Εκατό χρόνια από τον θάνατό του: Η τεράστια συµβολή του Λένιν στον επαναστατικό µαρξισµό// του Αντώνη Νταβανέλου

Εκατό χρόνια από τον θάνατό του: Η τεράστια συµβολή του Λένιν στον επαναστατικό µαρξισµό// του Αντώνη Νταβανέλου

  • |

Πριν 100 χρόνια, στις 21 Γενάρη του 1924, πέθανε ο Βλαντιµίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ, ο µεγάλος Ρώσος επαναστάτης που έµεινε στην ιστορία ως ο Λένιν, ο ηγέτης της πρώτης νικηφόρας εργατικής-σοσιαλιστικής επανάστασης.

Στον αιώνα που ακο­λού­θη­σε, ο Λένιν υπέ­στη µια διπλή βά­ναυ­ση και αλ­λη­λο­συ­µπλη­ρού­µε­νη κα­κο­ποί­η­ση: Αφε­νός, οι κυ­ρί­αρ­χες τά­ξεις διε­θνώς και οι ιδε­ο­λο­γι­κοί µη­χα­νι­σµοί στην υπη­ρε­σία τους, τον αντι­µε­τώ­πι­σαν ως τον από­λυ­το Δαί­µο­να, ως έναν ακραίο συ­νω­µό­τη που δεν δί­στα­ζε σε κα­νέ­να µέσο προ­κει­µέ­νου να πε­τύ­χει τους σκο­πούς του. Αφε­τέ­ρου, η στα­λι­νι­κή ηγε­σία που πήρε την εξου­σία στην ΕΣΣΔ και την Κο­µµου­νι­στι­κή Διε­θνή µετά τον θά­να­το του Λένιν, προ­χώ­ρη­σε σε µια αγιο­ποί­η­σή του, που δια­στρέ­βλω­σε µέ­χρις αντι­στρο­φής όλα τα καί­ρια γνω­ρί­σµα­τα στη δράση, στη σκέψη και στο έργο του Λένιν. Το πρα­γµα­τι­κό αντι­κεί­µε­νο της αγιο­γρα­φί­ας του Λένιν ήταν η οι­κο­δό­µη­ση της λα­τρεί­ας προς τον Στά­λιν.

Ακόµα και κά­ποια «ελευ­θε­ρια­κά» ρεύ­µα­τα, ή αναρ­χι­κοί στό­χα­στες, µέσα στο διε­θνές ερ­γα­τι­κό κί­νη­µα, υιο­θέ­τη­σαν στα­δια­κά τα βα­σι­κά ση­µεία αυτής της δι­πλής κα­κο­ποί­η­σης, συ­µβάλ­λο­ντας στη δαι­µο­νο­ποί­η­ση του Λένιν.

Σή­µε­ρα, για ένα µε­γά­λο τµήµα των ακτι­βι­στών του διε­θνούς κι­νή­µα­τος και της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς, ο Λένιν µοιά­ζει µια µα­κρι­νή ανά­µνη­ση, ένα σύ­µβο­λο δρά­σης και σκέ­ψης που µπο­ρού­µε να αφή­σου­µε πίσω χωρίς κό­στος. Πρό­κει­ται για ένα επι­κίν­δυ­νο πο­λι­τι­κό λάθος, για µια ση­µα­ντι­κή ιδε­ο­λο­γι­κή υπο­χώ­ρη­ση. Οι ανε­πάρ­κειες της σύγ­χρο­νης Αρι­στε­ράς, σε όλα τα βα­σι­κά ρεύ­µα­τά της, έχουν σύν­θε­τες αι­τί­ες, αλλά µέσα σε αυτές ξε­χω­ρί­ζει η υπο­τί­µη­ση, ακόµα και το δια­ζύ­γιο, µε τα κο­µβι­κά συ­µπε­ρά­σµα­τα και τις ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κές κα­τα­κτή­σεις του κο­ρυ­φαί­ου επα­να­στα­τι­κού κύ­µα­τος στην ιστο­ρία της αν­θρω­πό­τη­τας, του κύ­µα­τος του 1914-23, που έχει στο κέ­ντρο του τον ρω­σι­κό Οκτώ­βρη. Και αυτά τα συ­µπε­ρά­σµα­τα και κα­τα­κτή­σεις συ­νό­ψι­σε σε κο­ρυ­φαίο επί­πε­δο η δράση και η σκέψη του Βλα­δί­µη­ρου Ου­λιά­νοφ.

Η συ­µβο­λή του Λένιν στον επα­να­στα­τι­κό µαρ­ξι­σµό είναι πο­λυ­ε­πί­πε­δη και ανε­κτί­µη­τη.

Το εµβλη­µα­τι­κό βι­βλίο του «Κρά­τος και Επα­νά­στα­ση» (γρα­µµέ­νο µέσα στα χρό­νια της επα­να­στα­τι­κής φω­τιάς) είναι µια ανα­ντι­κα­τά­στα­τη δια­τύ­πω­ση της επα­να­στα­τι­κής στρα­τη­γι­κής. Επα­νέ­φε­ρε στην επι­φά­νεια τα βα­σι­κά συ­µπε­ρά­σµα­τα των Μαρξ και Έν­γκελς από την εµπει­ρία της Πα­ρι­σι­νής Κο­µµού­νας, κα­θα­ρί­ζο­ντάς τα από τη «σκου­ριά» που είχε συσ­σω­ρεύ­σει πάνω τους η στα­δια­κή ανά­πτυ­ξη των ερ­γα­τι­κών κο­µµά­των στην Ευ­ρώ­πη και η στρο­φή της γε­ρµα­νι­κής σο­σιαλ­δη­µο­κρα­τί­ας προς τον ρε­φο­ρµι­σµό. Είναι ένα βι­βλίο «αντι­κρα­τι­κί­στι­κο», που όµως δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στη δια­τύ­πω­ση των προ­θέ­σε­ων, αλλά υπο­δει­κνύ­ει το δρόµο της αυ­τό-ορ­γά­νω­σης των µαζών και της ενί­σχυ­σης των δοµών αυ­το­κυ­βέρ­νη­σης της ερ­γα­τι­κής τάξης, ως τη µο­να­δι­κή δυ­να­τό­τη­τα για την ορι­στι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση από τα δεσµά της εκµε­τάλ­λευ­σης και της κα­τα­πί­ε­σης αν­θρώ­που από άν­θρω­πο. Δεν είναι τυ­χαίο ότι στην πε­ρί­ο­δο της κυ­ριαρ­χί­ας του στα­λι­νι­σµού το «Κρά­τος και Επα­νά­στα­ση» απω­θή­θη­κε στα ράφια των βι­βλιο­θη­κών.

Οι αναρ­χι­κοί αντι­µε­τώ­πι­σαν το «Κρά­τος και Επα­νά­στα­ση» σαν µια ελευ­θε­ρια­κή πα­ρε­κτρο­πή του Λένιν, ίσως και σαν µια από­πει­ρα εξα­πά­τη­σης των µαζών. Πρό­κει­ται για αφελή κρι­τι­κή, γιατί υπο­τι­µά την επα­να­στα­τι­κή δράση που το συ­νό­δευε µε κέ­ντρο το σύν­θη­µα «Όλη η εξου­σία στα σο­βιέτ!». Η επα­νά­στα­ση στη Ρωσία µπο­ρεί στη συ­νέ­χεια να µπήκε σε δο­κι­µα­σί­ες και θύ­ελ­λες, αλλά κα­νείς δεν δι­καιού­ται να κα­τη­γο­ρή­σει τους Μπολ­σε­βί­κους -υπό την ηγε­σία του Λέ­νιν- ότι δεν τό­λµη­σαν τον Οκτώ­βρη του 1917 το κο­ρυ­φαίο «άλµα» στην µέχρι σή­µε­ρα ιστο­ρία, γκρε­µί­ζο­ντας την αστι­κή τάξη από την εξου­σία.

