ΟΜαξ Χόρκχαϊμερ είχε πει το περίφημο: «Οποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό δεν πρέπει επίσης να μιλάει και για τον φασισμό». Παραφράζοντας, θα μπορούσαμε εμείς να πούμε: Οποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό δεν μπορεί να είναι αριστερός. Προφανώς δεν αρκεί να μιλάει κάποιος για τον καπιταλισμό για να είναι αριστερός – αλλά πάντως χρειάζεται να μιλάει. Αναγκαία έστω και αν όχι ικανή συνθήκη.
Οι διαφορές και οι αντιπαλότητες μεταξύ των πολιτικών κομμάτων δεν προκύπτουν από μόνες τους. Προσδιορίζονται επί τη βάσει διαφορετικών και αντιμαχόμενων πολιτικών εκπροσωπήσεων των ταξικών και ευρύτερα κοινωνικών συσχετισμών. Με άλλα λόγια, η Αριστερά δεν αντιτίθεται στη Δεξιά απλώς και μόνο επειδή είναι αντίθετη στους δεξιούς πολιτικούς, αλλά επειδή η Δεξιά ορίζεται ως η κύρια πολιτική δύναμη που στηρίζει το καπιταλιστικό σύστημα και που εκπροσωπεί τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου.
Ως προς τη συγκεκριμένη πολιτική αντιπαράθεση, η αριστερή αντιπολίτευση στη Δεξιά επικεντρώνεται σε ζητήματα όπως συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, υπονόμευση της δημόσιας υγείας και παιδείας, κοινωνικά άδικη φορολογία, μείωση μισθών, ελαστικό ωράριο, εργασιακή επισφάλεια, ματαίωση κατακτήσεων του συνδικαλιστικού κινήματος, ανοχή και ενθάρρυνση της αισχροκέρδειας. Ζητήματα όλα με αμεσότατο ταξικό πρόσημο, που δεν είναι παρά οι συγκεκριμένες ενδείξεις πως η Δεξιά όντως είναι ο πολιτικός εκπρόσωπος του μεγάλου κεφαλαίου και ο κύριος πολιτικός στυλοβάτης του καπιταλιστικού συστήματος.
Αυτονόητα πράγματα. Και είναι αυτονόητα επειδή στην πράξη έτσι ορίζεται η Αριστερά ως τέτοια. Ο ΣΥΡΙΖΑ άσκησε αντιμνημονιακή αντιπολίτευση κατά την περίοδο 2012-2015, ασχολούμενος κυρίως με τέτοιου είδους ζητήματα και γι’ αυτό καταξιώθηκε στη συνείδηση του κόσμου ως κόμμα της Αριστεράς. Στις μνημονιακές συνθήκες οι στόχοι της Αριστεράς καθίσταντο σαφείς από μόνοι τους. Τα μνημόνια ήταν η αντιμετώπιση της κρίσης με τρόπους που αποβαίνουν υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου και εις βάρος των κατώτερων και μεσαίων τάξεων. Χωρίς βέβαια να δηλώνεται ως τέτοια, η νεοφιλελεύθερη μνημονιακή λογική ήταν η επιθετική στρατηγική του καπιταλιστικού συστήματος.
Το ότι ο καπιταλισμός δεν δήλωνε την επιθετικότητά του είναι ευνόητο. Επρεπε να πειστούν οι λαϊκές τάξεις πως εκείνες ευθύνονται για την κρίση («λαϊκισμός», «συντεχνίες») και γι’ αυτό εκείνες οφείλουν να πληρώσουν. Ούτως ή άλλως, ο καπιταλισμός σπανιότατα χρησιμοποιεί το όνομά του. Κατά κανόνα προτιμάει διάφορους ευφημισμούς: «ελεύθερη αγορά», «ιδιωτική πρωτοβουλία», «υγιής επιχειρηματικότητα» κ.ά. Γιατί; Διότι παραδοσιακά «καπιταλισμός» είναι ο όρος που χρησιμοποιούσε η Αριστερά για να τον κατονομάσει. Δεν είναι ένας πολιτικά ουδέτερος όρος. Είναι επιστημονικός όρος, αλλά για αυτό ακριβώς δεν είναι πολιτικά ουδέτερος. Ο «καπιταλισμός» είναι ο όρος που η επιστημονική θεωρία της Αριστεράς, δηλαδή κυρίως η μαρξιστική θεωρία, έχει δείξει ότι συνδέεται άμεσα με την εκμετάλλευση των οικονομικά ανίσχυρων από τους οικονομικά ισχυρούς και συνεπώς με τη συστηματική καταπάτηση των αρχών της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης που σηματοδοτούν ως τέτοια την πολιτική νεωτερικότητα τουλάχιστον από τη Γαλλική Επανάσταση κι έπειτα.
Αυτό που έχει συμβεί όμως κατά τις τελευταίες δεκαετίες και που σχετίζεται με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αλλά όχι μόνο, είναι ότι η χρήση του όρου «καπιταλισμός» και άλλων άμεσα συναφών («καπιταλιστές», «μεγάλο κεφάλαιο») δεν αποφεύγεται μόνο από τον ίδιο τον καπιταλισμό και τη Δεξιά αλλά και από την Αριστερά. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ίσως ως χαρακτηριστικό της «αρνητικής ηγεμονίας» που ασκεί στη σύγχρονη εποχή ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός το γεγονός πως η Αριστερά, μαζί με την απώλεια της υλικής πολιτικής της ισχύος, έχει απαρνηθεί και την πολιτική χρήση των κεντρικών όρων διά των οποίων ορίζεται ως Αριστερά. Και νομίζω πως είναι προφανές ότι το δεύτερο αναπαράγει και διαιωνίζει το πρώτο.
Η τεράστια ταυτοτική κρίση στην οποία εισήλθε ο ΣΥΡΙΖΑ από το καλοκαίρι του 2015, που εξαναγκάστηκε να ψηφίσει μνημόνιο, και η οποία κατέληξε στην καταστροφή του ως αριστερού κόμματος με την εκλογή Κασσελάκη το φθινόπωρο του 2023, είναι βέβαιο ότι διευκολύνθηκε από το ότι ακόμη και στην πιο αγωνιστική αντιμνημονιακή του περίοδο σπανιότατα μιλούσε για καπιταλισμό. Στην Ελλάδα, η χρήση μαρξιστικών όρων παραπέμπει «αυτομάτως» στο ΚΚΕ και κατά συνέπεια στον σταλινισμό και στον πολιτικό απομονωτισμό. Γι’ αυτό όμως προφανώς δεν φταίει το ΚΚΕ αλλά η ανανεωτική Αριστερά που του έχει πρόθυμα παραχωρήσει την αποκλειστικότητα τούτων των όρων. Η δημιουργία του νέου κόμματος της Νέας Αριστεράς ας είναι μια ευκαιρία για την επανεκκίνηση της αριστερής πολιτικής και στο πεδίο των αριστερών όρων.
*Oμότιμος καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/425139_i-politiki-ton-oron