένιν βρέθηκε στη µειοψηφία, απέναντι στους «σεχταριστές» του Μπογκντάνοφ, που είχαν βγάλει αντίστροφα συµπεράσµατα από το 1905. Για την αντιµετώπιση αυτής της κρίσης, ο Λένιν δεν δίστασε να συνεργαστεί ξανά µε τον Πλεχάνοφ και τον Μάρτοφ της «αριστερής» πτέρυγας του µενσεβικισµού που απέρριπταν τον λικβινταρισµό. Η διάσπαση του 1903 ολοκληρώθηκε µε την πλήρη οργανωτική ρήξη των σχέσεων το 1912, όταν είχε διαφανεί πλέον η ιστορική µετατόπιση δεξιά της ευρωπαϊκής σοσιαλδηµοκρατίας µπροστά στον επερχόµενο Πρώτο Παγκόσµιο Πόλεµο. Όµως και αυτή η ρήξη δεν ήταν τόσο «ολοκληρωτική» όσο περιγράφουν τα σταλινικά εγχειρίδια: ο Λένιν επιστρέφοντας το 1917 στη Ρωσία από την εξορία, βρήκε τους µπολσεβίκους (υπό την ηγεσία του Κάµενεφ) σε αποφασισµένη διαδικασία κοµµατικής ενοποίησης µε τους µενσεβίκους. Στην πράξη, οι δυο αντιµαχόµενες τάσεις της µαρξιστικής Αριστεράς στη Ρωσία διασπάστηκαν οριστικά µόνο το 1917, µπροστά στα ιστορικά καθήκοντα που έβαζε ο επερχόµενος Οκτώβρης.
Οι Ρώσοι µαρξιστές έζησαν την πικρή εµπειρία της πτώσης από την κορύφωση του 1905 στις σκληρές συνθήκες της καταστολής ή και του σοβινιστικού παροξυσµού της αρχικής περιόδου του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου. Είδαν τις δυνάµεις τους να µειώνονται από χιλιάδες σε εκατοντάδες, και σε δεκάδες, ακόµα και µέσα στη Μόσχα και στην Πετρούπολη. Όµως στις προηγούµενες µάχες τους είχαν κατακτήσει τα χαρακτηριστικά που τους επέτρεψαν να αντέξουν και να αντεπιτεθούν νικηφόρα.
Τον Φλεβάρη του 1917, οι µπολσεβίκοι βρέθηκαν στην αρχή ως ένα κόµµα (µικρής) µειοψηφίας. Μπολιασµένοι µε την αντίληψη του πειθαρχηµένου-παρεµβατικού κόµµατος του 1903, µπολιασµένοι µε την αντίληψη να διεκδικούν τις εργατικές µάζες του 1905 (γιατί αυτό είναι ο «δηµοκρατικός συγκεντρωτισµός»), κατόρθωσαν να κερδίσουν την πλειοψηφία των εργατών και των στρατιωτών και µια όχι ευκαταφρόνητη µερίδα των αγροτών, αρχικά µε τη γραµµή «Ψωµί-Γη-Ειρήνη» και στη συνέχεια µε την πολεµική κραυγή «Όλη η Εξουσία στα Σοβιέτ!», που έγινε παγκόσµιο σύνθηµα για µια ολόκληρη εποχή. Ήταν ένα κόµµα που ήξερε να δρα πειθαρχηµένα, που ήξερε να αλλάζει τον εαυτό του και γι’ αυτό να συζητά δηµοκρατικά και καθαρά, ένα κόµµα που έµαθε την τέχνη να διεκδικεί και να κερδίζει τον κόσµο, ένα κόµµα που έµαθε να διευρύνεται παραµένοντας απόλυτα προσηλωµένο στον επαναστατικό σκοπό του. Το θεωρητικό και πρακτικό «µοντέλο» για αυτό το κόµµα δεν προϋπήρχε στο µαρξισµό. Φτιάχτηκε µέσα στις φλόγες δύο επαναστάσεων και ενός παγκοσµίου πολέµου στη Ρωσία, µε καθοριστική τη συµβολή του Βλαδίµηρου Ουλιάνοφ. Ένα τέτοιο κόµµα εξακολουθούµε να χρειαζόµαστε σήµερα. Και ο «λενινιστικός» τρόπος για να προσεγγίσουµε το ζήτηµα αυτό δεν είναι, ασφαλώς, να αντιγράψουµε τις φόρµουλες του Λένιν µιας άλλης εποχής που δεν υπάρχει πια, αλλά να κατανοήσουµε τα κριτήρια και τη λογική τους και να τα «µεταφράσουµε» δηµιουργικά στις σύγχρονες συνθήκες της ταξικής πάλης.