Ο Λένιν, όπως και όλα τα στε­λέ­χη της γε­νιάς του, πέ­ρα­σαν µέσα από τη δο­κι­µα­σία του Πρώ­του Πα­γκο­σµί­ου Πο­λέ­µου. Πα­τώ­ντας πάνω στις προ­ερ­γα­σί­ες άλλων (όπως ο Μπου­χά­ριν, η Ρό­ζα­Λού­ξε­µπουργκ κ.ά.) ο Λένιν είχε µια κα­θο­ρι­στι­κή συ­µβο­λή στη δια­µόρ­φω­ση της µαρ­ξι­στι­κής θέσης για τον ιµπε­ρια­λι­σµό.

Η διά­ση­µη µπρο­σού­ρα του για τον ιµπε­ρια­λι­σµό ως το «ανώ­τα­το (µέχρι τότε…) στά­διο του κα­πι­τα­λι­σµού», συ­ντρί­βει όλες τις απο­κλί­σεις που έβλε­παν τον ιµπε­ρια­λι­σµό ως ένα κα­κο­φο­ρµι­σµέ­νο «από­στη­µα» µέσα στην ει­ρη­νι­κή και δη­µο­κρα­τι­κή κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη που προ­έ­βλε­πε η σο­σιαλ­δη­µο­κρα­τία. Συν­δέ­ο­ντας τον ιµπε­ρια­λι­σµό µε την ανά­πτυ­ξη του κα­πι­τα­λι­σµού, συ­νέ­δε­σε άρ­ρη­κτα την ανα­γκαία αντι­ι­µπε­ρια­λι­στι­κή πάλη µε την αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή στρα­τη­γι­κή. Αυτή η ανά­λυ­ση που ήταν κυ­ριο­λε­κτι­κά πρω­το­πό­ρα µέσα στις συν­θή­κες του σφα­γεί­ου του Πρώ­του Πα­γκο­σµί­ου Πο­λέ­µου γί­νε­ται σή­µε­ρα απο­λύ­τως ανα­ντι­κα­τά­στα­τη, στην εποχή που ο ιµπε­ρια­λι­σµός δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται σε «µια χού­φτα µε­γά­λων χωρών».

Στη βάση αυτής της ανά­λυ­σης ο Λένιν επε­ξερ­γά­στη­κε την άποψη για την ιστο­ρι­κή δυ­να­τό­τη­τα µιας συ­µµα­χί­ας του ερ­γα­τι­κού κι­νή­µα­τος στις ανα­πτυ­γµέ­νες χώρες µε τα λαϊκά κι­νή­µα­τα ενά­ντια στην ιµπε­ρια­λι­στι­κή κα­τα­πί­ε­ση στις αποι­κί­ες και στις «κα­θυ­στε­ρη­µέ­νες» χώρες. Οι θέ­σεις του για την «αυ­το­διά­θε­ση των λαών» είναι πα­ρά­δει­γµα πο­λι­τι­κής κα­θα­ρό­τη­τας, αλλά και της αγω­νιώ­δους ανα­ζή­τη­σης για τα µέ­γι­στα πε­ρι­θώ­ρια επα­να­στα­τι­κής δρά­σης και ανα­τρο­πών ενά­ντια στην υπάρ­χου­σα κα­τά­στα­ση πρα­γµά­των. Αυτές οι θέ­σεις ει­δι­κά στη Ρωσία, αυτήν την απέ­ρα­ντη «φυ­λα­κή των λαών» είχαν τε­ρά­στια ση­µα­σία. Δεν είναι τυ­χαίο ότι ο Πού­τιν (έναν αιώνα µετά!) στο δια­βό­η­το διάγ­γε­λµα της ει­σβο­λής στην Ου­κρα­νία αι­σθάν­θη­κε την ανά­γκη να κα­τη­γο­ρή­σει τον Λένιν ως τον «αρ­χι­τέ­κτο­να» της ου­κρα­νι­κής ανε­ξαρ­τη­σί­ας και αυ­το­νο­µί­ας µέσα στα πλαί­σια της ίδρυ­σης της -τότε…- ΕΣΣΔ.

Είναι αδύ­να­τον να πα­ρου­σια­στούν σε ένα άρθρο εφη­µε­ρί­δας όλες οι πλευ­ρές της συ­µβο­λής του Λένιν στη δια­µόρ­φω­ση της επα­να­στα­τι­κής δρά­σης και σκέ­ψης στο µε­γά­λο 20ό αιώνα.

Θα στα­θού­µε πιο ανα­λυ­τι­κά σε δύο µόνο ζη­τή­µα­τα που θε­ω­ρού­µε κρί­σι­µα για τη ση­µε­ρι­νή πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση: Ο Λένιν και το Κόµµα, ο Λένιν και το Ενιαίο Μέ­τω­πο.

Η άποψη του Λένιν για το Κόµµα

Η στα­λι­νι­κή δια­στρε­βλω­τι­κή αγιο­γρα­φία έχει δη­µιουρ­γή­σει έναν «λε­νι­νι­σµό» (ο όρος επι­βλή­θη­κε µετά τον θά­να­το του Λένιν…) που ξε­κι­νά από τον ισχυ­ρι­σµό ότι το µπολ­σε­βί­κι­κο κόµµα προ­έ­κυ­ψε από το κε­φά­λι του Λένιν, πε­ρί­που όπως η Αθηνά από το κε­φά­λι του Δία. Τί­πο­τα από αυτή τη σχολή δεν έχει αυ­θε­ντι­κή σχέση µε την ιστο­ρία του Λένιν και του µπολ­σε­βι­κι­σµού.

Ο Β.Ι. Ου­λιά­νοφ ξε­κί­νη­σε την ορ­γα­νω­µέ­νη δράση του µέσα στην προ­σπά­θεια συ­γκρό­τη­σης ενός ενιαί­ου Σο­σιαλ­δη­µο­κρα­τι­κού Κό­µµα­τος στη Ρωσία. Υπήρ­ξε κε­ντρι­κός στην πάλη για την ενο­ποί­η­ση των διά­σπαρ­των σο­σιαλ­δη­µο­κρα­τι­κών-µαρ­ξι­στι­κών οµά­δων, µε στόχο να ξε­πε­ρα­στεί ο αφό­ρη­τος ερα­σι­τε­χνι­σµός των οµά­δων και έχο­ντας ως µο­ντέ­λο το γε­ρµα­νι­κό ερ­γα­τι­κό κόµµα, το SPD του Κά­ου­τσκι. Σε αυτή την εποχή όπου ακόµα δεν είχαν φανεί τα προ­βλή­µα­τα της ευ­ρω­παϊ­κής σο­σιαλ­δη­µο­κρα­τί­ας, συ­νερ­γά­στη­κε στενά µε τον κύκλο του Πλε­χά­νοφ, µε τα µε­τέ­πει­τα ηγε­τι­κά στε­λέ­χη του Μεν­σε­βι­κι­σµού (Μαρ­τί­νοφ, Μάρ­τοφ κ.ά.), µε πρώην να­ρό­ντ­νι­κους που είχαν στρα­φεί προς το µαρ­ξι­σµό (Β. Ζά­σου­λιτς), µε νε­ό­τε­ρους αγω­νι­στές που ανα­δεί­κνυε το κί­νη­µα (όπως ο Τρό­τσκι) και πολ­λούς άλ­λους.

Το πρώτο µε­γά­λο τρά­ντα­γµα αυτής της ενό­τη­τας ήρθε στο συ­νέ­δριο του 1903, όπου παρά τη γε­νι­κή συ­µφω­νία στο πρό­γρα­µµα, δια­χω­ρί­στη­καν οι τά­σεις της «πλειο­ψη­φί­ας» (µπολ­σε­βί­κοι) και της «µειο­ψη­φί­ας» (µεν­σε­βί­κοι) πάνω στον ορι­σµό της έν­νοιας του µέ­λους του κό­µµα­τος και των συ­να­κό­λου­θων δι­καιω­µά­των και υπο­χρε­ώ­σε­ων. Ο Λένιν επέ­µει­νε στη «στενή» εκ­δο­χή που όριζε τα µέλη µε προ­ϋ­πό­θε­ση τη συ­µµε­το­χή στη δράση και στη λει­τουρ­γία του κό­µµα­τος, σε αντί­θε­ση µε την «πλα­τιά» εκ­δο­χή του Μάρ­τοφ, που αρ­κού­νταν στη συ­µφω­νία µε την πο­λι­τι­κή και τις ιδέες του κό­µµα­τος.

Όσοι ξε­περ­νούν βια­στι­κά τη ση­µα­σία αυτής της δια­φω­νί­ας, θε­ω­ρώ­ντας ότι πρό­κει­ται για βυ­ζα­ντι­νι­σµούς, ας σκε­φτούν τα ξε­φτι­λι­κια στα οποία έφτα­σε το κόµµα των Τσί­πρα-Κασ­σε­λά­κη υπο­τι­µώ­ντας τις συ­νέ­πειες που έχει η κο­µβι­κή έν­νοια του µέ­λους πάνω στο συ­νο­λι­κό χα­ρα­κτή­ρα του κό­µµα­τος.

Προ­ε­τοι­µά­ζο­ντας το συ­νέ­δριο ο Λένιν έγρα­ψε τη διά­ση­µη µπρο­σού­ρα «Τι να κά­νου­µε». Σε αυτήν υπο­γρά­µµι­ζε ότι το κόµµα δεν πρέ­πει να εξα­ντλεί τις προ­σπά­θειές του στον οι­κο­νο­µι­κό-συν­δι­κα­λι­στι­κό αγώνα της τάξης, ότι οφεί­λει να ανοι­χτεί στο συ­νο­λι­κό­τε­ρο πο­λι­τι­κό αγώνα, να λει­τουρ­γεί ως ένα «βήµα του λαού» σε όλες τις πτυ­χές των συ­γκρού­σε­ων ενά­ντια στην εκµε­τάλ­λευ­ση και την κα­τα­πί­ε­ση. Το «Τι να κά­νου­µε» ξε­κα­θα­ρί­ζει ένα (βα­σι­κό, αλλά ένα) στοι­χείο της άποψη του Λένιν για το κόµµα: Χρεια­ζό­µα­στε ένα κόµµα της πρω­το­πο­ρί­ας, ένα κόµµα ικανό να προ­σα­να­το­λί­ζει την τάξη µέσα στις θύ­ελ­λες του ευ­ρύ­τε­ρου πο­λι­τι­κού αγώνα, και µέσα από αυτή τη δια­δι­κα­σία ικανό να µπο­λιά­ζει την τάξη µε την µέ­γι­στη εφι­κτή επα­να­στα­τι­κή-σο­σια­λι­στι­κή συ­νεί­δη­ση, που δεν πα­ρά­γε­ται ολο­κλη­ρω­µέ­νη µέσα από τους αυ­θό­ρµη­τους οι­κο­νο­µι­κούς/συν­δι­κα­λι­στι­κούς αγώ­νες.

Ένα κε­ντρι­κό ση­µείο της µέχρι τότε κυ­ρί­αρ­χης άπο­ψης µέσα στη σο­σιαλ­δη­µο­κρα­τία για το κόµµα, της άπο­ψης του Κά­ου­τσκι που ο Λένιν ανα­γνώ­ρι­ζε ακόµα ως τον «Πάπα του µαρ­ξι­σµού», ήταν ότι το SPD «είναι ένα επα­να­στα­τι­κό κόµµα, αλλά όχι κόµµα που κάνει επα­νά­στα­ση». Ήταν µια άποψη πα­θη­τι­κής ανα­µο­νής για την ώρα που η ερ­γα­τι­κή τάξη θα απο­φά­σι­ζε να επα­να­στα­τή­σει και, µέχρι τότε, το κόµµα θα µπο­ρού­σε να αφο­σιω­θεί ανε­νό­χλη­το στα κα­θή­κο­ντα της ανε­ξάρ­τη­της ενί­σχυ­σής του µέσα στις γρα­µµές και στα πλαί­σια ανο­χής του κα­πι­τα­λι­σµού.

Το «Τι να κά­νου­µε» απο­τε­λεί την αφε­τη­ρία της ρήξης µε αυτήν την πα­θη­τι­κό­τη­τα. Ο Λένιν «ει­ση­γεί­ται» ένα κόµµα που γνω­ρί­ζει µεν ότι η επα­νά­στα­ση είναι έργο της ερ­γα­τι­κής τάξης, αλλά επί­σης κάνει ό,τι µπο­ρεί για να βοη­θή­σει την πλειο­ψη­φία των ερ­γα­τών να προ­σεγ­γί­σουν αυτή την κρί­σι­µη από­φα­ση, ένα κόµµα πα­ρε­µβα­τι­κό, που µε αυτή την έν­νοια προ­σπα­θεί να είναι κόµµα που «κάνει» την επα­νά­στα­ση εφι­κτή.