Η µεγάλη στροφή της Διεθνούς: «Μεταφράζοντας από τα ρωσικά»
Η νίκη της εργατικής-σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία το 1917, έκανε εφικτό τον αναγκαίο διαχωρισµό των επαναστατικών µαρξιστικών δυνάµεων από την εκφυλισµένη σοσιαλδηµοκρατία που από το 1914 είχε προσχωρήσει στον αστικό σοβινισµό, νοµιµοποιώντας την αλληλοσφαγή του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου.
Στα δύο πρώτα συνέδρια της Κοµµουνιστικής Διεθνούς, της θρυλικής Κοµιντέρν, είχε εκπληρωθεί ένα ιστορικό καθήκον: είχαν οικοδοµηθεί τα Κοµµουνιστικά Κόµµατα και η διεθνής οργάνωση που τα συντόνιζε και τα προσανατόλιζε πολιτικά.
Επρόκειτο αναµφισβήτητα για µια επιτυχία ιστορικών διαστάσεων. Παρόλα αυτά, τα σοσιαλδηµοκρατικά κόµµατα, ειδικά στη Δυτική Ευρώπη, είχαν διατηρήσει δυνάµεις κατορθώνοντας να επηρεάζουν ακόµα σε αξιοσηµείωτο βαθµό την πολιτική συµπεριφορά σηµαντικών τµηµάτων του εργατικού κινήµατος.
Ταυτόχρονα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 άρχισε να γίνεται καθαρή µια κάµψη του επαναστατικού κύµατος που είχε πυροδοτήσει το ’17. Η Κοµιντέρν συνειδητοποιούσε ότι αντιµετωπίζει µια σχετική σταθεροποίηση του καπιταλισµού και τη συνακόλουθη όξυνση της επιθετικότητας των αστικών κυβερνήσεων και των κυρίαρχων τάξεων.
Ο συνδυασµός αυτών των δύο πιέσεων οδήγησε σε αυτό που ο βαθύς µελετητής των αρχείων της Κοµιντέρν, ο µαρξιστής ιστορικός Τζον Ριντέλ, ονόµασε τη «µεγάλη στροφή της Διεθνούς»: τη στροφή προς το Ενιαίο Μέτωπο, το µεταβατικό πρόγραµµα και τη µεταβατική πολιτική.
Προετοιµάζοντας το 3ο Συνέδριο της Διεθνούς, ο Λένιν έγραψε το βιβλίο του για τον «Αριστερισµό» µια ολοµέτωπη πολεµική σε αυτή την «παιδική ασθένεια του Κοµµουνισµού». Αξίζει να σηµειώσουµε ότι οι «αριστεριστές» της εποχής δεν ήταν δηµαγωγοί αποµονωµένων οµάδων, αλλά οργανικά τµήµατα του κινήµατος και της Διεθνούς (όπως οι οπαδοί του Μπορντίγκα στην Ιταλία, οι «συµβουλιακοί» του Πάνεκουκ, οι οπαδοί της γερµανικής θεωρίας της «επίθεσης» της Ρούθ Φίσερ και του ΑρκάντιΜάσλοφ κ.ά.). Ακριβώς γι’ αυτό, ο Λένιν δεν έδινε µάχη για να τους αποβάλει, αλλά για να τους κερδίσει για τη Διεθνή. Όλη η συζήτηση που ακολούθησε είναι ένα αξεπέραστο παράδειγµα σκληρής αλλά έντιµης και συντροφικής πολιτικής συζήτησης, µέσα στην οποία η µπολσεβίκικη αντιπροσωπεία δεν υπήρξε πάντα ενιαία. Όµως αυτό ήταν απολύτως φυσιολογικό για τους κοµµουνιστές εκείνης της εποχής.
Το 3ο Συνέδριο της Διεθνούς υιοθέτησε τις αποφάσεις µε τον γενικό τίτλο «Προς τις µάζες!» που αποτελούν τα θεµέλια της στροφής προς το Ενιαίο Μέτωπο. Ο Λένιν καλούσε τα ΚΚ να οργανώσουν, παντού, σκληρή και συστηµατικά µάχη ενάντια στην οξυνόµενη καπιταλιστική επιθετικότητα «ακόµα και για κάθε φέτα ψωµί». Στόχος του ήταν η στενότερη δυνατή σύνδεση της πρωτοπορίας των κοµµουνιστών µε τις πλατύτερες εργατικές µάζες. Δεν ήταν µια εύκολη συζήτηση. Η Κλάρα Τσέτκιν υπογραµµίζει στις αναµνήσεις της ότι ο Λένιν βγαίνοντας από το συνέδριο δήλωνε ιδιαίτερα περήφανος για το γεγονός ότι υπήρξε ο ηγέτης της «δεξιάς πτέρυγας» (!!) αυτού του συνεδρίου.