Η και­νο­το­µία προ­κά­λε­σε σκάν­δα­λο. Ο Λένιν δέ­χτη­κε κρι­τι­κές για αυ­ταρ­χι­σµό, για µε­τα­τό­πι­ση προς τον συ­νω­µο­τι­σµό του µπλαν­κι­σµού, για αντι­δη­µο­κρα­τι­κή νο­ο­τρο­πία, για υπο­κα­τά­στα­ση των µελών και των ορ­γά­νων του κό­µµα­τος από τους «επαγ­γε­λµα­τί­ες επα­να­στά­τες» κ.ο.κ. Κρι­τι­κές που συ­µµε­ρί­στη­καν και αυ­θε­ντι­κά επα­να­στα­τι­κές φωνές, όπως της Ρό­ζα­ςΛού­ξε­µπουργκ. Για να απο­φύ­γει τη σύγ­χυ­ση ο λι­γό­τε­ρο έµπει­ρος µε­λε­τη­τής οφεί­λει να εντά­ξει την κάθε άποψη στο συ­γκε­κρι­µέ­νο χώρο και χρόνο που αυτή δρού­σε. Για τον Λένιν, στην τσα­ρι­κή Ρωσία, οι «επαγ­γε­λµα­τί­ες επα­να­στά­τες» ήταν τα πιο προ­χω­ρη­µέ­να στοι­χεία της τάξης που, µε την έντα­ξη και τη δράση τους, δεν απο­κτού­σαν «προ­νό­µια», αλλά έπαιρ­ναν το δρόµο προς τη σύλ­λη­ψη, τη φυ­λα­κή, την εξο­ρία. Φυ­σιο­λο­γι­κά, έβαλε αυτό το «στρώ­µα» των αφο­σιω­µέ­νων αγω­νι­στών στο κέ­ντρο της προ­σο­χής του. Για τη Ρόζα, οι «επαγ­γε­λµα­τί­ες» του SPD ήταν τα στε­λέ­χη του κοι­νο­βου­λευ­τι­κού, συν­δι­κα­λι­στι­κού, δη­µο­σιο­γρα­φι­κού µη­χα­νι­σµού ενός πα­νί­σχυ­ρου κό­µµα­τος, που ανα­δει­κνύ­ο­νταν σε θέ­σεις προ­νο­µια­κής διά­κρι­σης σε σχέση µε την ερ­γα­τι­κή πλειο­ψη­φία και εκτί­θο­νταν στον κίν­δυ­νο του γρα­φειο­κρα­τι­κού συ­ντη­ρη­τι­σµού απέ­να­ντι στις πε­ρι­πέ­τειες της κλι­µά­κω­σης της ερ­γα­τι­κής πάλης. Φυ­σιο­λο­γι­κά η Ρόζα συ­γκέ­ντρω­νε µε­γα­λύ­τε­ρο µέρος της προ­σο­χής της στις δια­δι­κα­σί­ες του «αυ­θό­ρµη­του» στοι­χεί­ου ανά­πτυ­ξης των αγώ­νων της τάξης. Αν και σε λίγα χρό­νια, όταν και στη Γε­ρµα­νία δια­κό­πη­κε βίαια η «οµαλή» πο­λι­τι­κή ζωή, απο­δεί­χθη­κε ότι ο Βλα­δί­µη­ρος είχε δίκιο, και η Ρόζα πλή­ρω­σε το αντί­τι­µο των κα­θυ­στε­ρή­σε­ων στην άποψή της για το κόµµα.

Αξί­ζει να υπο­γρα­µµί­σου­µε ότι στο συ­νέ­δριο του 1903 το Σο­σιαλ­δη­µο­κρα­τι­κό Ερ­γα­τι­κό Κόµµα Ρω­σί­ας δεν δια­σπά­στη­κε. Ο Λένιν στα χρό­νια που ακο­λου­θούν, και µέχρι το 1912, επα­να­λα­µβά­νει ξανά και ξανά ότι οι µπολ­σε­βί­κοι είναι «µια φρά­ξια του κό­µµα­τος, όχι ένα κόµµα». Η σχέση µε τους µεν­σε­βί­κους δια­τα­ρά­χθη­κε σο­βα­ρά, αλλά δεν δια­κό­πη­κε.

Η στα­λι­νι­κή σχολή ανά­γει το «Τι να κά­νου­µε» σε δια­χρο­νι­κό ευαγ­γέ­λιο της άπο­ψης του Λένιν για το κόµµα. Στην πρα­γµα­τι­κό­τη­τα η έµφα­ση στο «Τι να κά­νου­µε» πε­ριο­ρί­στη­κε για τους µπολ­σε­βί­κους στα επό­µε­να 2-3 χρό­νια.

Η επα­νά­στα­ση του 1905 και η συ­γκρό­τη­ση των Σο­βιέτ στη Μόσχα και στην Πε­τρού­πο­λη ήταν κα­µπά­να συ­να­γε­ρµού για τον Λένιν.

Ο συγ­γρα­φέ­ας του «Τι να κά­νου­µε» φώ­να­ζε τώρα για την ανά­γκη «να ανοί­ξουν οι πόρ­τες του κό­µµα­τος» προς τις επα­να­στα­τη­µέ­νες ερ­γα­τι­κές µάζες, δή­λω­νε ότι ο κάθε αγω­νι­στής των οδο­φρα­γµά­των ήταν απο­λύ­τως κα­τάλ­λη­λος για να στε­λε­χώ­σει τις κο­µµα­τι­κές «Επι­τρο­πές» και συ­γκρουό­ταν µε την τάση συ­ντη­ρη­τι­σµού των «επαγ­γε­λµα­τιών επα­να­στα­τών» που έβλε­παν να παί­ζο­νται σε µια ζαριά, µέσα στις συν­θή­κες µιας εξε­γερ­σια­κής γε­νι­κής απερ­γί­ας όλα τα κε­κτη­µέ­να της προ­σε­κτι­κής ορ­γα­νω­τι­κής δου­λειάς των προη­γού­µε­νων χρό­νων.

Ο Λένιν που το 1903 έδινε την έµφα­ση στην πει­θαρ­χία, µε στόχο να δια­σφα­λί­σει την ενιαία δράση, απαι­τού­σε τώρα την πλη­ρέ­στε­ρη εσω­κο­µµα­τι­κή δη­µο­κρα­τία, προ­κει­µέ­νου να δια­σφα­λι­στεί η σχέση του κό­µµα­τος µε τη νέα πλα­τιά ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης. Σε αυτή την πε­ρί­ο­δο ει­σά­γε­ται στην κο­µµα­τι­κή γλώσ­σα ο ιστο­ρι­κός όρος «δη­µο­κρα­τι­κός συ­γκε­ντρω­τι­σµός».

Σε αυτές τις συν­θή­κες δια­µορ­φώ­θη­κε κα­θα­ρά ένα δεύ­τε­ρο (αλλά απο­φα­σι­στι­κό) κρι­τή­ριο της άπο­ψης του Λένιν για το κόµµα: Ναι, χρεια­ζό­µα­στε ένα κόµµα «πρω­το­πο­ρί­ας», αλλά αυτό πρέ­πει να διεκ­δι­κεί τη µέ­γι­στη δυ­να­τή κάθε φορά σύν­δε­ση µε το σύ­νο­λο της τάξης και όχι να κα­τα­νο­εί τον εαυτό του ως αυ­θύ­παρ­κτη αξία. Η ανε­ξάρ­τη­τη ορ­γά­νω­ση των πρω­το­πό­ρων στοι­χεί­ων µε βάση τον επα­να­στα­τι­κό µαρ­ξι­σµό, γί­νε­ται µε στόχο να µπο­ρεί το κόµµα να επη­ρε­ά­ζει, να οδη­γεί, να διεκ­δι­κεί την πλειο­ψη­φία της τάξης και για να «απο­σπα­στεί» ελι­τί­στι­κα από αυτήν. Σε αυτήν τη βάση ο Λένιν και η Ρόζα βρέ­θη­καν ξανά στην ίδια πλευ­ρά του (ιδε­ο­λο­γι­κού) οδο­φρά­γµα­τος, µετά το 1905.

Ζούµε σε µια εποχή όπου στο χώρο της άκρας Αρι­στε­ράς διε­θνώς, εµφα­νί­ζο­νται δε­κά­δες ορ­γα­νώ­σεις που αυ­το­χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται ως επα­να­στα­τι­κό ή ερ­γα­τι­κό «κόµµα», µε την επί­κλη­ση κυ­ρί­ως κά­ποιων ιδε­ο­λο­γι­κών και προ­γρα­µµα­τι­κών κα­τα­κτή­σε­ων. Στο έδα­φος της άπο­ψης του Λένιν για το κόµµα (αλλά και της πρα­γµα­τι­κής ιστο­ρί­ας του µπολ­σε­βι­κι­σµού) δεν υπάρ­χει έδα­φος για τέ­τοιες ακρο­βα­σί­ες: η έν­νοια «κόµµα» (όπως και η έν­νοια «πρό­γρα­µµα») πε­ρι­λα­µβά­νει ένα µί­νι­µουµ στε­νής σχέ­σης, στην ουσία συγ­χώ­νευ­σης µε ένα κα­θο­ρι­στι­κό τµήµα της ερ­γα­τι­κής πρω­το­πο­ρί­ας που µπο­ρεί -κατά πε­ριό­δους- να είναι µειο­ψη­φι­κή σε σύ­γκρι­ση µε το σύ­νο­λο της τάξης, αλλά δεν µπο­ρεί να είναι αδιό­ρα­τη ή -χει­ρό­τε­ρα- υπο­θε­τι­κή…

Στον Λένιν το στοι­χείο που «απο­φα­σί­ζει» ανά­µε­σα σε αυτές τις δύο (επι­φα­νεια­κά αντι­κρουό­µε­νες) πτυ­χές της κο­µµα­τι­κό­τη­τας, της ανά­γκης ανε­ξάρ­τη­της ορ­γά­νω­σης της πρω­το­πο­ρί­ας, αλλά και της ανα­γκαί­ας στε­νής σύν­δε­σης της πρω­το­πο­ρί­ας µε την τάξη, είναι η πο­λι­τι­κή: η εκτί­µη­ση για την συ­γκυ­ρία, η «θε­ρµο­µέ­τρη­ση» των δια­θέ­σε­ων της ερ­γα­τι­κής τάξης, η κα­θα­ρό­τη­τα στα πο­λι­τι­κά κα­θή­κο­ντα που βάζει µπρο­στά του το κόµµα. Στην αντί­λη­ψη του Λένιν δεν υπάρ­χει κάτι που µπο­ρεί να πε­ρι­γρα­φεί ως «κόµµα πα­ντός και­ρού».

Η κα­τα­στο­λή της επα­νά­στα­σης του 1905 οδή­γη­σε όλες τις πτέ­ρυ­γες του ΣΔΕΚΡ σε νέες δο­κι­µα­σί­ες. Στους µεν­σε­βί­κους εµφα­νί­στη­κε η τάση των «λικ­βι­ντα­ρι­στών» («δια­λυ­τι­στών») που υπο­στή­ρι­ζε τη διά­λυ­ση των (πα­ρά­νο­µων) κο­µµα­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων, προ­κει­µέ­νου να ενι­σχύ­σει τις δυ­να­τό­τη­τες κοι­νο­βου­λευ­τι­κής πα­ρου­σί­ας στη Δούµα. Στους µπολ­σε­βί­κους, ο Λένιν βρέ­θη­κε στη µειο­ψη­φία, απέ­να­ντι στους «σε­χτα­ρι­στές» του Μπογκ­ντά­νοφ, που είχαν βγά­λει αντί­στρο­φα συ­µπε­ρά­σµα­τα από το 1905. Για την αντι­µε­τώ­πι­ση αυτής της κρί­σης, ο Λένιν δεν δί­στα­σε να συ­νερ­γα­στεί ξανά µε τον Πλε­χά­νοφ και τον Μάρ­τοφ της «αρι­στε­ρής» πτέ­ρυ­γας του µεν­σε­βι­κι­σµού που απέρ­ρι­πταν τον λικ­βι­ντα­ρι­σµό. Η διά­σπα­ση του 1903 ολο­κλη­ρώ­θη­κε µε την πλήρη ορ­γα­νω­τι­κή ρήξη των σχέ­σε­ων το 1912, όταν είχε δια­φα­νεί πλέον η ιστο­ρι­κή µε­τα­τό­πι­ση δεξιά της ευ­ρω­παϊ­κής σο­σιαλ­δη­µο­κρα­τί­ας µπρο­στά στον επερ­χό­µε­νο Πρώτο Πα­γκό­σµιο Πό­λε­µο. Όµως και αυτή η ρήξη δεν ήταν τόσο «ολο­κλη­ρω­τι­κή» όσο πε­ρι­γρά­φουν τα στα­λι­νι­κά εγ­χει­ρί­δια: ο Λένιν επι­στρέ­φο­ντας το 1917 στη Ρωσία από την εξο­ρία, βρήκε τους µπολ­σε­βί­κους (υπό την ηγε­σία του Κά­µε­νεφ) σε απο­φα­σι­σµέ­νη δια­δι­κα­σία κο­µµα­τι­κής ενο­ποί­η­σης µε τους µεν­σε­βί­κους. Στην πράξη, οι δυο αντι­µα­χό­µε­νες τά­σεις της µαρ­ξι­στι­κής Αρι­στε­ράς στη Ρωσία δια­σπά­στη­καν ορι­στι­κά µόνο το 1917, µπρο­στά στα ιστο­ρι­κά κα­θή­κο­ντα που έβαζε ο επερ­χό­µε­νος Οκτώ­βρης.

Οι Ρώσοι µαρ­ξι­στές έζη­σαν την πικρή εµπει­ρία της πτώ­σης από την κο­ρύ­φω­ση του 1905 στις σκλη­ρές συν­θή­κες της κα­τα­στο­λής ή και του σο­βι­νι­στι­κού πα­ρο­ξυ­σµού της αρ­χι­κής πε­ριό­δου του Πρώ­του Πα­γκο­σµί­ου Πο­λέ­µου. Είδαν τις δυ­νά­µεις τους να µειώ­νο­νται από χι­λιά­δες σε εκα­το­ντά­δες, και σε δε­κά­δες, ακόµα και µέσα στη Μόσχα και στην Πε­τρού­πο­λη. Όµως στις προη­γού­µε­νες µάχες τους είχαν κα­τα­κτή­σει τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που τους επέ­τρε­ψαν να αντέ­ξουν και να αντε­πι­τε­θούν νι­κη­φό­ρα.