Τις αποφάσεις ολοκλήρωνε το 4ο Συνέδριο της Κοµιντέρν, που οριστικοποίησε µε καθαρότητα και σαφήνεια την πολιτική του Ενιαίου Μετώπου.
Η τελευταία ζωντανή οµιλία του Λένιν στη Διεθνή έγινε στο 4ο Συνέδριο και ήταν µια έκπληξη για τους συνέδρους. Ο ηγέτης των µπολσεβίκων δήλωνε ότι οι αποφάσεις των δύο πρώτων συνεδρίων της Διεθνούς ήταν µεν σωστές, αλλά «υπερβολικά ρωσικές». Καθορίζονταν από τις ειδικές συνθήκες στη Ρωσία, που έκαναν εφικτή τη «γρήγορη» νίκη του Οκτώβρη, αλλά δεν «ταίριαζαν» µε τις πιο σύνθετες εµπειρίες της εργατικής πλειοψηφίας στη Δύση. Το καθήκον του 4ου Συνεδρίου ήταν να διατηρήσει το επαναστατικό πνεύµα των «ρωσικών» αποφάσεων, αλλά να τις «µεταφράσει» προς τις πιο σύνθετες ευρωπαϊκές συνθήκες, ώστε να µπορούν να επικοινωνούν πιο αποτελεσµατικά µε τις εργατικές µάζες. Το νόηµα της «µετάφρασης» ήταν οι αποφάσεις για το Ενιαίο Μέτωπο, το µεταβατικό πρόγραµµα και τη µεταβατική πολιτική.
Τον απόηχο αυτής της παρέµβασης θα βρει κανείς (ακόµα και µετά από χρόνια) στις αναµνήσεις των παραβρισκόµενων στελεχών της Διεθνούς. Τόσο από τα «αριστερά» όσο και από τα δεξιά. Σε αυτή την οµιλία του Λένιν αναφέρθηκε ο Μπορντίγκα στη δική του τελευταία παρέµβαση στη Διεθνή, όταν, µπροστά στον Στάλιν, αντιπαρέβαλε τον τρόπο συζήτησης επί Λένιν µε την ψευδεπίγραφη «µονολιθικότητα» που επιβλήθηκε στην Κοµιντέρν µετά τη διαβόητη «µπολσεβικοποίηση». Σε αυτή την οµιλία του Λένιν αναφέρθηκε επίσης ο Τολιάτι, όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 πήρε το δρόµο για να γίνει ο «Νέστορας» του ευρωκοµµουνισµού, δηλώνοντας ότι η στροφή προς τον «εθνικό δρόµο» ήταν η τελευταία σύσταση του Λένιν. Βέβαια για το συµπέρασµα του Τολιάτι, του ξεσκολισµένου Έρκολι που συνυπέγραψε όλες τις κρίσιµες αποφάσεις της σταλινικής περιόδου, ο Λένιν ουδεµία ευθύνη φέρει.
Το 4ο Συνέδριο της Διεθνούς αποφάσισε να δεσµεύσει τα ΚΚ στην πολύπλευρη πολιτική του Ενιαίου Μετώπου: Στο «αµυντικό» κίνηµα διεκδικήσεων, αλλά και ευρύτερα στον πολιτικό αγώνα. Από τα κάτω, για την ενοποίηση της εργατικής αντίστασης, αλλά και «από τα πάνω», για να γίνει το από τα κάτω εφικτό. Στην προγραµµατική «διεύρυνση» µε τις κρίσιµες αποφάσεις για το γυναικείο ζήτηµα και για το αντιιµπεριαλιστικό µέτωπο. Στο µεταβατικό πρόγραµµα που, ξεκινώντας από τις άµεσες διεκδικήσεις των µαζών, οφείλει να κινείται προς τη διεκδίκηση της εργατικής εξουσίας, αλλά µαζί µε την ωρίµανση της εµπειρίας της εργατικής πλειοψηφίας. Τέλος, µε τις αποφάσεις για τις εργατικές κυβερνήσεις ή κυβερνήσεις της Αριστεράς (που κατά τον Λένιν και τον Τρότσκι αποτελούν «τη λογική κατάληξη της πολιτικής του Ενιαίου Μέτωπου»), όριζε ότι τα ΚΚ δεν µπορούν να παραµένουν αδιάφορα µπροστά στο ενδεχόµενο µιας οξύτατης κρίσης, όπου θα παρουσιαζόταν «κενό» κυβερνητικής εξουσίας, χωρίς όµως να έχουν ωριµάσει (ή χωρίς να έχουν ωριµάσει ακόµα…) οι προϋποθέσεις για µια νικηφόρα επιβολή της λύσης «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ». Έτσι, το 4ο Συνέδριο κατέληξε σε ένα «φάσµα» πολιτικών αντιµετωπίσεων, που περιλάµβανε την απλή ανοχή του ΚΚ απέναντι σε µια τέτοια κυβέρνηση, περνούσε από την ενεργό στήριξη («νοµιµόφρων αντιπολίτευση») και έφτανε στη συµµετοχή των κοµµουνιστών, υπό συγκεκριµένες και σαφείς προϋποθέσεις. Η απόφαση τονίζει ότι η συµµετοχή σε µια εργατική κυβέρνηση ή κυβέρνηση της Αριστεράς δεν πρέπει να γίνεται κατανοητή ως «τελικός στόχος» αλλά ως µεταβατικός σταθµός προς την κλιµάκωση της πάλης για την οριστική σοσιαλιστική απελευθέρωση.