Τον Φλε­βά­ρη του 1917, οι µπολ­σε­βί­κοι βρέ­θη­καν στην αρχή ως ένα κόµµα (µι­κρής) µειο­ψη­φί­ας. Μπο­λια­σµέ­νοι µε την αντί­λη­ψη του πει­θαρ­χη­µέ­νου-πα­ρε­µβα­τι­κού κό­µµα­τος του 1903, µπο­λια­σµέ­νοι µε την αντί­λη­ψη να διεκ­δι­κούν τις ερ­γα­τι­κές µάζες του 1905 (γιατί αυτό είναι ο «δη­µο­κρα­τι­κός συ­γκε­ντρω­τι­σµός»), κα­τόρ­θω­σαν να κερ­δί­σουν την πλειο­ψη­φία των ερ­γα­τών και των στρα­τιω­τών και µια όχι ευ­κα­τα­φρό­νη­τη µε­ρί­δα των αγρο­τών, αρ­χι­κά µε τη γρα­µµή «Ψω­µί-Γη-Ει­ρή­νη» και στη συ­νέ­χεια µε την πο­λε­µι­κή κραυ­γή «Όλη η Εξου­σία στα Σο­βιέτ!», που έγινε πα­γκό­σµιο σύν­θη­µα για µια ολό­κλη­ρη εποχή. Ήταν ένα κόµµα που ήξερε να δρα πει­θαρ­χη­µέ­να, που ήξερε να αλ­λά­ζει τον εαυτό του και γι’ αυτό να συ­ζη­τά δη­µο­κρα­τι­κά και κα­θα­ρά, ένα κόµµα που έµαθε την τέχνη να διεκ­δι­κεί και να κερ­δί­ζει τον κόσµο, ένα κόµµα που έµαθε να διευ­ρύ­νε­ται πα­ρα­µέ­νο­ντας από­λυ­τα προ­ση­λω­µέ­νο στον επα­να­στα­τι­κό σκοπό του. Το θε­ω­ρη­τι­κό και πρα­κτι­κό «µο­ντέ­λο» για αυτό το κόµµα δεν προ­ϋ­πήρ­χε στο µαρ­ξι­σµό. Φτιά­χτη­κε µέσα στις φλό­γες δύο επα­να­στά­σε­ων και ενός πα­γκο­σµί­ου πο­λέ­µου στη Ρωσία, µε κα­θο­ρι­στι­κή τη συ­µβο­λή του Βλα­δί­µη­ρου Ου­λιά­νοφ. Ένα τέ­τοιο κόµµα εξα­κο­λου­θού­µε να χρεια­ζό­µα­στε σή­µε­ρα. Και ο «λε­νι­νι­στι­κός» τρό­πος για να προ­σεγ­γί­σου­µε το ζή­τη­µα αυτό δεν είναι, ασφα­λώς, να αντι­γρά­ψου­µε τις φό­ρµου­λες του Λένιν µιας άλλης επο­χής που δεν υπάρ­χει πια, αλλά να κα­τα­νο­ή­σου­µε τα κρι­τή­ρια και τη λο­γι­κή τους και να τα «µε­τα­φρά­σου­µε» δη­µιουρ­γι­κά στις σύγ­χρο­νες συν­θή­κες της τα­ξι­κής πάλης.

Η µε­γά­λη στρο­φή της Διε­θνούς: «Με­τα­φρά­ζο­ντας από τα ρω­σι­κά»

Η νίκη της ερ­γα­τι­κής-σο­σια­λι­στι­κής επα­νά­στα­σης στη Ρωσία το 1917, έκανε εφι­κτό τον ανα­γκαίο δια­χω­ρι­σµό των επα­να­στα­τι­κών µαρ­ξι­στι­κών δυ­νά­µε­ων από την εκ­φυ­λι­σµέ­νη σο­σιαλ­δη­µο­κρα­τία που από το 1914 είχε προ­σχω­ρή­σει στον αστι­κό σο­βι­νι­σµό, νο­µι­µο­ποιώ­ντας την αλ­λη­λο­σφα­γή του Πρώ­του Πα­γκο­σµί­ου Πο­λέ­µου.

Στα δύο πρώτα συ­νέ­δρια της Κο­µµου­νι­στι­κής Διε­θνούς, της θρυ­λι­κής Κο­µι­ντέρν, είχε εκ­πλη­ρω­θεί ένα ιστο­ρι­κό κα­θή­κον: είχαν οι­κο­δο­µη­θεί τα Κο­µµου­νι­στι­κά Κό­µµα­τα και η διε­θνής ορ­γά­νω­ση που τα συ­ντό­νι­ζε και τα προ­σα­να­τό­λι­ζε πο­λι­τι­κά.

Επρό­κει­το ανα­µφι­σβή­τη­τα για µια επι­τυ­χία ιστο­ρι­κών δια­στά­σε­ων. Πα­ρό­λα αυτά, τα σο­σιαλ­δη­µο­κρα­τι­κά κό­µµα­τα, ει­δι­κά στη Δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη, είχαν δια­τη­ρή­σει δυ­νά­µεις κα­τορ­θώ­νο­ντας να επη­ρε­ά­ζουν ακόµα σε αξιο­ση­µεί­ω­το βαθµό την πο­λι­τι­κή συ­µπε­ρι­φο­ρά ση­µα­ντι­κών τµη­µά­των του ερ­γα­τι­κού κι­νή­µα­τος.

Ταυ­τό­χρο­να, από τις αρχές της δε­κα­ε­τί­ας του 1920 άρ­χι­σε να γί­νε­ται κα­θα­ρή µια κάµψη του επα­να­στα­τι­κού κύ­µα­τος που είχε πυ­ρο­δο­τή­σει το ’17. Η Κο­µι­ντέρν συ­νει­δη­το­ποιού­σε ότι αντι­µε­τω­πί­ζει µια σχε­τι­κή στα­θε­ρο­ποί­η­ση του κα­πι­τα­λι­σµού και τη συ­να­κό­λου­θη όξυν­ση της επι­θε­τι­κό­τη­τας των αστι­κών κυ­βερ­νή­σε­ων και των κυ­ρί­αρ­χων τά­ξε­ων.

Ο συν­δυα­σµός αυτών των δύο πιέ­σε­ων οδή­γη­σε σε αυτό που ο βαθύς µε­λε­τη­τής των αρ­χεί­ων της Κο­µι­ντέρν, ο µαρ­ξι­στής ιστο­ρι­κός Τζον Ρι­ντέλ, ονό­µα­σε τη «µε­γά­λη στρο­φή της Διε­θνούς»: τη στρο­φή προς το Ενιαίο Μέ­τω­πο, το µε­τα­βα­τι­κό πρό­γρα­µµα και τη µε­τα­βα­τι­κή πο­λι­τι­κή.

Προ­ε­τοι­µά­ζο­ντας το 3ο Συ­νέ­δριο της Διε­θνούς, ο Λένιν έγρα­ψε το βι­βλίο του για τον «Αρι­στε­ρι­σµό» µια ολο­µέ­τω­πη πο­λε­µι­κή σε αυτή την «παι­δι­κή ασθέ­νεια του Κο­µµου­νι­σµού». Αξί­ζει να ση­µειώ­σου­µε ότι οι «αρι­στε­ρι­στές» της επο­χής δεν ήταν δη­µα­γω­γοί απο­µο­νω­µέ­νων οµά­δων, αλλά ορ­γα­νι­κά τµή­µα­τα του κι­νή­µα­τος και της Διε­θνούς (όπως οι οπα­δοί του Μπορ­ντί­γκα στην Ιτα­λία, οι «συ­µβου­λια­κοί» του Πά­νε­κουκ, οι οπα­δοί της γε­ρµα­νι­κής θε­ω­ρί­ας της «επί­θε­σης» της Ρούθ Φίσερ και του Αρ­κά­ντι­Μά­σλοφ κ.ά.). Ακρι­βώς γι’ αυτό, ο Λένιν δεν έδινε µάχη για να τους απο­βά­λει, αλλά για να τους κερ­δί­σει για τη Διε­θνή. Όλη η συ­ζή­τη­ση που ακο­λού­θη­σε είναι ένα αξε­πέ­ρα­στο πα­ρά­δει­γµα σκλη­ρής αλλά έντι­µης και συ­ντρο­φι­κής πο­λι­τι­κής συ­ζή­τη­σης, µέσα στην οποία η µπολ­σε­βί­κι­κη αντι­προ­σω­πεία δεν υπήρ­ξε πάντα ενιαία. Όµως αυτό ήταν απο­λύ­τως φυ­σιο­λο­γι­κό για τους κο­µµου­νι­στές εκεί­νης της επο­χής.

Το 3ο Συ­νέ­δριο της Διε­θνούς υιο­θέ­τη­σε τις απο­φά­σεις µε τον γε­νι­κό τίτλο «Προς τις µάζες!» που απο­τε­λούν τα θε­µέ­λια της στρο­φής προς το Ενιαίο Μέ­τω­πο. Ο Λένιν κα­λού­σε τα ΚΚ να ορ­γα­νώ­σουν, πα­ντού, σκλη­ρή και συ­στη­µα­τι­κά µάχη ενά­ντια στην οξυ­νό­µε­νη κα­πι­τα­λι­στι­κή επι­θε­τι­κό­τη­τα «ακόµα και για κάθε φέτα ψωµί». Στό­χος του ήταν η στε­νό­τε­ρη δυ­να­τή σύν­δε­ση της πρω­το­πο­ρί­ας των κο­µµου­νι­στών µε τις πλα­τύ­τε­ρες ερ­γα­τι­κές µάζες. Δεν ήταν µια εύ­κο­λη συ­ζή­τη­ση. Η Κλάρα Τσέτ­κιν υπο­γρα­µµί­ζει στις ανα­µνή­σεις της ότι ο Λένιν βγαί­νο­ντας από το συ­νέ­δριο δή­λω­νε ιδιαί­τε­ρα πε­ρή­φα­νος για το γε­γο­νός ότι υπήρ­ξε ο ηγέ­της της «δε­ξιάς πτέ­ρυ­γας» (!!) αυτού του συ­νε­δρί­ου.

Τις απο­φά­σεις ολο­κλή­ρω­νε το 4ο Συ­νέ­δριο της Κο­µι­ντέρν, που ορι­στι­κο­ποί­η­σε µε κα­θα­ρό­τη­τα και σα­φή­νεια την πο­λι­τι­κή του Ενιαί­ου Με­τώ­που.

Η τε­λευ­ταία ζω­ντα­νή οµι­λία του Λένιν στη Διε­θνή έγινε στο 4ο Συ­νέ­δριο και ήταν µια έκ­πλη­ξη για τους συ­νέ­δρους. Ο ηγέ­της των µπολ­σε­βί­κων δή­λω­νε ότι οι απο­φά­σεις των δύο πρώ­των συ­νε­δρί­ων της Διε­θνούς ήταν µεν σω­στές, αλλά «υπερ­βο­λι­κά ρω­σι­κές». Κα­θο­ρί­ζο­νταν από τις ει­δι­κές συν­θή­κες στη Ρωσία, που έκα­ναν εφι­κτή τη «γρή­γο­ρη» νίκη του Οκτώ­βρη, αλλά δεν «ταί­ρια­ζαν» µε τις πιο σύν­θε­τες εµπει­ρί­ες της ερ­γα­τι­κής πλειο­ψη­φί­ας στη Δύση. Το κα­θή­κον του 4ου Συ­νε­δρί­ου ήταν να δια­τη­ρή­σει το επα­να­στα­τι­κό πνεύ­µα των «ρω­σι­κών» απο­φά­σε­ων, αλλά να τις «µε­τα­φρά­σει» προς τις πιο σύν­θε­τες ευ­ρω­παϊ­κές συν­θή­κες, ώστε να µπο­ρούν να επι­κοι­νω­νούν πιο απο­τε­λε­σµα­τι­κά µε τις ερ­γα­τι­κές µάζες. Το νόηµα της «µε­τά­φρα­σης» ήταν οι απο­φά­σεις για το Ενιαίο Μέ­τω­πο, το µε­τα­βα­τι­κό πρό­γρα­µµα και τη µε­τα­βα­τι­κή πο­λι­τι­κή.

Τον από­η­χο αυτής της πα­ρέ­µβα­σης θα βρει κα­νείς (ακόµα και µετά από χρό­νια) στις ανα­µνή­σεις των πα­ρα­βρι­σκό­µε­νων στε­λε­χών της Διε­θνούς. Τόσο από τα «αρι­στε­ρά» όσο και από τα δεξιά. Σε αυτή την οµι­λία του Λένιν ανα­φέρ­θη­κε ο Μπορ­ντί­γκα στη δική του τε­λευ­ταία πα­ρέ­µβα­ση στη Διε­θνή, όταν, µπρο­στά στον Στά­λιν, αντι­πα­ρέ­βα­λε τον τρόπο συ­ζή­τη­σης επί Λένιν µε την ψευ­δε­πί­γρα­φη «µο­νο­λι­θι­κό­τη­τα» που επι­βλή­θη­κε στην Κο­µι­ντέρν µετά τη δια­βό­η­τη «µπολ­σε­βι­κο­ποί­η­ση». Σε αυτή την οµι­λία του Λένιν ανα­φέρ­θη­κε επί­σης ο Το­λιά­τι, όταν στις αρχές της δε­κα­ε­τί­ας του ’60 πήρε το δρόµο για να γίνει ο «Νέ­στο­ρας» του ευ­ρω­κο­µµου­νι­σµού, δη­λώ­νο­ντας ότι η στρο­φή προς τον «εθνι­κό δρόµο» ήταν η τε­λευ­ταία σύ­στα­ση του Λένιν. Βέ­βαια για το συ­µπέ­ρα­σµα του Το­λιά­τι, του ξε­σκο­λι­σµέ­νου Έρ­κο­λι που συ­νυ­πέ­γρα­ψε όλες τις κρί­σι­µες απο­φά­σεις της στα­λι­νι­κής πε­ριό­δου, ο Λένιν ου­δε­µία ευ­θύ­νη φέρει.

Το 4ο Συ­νέ­δριο της Διε­θνούς απο­φά­σι­σε να δε­σµεύ­σει τα ΚΚ στην πο­λύ­πλευ­ρη πο­λι­τι­κή του Ενιαί­ου Με­τώ­που: Στο «αµυ­ντι­κό» κί­νη­µα διεκ­δι­κή­σε­ων, αλλά και ευ­ρύ­τε­ρα στον πο­λι­τι­κό αγώνα. Από τα κάτω, για την ενο­ποί­η­ση της ερ­γα­τι­κής αντί­στα­σης, αλλά και «από τα πάνω», για να γίνει το από τα κάτω εφι­κτό. Στην προ­γρα­µµα­τι­κή «διεύ­ρυν­ση» µε τις κρί­σι­µες απο­φά­σεις για το γυ­ναι­κείο ζή­τη­µα και για το αντι­ι­µπε­ρια­λι­στι­κό µέ­τω­πο. Στο µε­τα­βα­τι­κό πρό­γρα­µµα που, ξε­κι­νώ­ντας από τις άµε­σες διεκ­δι­κή­σεις των µαζών, οφεί­λει να κι­νεί­ται προς τη διεκ­δί­κη­ση της ερ­γα­τι­κής εξου­σί­ας, αλλά µαζί µε την ωρί­µαν­ση της εµπει­ρί­ας της ερ­γα­τι­κής πλειο­ψη­φί­ας. Τέλος, µε τις απο­φά­σεις για τις ερ­γα­τι­κές κυ­βερ­νή­σεις ή κυ­βερ­νή­σεις της Αρι­στε­ράς (που κατά τον Λένιν και τον Τρό­τσκι απο­τε­λούν «τη λο­γι­κή κα­τά­λη­ξη της πο­λι­τι­κής του Ενιαί­ου Μέ­τω­που»), όριζε ότι τα ΚΚ δεν µπο­ρούν να πα­ρα­µέ­νουν αδιά­φο­ρα µπρο­στά στο εν­δε­χό­µε­νο µιας οξύ­τα­της κρί­σης, όπου θα πα­ρου­σια­ζό­ταν «κενό» κυ­βερ­νη­τι­κής εξου­σί­ας, χωρίς όµως να έχουν ωρι­µά­σει (ή χωρίς να έχουν ωρι­µά­σει ακόµα…) οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις για µια νι­κη­φό­ρα επι­βο­λή της λύσης «όλη η εξου­σία στα Σο­βιέτ». Έτσι, το 4ο Συ­νέ­δριο κα­τέ­λη­ξε σε ένα «φάσµα» πο­λι­τι­κών αντι­µε­τω­πί­σε­ων, που πε­ρι­λά­µβα­νε την απλή ανοχή του ΚΚ απέ­να­ντι σε µια τέ­τοια κυ­βέρ­νη­ση, περ­νού­σε από την ενερ­γό στή­ρι­ξη («νο­µι­µό­φρων αντι­πο­λί­τευ­ση») και έφτα­νε στη συ­µµε­το­χή των κο­µµου­νι­στών, υπό συ­γκε­κρι­µέ­νες και σα­φείς προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Η από­φα­ση το­νί­ζει ότι η συ­µµε­το­χή σε µια ερ­γα­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση ή κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς δεν πρέ­πει να γί­νε­ται κα­τα­νοη­τή ως «τε­λι­κός στό­χος» αλλά ως µε­τα­βα­τι­κός στα­θµός προς την κλι­µά­κω­ση της πάλης για την ορι­στι­κή σο­σια­λι­στι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση.