Κατά το 4ο Συνέδριο ο Ζηνόβιεφ, µε την υποστήριξη του Μπουχάριν, έφερε σε αντιπαράθεση την έµφαση στο Ενιαίο Μέτωπο µε την προηγούµενη έµφαση στην «αυτόνοµη» οικοδόµηση των ΚΚ. Την απάντηση (ρητά και εκ µέρους του Λένιν) έδωσε ο Τρότσκι: όποιος δεν κατανοεί τη λογική του Ενιαίου Μετώπου δεν θα µπορέσει να χτίσει µαζικό και πραγµατικά κοµµουνιστικό κόµµα, και αντίστροφα, όποιος δεν κατανοεί τις αναγκαιότητες οικοδόµησης ανεξάρτητου ΚΚ δεν θα µπορέσει ποτέ να συµβάλει στην αποτελεσµατική ανάπτυξη του Ενιαίου Μετώπου.
Αυτή η διαλεκτική ενότητα ανάµεσα στους δυο βασικούς πυλώνες της εργατικής πολιτικής που επεξεργάστηκε η Κοµιντέρν στην εποχή του Λένιν, ήταν το περιεχόµενο των συστηµατικών εργασιών του Τρότσκι (Γερµανία, φασισµός, Γαλλία, Λαϊκό ή Ενιαίο Μέτωπο, µεταβατικό πρόγραµµα κλπ) αλλά και του Γκράµσι (Δύση-Ανατολή, πόλεµος «κινήσεων» και πόλεµος «θέσεων», ηγεµονία κ.ο.κ.) στις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Αυτή τη µεγάλη «συζήτηση» ο σηµαντικός σύγχρονος µαρξιστής Πέρι Άντερσον περιγράφει ως την «τελευταία µεγάλη συζήτηση για την επαναστατική στρατηγική που έγινε µέσα στους κόλπους του διεθνούς κοµµουνιστικού κινήµατος», ως το τελευταίο στοιχείο της κληρονοµιάς που µας άφησε ο Λένιν.
Σε αυτή τη συζήτηση ξεχωρίζει η στρατηγική ακαµψία (η απόλυτη προσήλωση στον στόχο της εργατικής εξουσίας) µε την εξαιρετική τακτική ευελιξία ώστε να γίνει εφικτό να προσεγγιστεί ο στρατηγικός στόχος στην πράξη και όχι µόνο στα λόγια. Κατά πολλούς σύγχρονους µελετητές της µαρξιστικής σκέψης και δράσης στον 20ό αιώνα, αυτός ο συνδυασµός είναι το πιο χαρακτηριστικό γνώρισµα του Λένιν.
Ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ προσθέτει µια ακόµα «πινελιά». Γνώρισµα της σκέψης του Λένιν, λέει, είναι η ανειρήνευτη πάλη για την εργατική εξουσία, ακόµα και αν ξεκινάει κανείς από την πιο δύσκολη, την πιο «άγονη» αφετηρία.
Δεν υπάρχει τίποτα ιδιαίτερα στο DNA εκείνης της µεγάλης γενιάς επαναστατών που να εξηγεί το µεγαλείο τους. Πίσω τους βρίσκονταν οι επαναστατικές συνθήκες των αρχών του µεγάλου 20ού αιώνα, οι σκληροί αγώνες εκατοµµυρίων εργατών που αντιµετώπισαν τον Τσάρο και τον Κάιζερ, οι συστηµατικές προσπάθειες χιλιάδων και χιλιάδων άλλων επαναστατών, πριν ή και ταυτόχρονα µε αυτούς. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι υπόθεση του παρελθόντος. Η καπιταλιστική και ιµπεριαλιστική βαρβαρότητα κάνει πάντα επίκαιρο το «τραγούδι του Οκτώβρη». Και σε κάθε ανέβασµα του κινήµατος, κάθε φορά που σε µια γωνιά του κόσµου οι απλοί άνθρωποι θα στρέφονται ξανά προς την επαναστατική απάντηση στην καταπίεση και στην εκµετάλλευση, τότε το ειρωνικό χαµόγελο του Ουλιάνοφ θα ανθίζει ξανά και ξανά…