Κατά το 4ο Συ­νέ­δριο ο Ζη­νό­βιεφ, µε την υπο­στή­ρι­ξη του Μπου­χά­ριν, έφερε σε αντι­πα­ρά­θε­ση την έµφα­ση στο Ενιαίο Μέ­τω­πο µε την προη­γού­µε­νη έµφα­ση στην «αυ­τό­νο­µη» οι­κο­δό­µη­ση των ΚΚ. Την απά­ντη­ση (ρητά και εκ µέ­ρους του Λένιν) έδωσε ο Τρό­τσκι: όποιος δεν κα­τα­νο­εί τη λο­γι­κή του Ενιαί­ου Με­τώ­που δεν θα µπο­ρέ­σει να χτί­σει µα­ζι­κό και πρα­γµα­τι­κά κο­µµου­νι­στι­κό κόµµα, και αντί­στρο­φα, όποιος δεν κα­τα­νο­εί τις ανα­γκαιό­τη­τες οι­κο­δό­µη­σης ανε­ξάρ­τη­του ΚΚ δεν θα µπο­ρέ­σει ποτέ να συ­µβά­λει στην απο­τε­λε­σµα­τι­κή ανά­πτυ­ξη του Ενιαί­ου Με­τώ­που.

Αυτή η δια­λε­κτι­κή ενό­τη­τα ανά­µε­σα στους δυο βα­σι­κούς πυ­λώ­νες της ερ­γα­τι­κής πο­λι­τι­κής που επε­ξερ­γά­στη­κε η Κο­µι­ντέρν στην εποχή του Λένιν, ήταν το πε­ριε­χό­µε­νο των συ­στη­µα­τι­κών ερ­γα­σιών του Τρό­τσκι (Γε­ρµα­νία, φα­σι­σµός, Γαλ­λία, Λαϊκό ή Ενιαίο Μέ­τω­πο, µε­τα­βα­τι­κό πρό­γρα­µµα κλπ) αλλά και του Γκρά­µσι (Δύ­ση-Ανα­το­λή, πό­λε­µος «κι­νή­σε­ων» και πό­λε­µος «θέ­σε­ων», ηγε­µο­νία κ.ο.κ.) στις δε­κα­ε­τί­ες που ακο­λού­θη­σαν.

Αυτή τη µε­γά­λη «συ­ζή­τη­ση» ο ση­µα­ντι­κός σύγ­χρο­νος µαρ­ξι­στής Πέρι Άντερ­σον πε­ρι­γρά­φει ως την «τε­λευ­ταία µε­γά­λη συ­ζή­τη­ση για την επα­να­στα­τι­κή στρα­τη­γι­κή που έγινε µέσα στους κόλ­πους του διε­θνούς κο­µµου­νι­στι­κού κι­νή­µα­τος», ως το τε­λευ­ταίο στοι­χείο της κλη­ρο­νο­µιάς που µας άφησε ο Λένιν.

Σε αυτή τη συ­ζή­τη­ση ξε­χω­ρί­ζει η στρα­τη­γι­κή ακα­µψία (η από­λυ­τη προ­σή­λω­ση στον στόχο της ερ­γα­τι­κής εξου­σί­ας) µε την εξαι­ρε­τι­κή τα­κτι­κή ευ­ε­λι­ξία ώστε να γίνει εφι­κτό να προ­σεγ­γι­στεί ο στρα­τη­γι­κός στό­χος στην πράξη και όχι µόνο στα λόγια. Κατά πολ­λούς σύγ­χρο­νους µε­λε­τη­τές της µαρ­ξι­στι­κής σκέ­ψης και δρά­σης στον 20ό αιώνα, αυτός ο συν­δυα­σµός είναι το πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σµα του Λένιν.

Ο Ντα­νιέλ Μπεν­σα­ΐντ προ­σθέ­τει µια ακόµα «πι­νε­λιά». Γνώ­ρι­σµα της σκέ­ψης του Λένιν, λέει, είναι η ανει­ρή­νευ­τη πάλη για την ερ­γα­τι­κή εξου­σία, ακόµα και αν ξε­κι­νά­ει κα­νείς από την πιο δύ­σκο­λη, την πιο «άγονη» αφε­τη­ρία.

Δεν υπάρ­χει τί­πο­τα ιδιαί­τε­ρα στο DNA εκεί­νης της µε­γά­λης γε­νιάς επα­να­στα­τών που να εξη­γεί το µε­γα­λείο τους. Πίσω τους βρί­σκο­νταν οι επα­να­στα­τι­κές συν­θή­κες των αρχών του µε­γά­λου 20ού αιώνα, οι σκλη­ροί αγώ­νες εκα­το­µµυ­ρί­ων ερ­γα­τών που αντι­µε­τώ­πι­σαν τον Τσάρο και τον Κάι­ζερ, οι συ­στη­µα­τι­κές προ­σπά­θειες χι­λιά­δων και χι­λιά­δων άλλων επα­να­στα­τών, πριν ή και ταυ­τό­χρο­να µε αυ­τούς. Τί­πο­τα από όλα αυτά δεν είναι υπό­θε­ση του πα­ρελ­θό­ντος. Η κα­πι­τα­λι­στι­κή και ιµπε­ρια­λι­στι­κή βαρ­βα­ρό­τη­τα κάνει πάντα επί­και­ρο το «τρα­γού­δι του Οκτώ­βρη». Και σε κάθε ανέ­βα­σµα του κι­νή­µα­τος, κάθε φορά που σε µια γωνιά του κό­σµου οι απλοί άν­θρω­ποι θα στρέ­φο­νται ξανά προς την επα­να­στα­τι­κή απά­ντη­ση στην κα­τα­πί­ε­ση και στην εκµε­τάλ­λευ­ση, τότε το ει­ρω­νι­κό χα­µό­γε­λο του Ου­λιά­νοφ θα αν­θί­ζει ξανά και ξανά…

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος