H συζήτηση στη Βουλή για την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε η αντιπολίτευση ολοκληρώθηκε με 159 ψήφους υπέρ της κυβέρνησης, δύο παραιτήσεις κυβερνητικών στελεχών, στενότατων συνεργατών του Πρωθυπουργού και έναν πρώην «Σπαρτιάτη» δώρο. Ολοκληρώθηκε με τους βουλευτές της ΝΔ να ταυτίζονται απόλυτα με τον πολιτικά (τουλάχιστον) υπεύθυνο για το έγκλημα των Τεμπών, Κώστα Καραμανλή, χειροκροτώντας τον παρατεταμένα. Ολοκληρώθηκε χωρίς καμία σοβαρή απάντηση στα ερωτήματα που τέθηκαν, ούτε καν στα πολύ απλά και ξεκάθαρα γύρω από το μοντάζ των ηχητικών συνομιλιών που διέρρευσαν τις πρώτες μέρες στη δημοσιότητα. Εκεί η κατάσταση είναι πολύ «απλή»: Τα ηχητικά υπήρξαν, το μοντάζ έγινε, τα μόνα ερωτήματα είναι ποιος και γιατί. Και όταν η κυβέρνηση δεν απαντάει ακόμα και σε αυτό που κανείς δεν διαψεύδει, πώς να περιμένουμε σοβαρές απαντήσεις για τα υπόλοιπα;
του Θάνου Καμήλαλη
Η κατάθεση πρότασης δυσπιστίας είναι ουσιαστικά το κορυφαίο μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου που έχει στη διάθεσή της η αντιπολίτευση για να καλεί την κυβέρνηση σε λογοδοσία. Δεν οδηγεί ποτέ, ιστορικά, σε παραίτηση της κυβέρνησης, δημιουργεί όμως πολιτική πίεση γύρω από ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα, στο έγκλημα των Τεμπών, υπάρχει και πολύ έντονη κοινωνική πίεση, μολονότι αυτή η πίεση δεν εκφράζεται με συνεχείς διαδηλώσεις. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός παραδέχθηκε κατά την ομιλία του ότι η κοινωνία σε μεγάλη πλειοψηφία δεν τον πιστεύει, την χαρακτήρισε «καχύποπτη, θυμωμένη» και υπονόησε ότι είναι «δηλητηριασμένη» από «θεωρίες συνωμοσίας»
Μόνο που, όταν οι κατηγορίες είναι πολύ συγκεκριμένες, δεν αρκεί το «δεν ντρέπεστε να με κατηγορείτε;» για να βγεις από τη δύσκολη θέση. Είναι γεγονός π.χ. ότι η πλειοψηφία της ΝΔ στην Εξεταστική Επιτροπή δεν κάλεσε κρίσιμους μάρτυρες και συγκεκριμένα, όλως τυχαίως, αυτούς που εγγράφως, με εξώδικα και επιστολές προειδοποιούσαν επανειλημμένα τον τότε Υπουργό, Κώστα Καραμανλή, για κενά ασφαλείας. Είναι γεγονός ότι κάποιος παραποίησε τις ηχητικές συνομιλίες σταθμάρχη – μηχανοδηγών το βράδυ του εγκλήματος. Είναι γεγονός ότι έχει ασκηθεί δίωξη στον πρώην Περιφερειάρχη Θεσσαλίας, Κώστα Αγοραστό, για το «μπάζωμα».
Φυσικά και ο Πρωθυπουργός δεν απάντησε συγκεκριμένα σε τίποτα από αυτά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν απαντάει ποτέ επί της ουσίας. Κάθε του ομιλία είναι μία συρραφή παιδικών επιχειρημάτων, λογικών πλανών, διαστρέβλωσης των θέσεων της αντιπολίτευσης, whataboutism (δλδ: μιλάτε εσείς που, ναι αλλά για το τάδε τι λέτε), αόριστες επικλήσεις στην προσωπική του ηθική. Το μοτίβο είναι πάντα ίδιο. Στις τεκμηριωμένες από την ΑΔΑΕ παρακολουθήσεις έλεγε «είναι δυνατόν να υπονοείτε ότι παρακολουθούσα υπουργούς;». Στις φωτιές στην Εύβοια φώναζε «τώρα μετράμε καμμένα στρέμματα, στο Μάτι μετρούσαμε φέρετρα». Την Πέμπτη φώναζε: «Δεν ντρέπεστε να τα υπονοείτε αυτά τα πράγματα; Αυτή ήταν η έννοια μου; Πώς θα πειράξω τους διαλόγους;». Οι διάλογοι πάντως πειράχτηκαν, αυτο δεν το αμφισβητεί κανείς.
Για τους μονταρισμένους διαλόγους, δηλαδή την αιτία, ή την αφορμή της διαδικασίας, η κυβέρνηση λέει ότι είναι «λυμένο ζήτημα», ότι υπήρχαν και κάποια άλλα δημοσιεύματα που αμφισβητούσαν το παραποιημένο ηχητικό, ότι η δικαιοσύνη έχει εξαρχής τους αυθεντικούς διαλόγους και προπαγανδίζει λέγοντας ότι η αντιπολίτευση προσπαθεί να αθωώσει τον σταθμάρχη. Τίποτα από αυτά δεν απαντάει προφανώς στην παραποίηση των συνομιλιών και στη διαρροή τους στη δημοσιότητα.
Η κυβέρνηση θα έπρεπε να «σοκάρεται» που τις πρώτες ώρες μετά το έγκλημα, κάποιος είχε στο νου του να μοντάρει και να χειραγωγήσει, όπως ακριβώς θα έπρεπε να σοκάρεται που Υπουργοί, δημοσιογράφοι, στελέχη της αντιπολίτευσης και μέλη της ηγεσίας του στρατού ήταν υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ. Πάλι, δεν το κάνει, πάλι επιτίθεται σε όσους καταγγέλλουν. Ίσως όμως, στην τελική, αν ο «μοντέρ» του ΟΣΕ εμφανιζόταν στη Βουλή να μιλήσει, οι βουλευτές της ΝΔ να τον χειροκροτούσαν και αυτόν, όπως τον Κώστα Καραμανλή.
Όσο για τις ευθύνες του πρώην Υπουργού, δηλαδή την έλλειψη συστημάτων ασφαλείας, ο Πρωθυπουργός έπεσε σε μια μεγάλη αντίφαση. Σε ένα αρχικό σημείο της ομιλίας του, ρωτάει την αντιπολίτευση: «Δεν μου λέτε, υπάρχει έστω και ένας άνθρωπος εδώ μέσα ο οποίος να πιστεύει ότι αν ο σταθμάρχης είχε κάνει σωστά τη δουλειά του, όπως την κάνουν δεκάδες, εκατοντάδες σταθμάρχες κάθε μέρα, θα είχε γίνει το ατύχημα;»
Σε επόμενο σημείο, πανηγυρίζει για τα συστήματα ασφαλείας που μπαίνουν, τώρα, στον σιδηρόδρομο, δείχνοντας μάλιστα και φωτογραφία από το «κέντρο διοίκησης της 717» στη Λάρισα. «Θα πω μόνο ότι το σύστημα της τηλεδιοίκησης, με εξαίρεση το κομμάτι που καταστράφηκε στον «Daniel», το Λάρισα-Δομοκός, είναι έτοιμο. Θα πω ότι το σύστημα ETCS εγκαθίσταται και μπαίνει τώρα και στα τρένα. Θα πω ότι διπλασιάσαμε τη χρηματοδότηση του ΟΣΕ από τα 40 στα 70 εκατομμύρια, για να καλύψουμε κυρίως ανάγκες σε έργα συντήρησης. Θα πω ότι έχουν γίνει συμπληρωματικά έργα ασφαλείας: έχουν μπει 300 κάμερες για τη συνεχή παρακολούθηση των τρένων, αποκαταστάθηκαν πλήρως συστήματα φωτισμού, πυρόσβεσης, συναγερμού, επικοινωνίας σε όλες τις σήραγγες, 14 γέφυρες παρακολουθούνται real time μέσω του συστήματος OSMOS και δημοπρατήθηκε η εγκατάσταση του συστήματος GSM-R».
Σύμφωνα όμως με το «σκεπτικό» της ΝΔ, κανένα από τα συστήματα ασφαλείας δεν έχει ύψιστη σημασία, αφού προϋπόθεση είναι να κάνει τη δουλειά του σωστά ο σταθμάρχης και «να τηρείται ο Γενικός Κανονισμός, ώστε να μη συγκρουστούν δύο τρένα. Ο Πρωθυπουργός λέει μετά πως «μόλις το 12% των ευρωπαϊκών τρένων σήμερα έχει εγκατεστημένα όλα αυτά τα συστήματα ασφάλειας. Τι σημαίνει αυτό; Ότι στο 88% των ευρωπαϊκών τρένων δεν υπάρχουν αυτά τα συστήματα. Και τα τρένα δεν τρακάρουν κάθε μέρα ούτε στην Ευρώπη ούτε προφανώς στην Ελλάδα, ακριβώς επειδή ο γενικός κανονισμός ασφαλείας τηρείται ευλαβικά». Φυσικά είναι εντελώς διαφορετικό να μην έχεις «όλα τα συστήματα» από το να μην έχεις κανένα. Ο Πρωθυπουργός επίσης επανέφερε, κάπως δειλά είναι η αλήθεια, το ψέμα περι «τοπικής» τηλεδιοίκησης. «Τοπικά όμως λειτουργούσε σύστημα και ο σταθμάρχης έβλεπε ότι το τρένο ήταν στη λάθος γραμμή» υποστήριξε, σε ακόμα μια αποθέωση της μισής αλήθειας. Μιλάει για εκείνον τον τοπικό χειρισμό 8 χιλιομετρων, για τον οποίον ο εργαζόμενος του ΟΣΕ διέψευδε on camera τον Υφυπουργό στο σταθμαρχείο Λάρισας.
Η πρόταση δυσπιστίας καταψηφίστηκε, με ψήφους των βουλευτών της ΝΔ και στήριξη από τον πρώην «Σπαρτιάτη», νυν ανεξάρτητο βουλευτή, Χάρη Κατσιβαρδά. Δεν ξέρω αν όσοι υποστήριζαν ότι η κυβέρνηση θα βγει «ενισχυμένη» από τη διαδικασία εννοούσαν κάτι τέτοιο. Από την άλλη πλευρά, λίγη ώρα πριν την ομιλία Μητσοτάκη, η κυβέρνηση «παράιτησε» δύο υπουργικά στελέχη, στενότατους συνεργάτες του Πρωθυπουργού, τους Παπασταύρου (υπουργός Επικρατείας) και Μπρατάκο (υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργό).
Φυσικά και ο Πρωθυπουργός δεν εξήγησε ποτέ στην ομιλία του γιατί «παραιτήθηκαν», δεν ανέφερε καν τα ονόματά τους. Κατήγγειλε όμως, τα «οικονομικά συμφέροντα που τον πολεμούν και θέλουν να συγκυβερνήσουν μαζί του», κατηγορώντας την αντιπολίτευση, συγκεκριμένα το ΠΑΣΟΚ, ότι είναι υποχείριό τους. Λογικά πράγματα: Εσύ, ως Πρωθυπουργός, καταγγέλλεις έναν ολιγάρχη, οι στενοί σου συνεργάτες βρίσκονται στο σπίτι του συγκεκριμένου ολιγάρχη, την ημέρα που εφημερίδα που δημοσιεύει ρεπορτάζ εναντίον σου ανήκει σε αυτόν τον ολιγάρχη, εσύ τους παραιτείς αφού η συνάντηση αποκαλυφθεί και συνεχίζεις να καταγγέλλεις άλλους για σχέσεις με τον συγκεκριμένο ολιγάρχη.
To γεγονός ότι οι παραιτήσεις δημοσιοποιήθηκαν εν μέσω της πρότασης δυσπιστίας, την ώρα μάλιστα που η αντιπαράθεση κορυφωνόταν με τις ομιλίες των πολιτικών αρχηγών, είναι αρκετό για να δικαιώσει την πρωτοβουλία της (αριστερά της ΝΔ) αντιπολίτευσης. Όπως η κυβέρνηση δεν πέφτει ποτέ μέχρι σήμερα με πρόταση μομφής, έτσι και σχεδόν ποτέ δεν έχουμε παραιτήσεις εν μέσω πρότασης δυσπιστίας. Δεν μπορεί επομένως να μιλάει για «συσπείρωση» η ΝΔ. Και, μολονότι, δεν μπορεί φυσικά να εκτιμηθεί το πώς θα ερμηνεύσουν οι πολίτες ό,τι συνέβη, όμως πολιτικά αποτελέσματα υπήρξαν.
Η στήριξη σύσσωμης της Νέας Δημοκρατίας στον Κώστα Καραμανλή έγινε σαφής, πέραν πάσης αμφιβολίας, με το ντροπιαστικό χειροκρότημα κατά την ομιλία του. Είναι διαφορετικό πράγμα να «εξετάζεται» ο Καραμανλής από τους συναδέρφους του και διαφορετικό να τον επευφημούν, σε κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία.
Η ισότητα στον γάμο ήταν «θέμα συνείδησης», η στήριξη στον πολιτικά υπεύθυνο, καταγγελόμενο για ποινικές ευθύνες, για το Έγκλημα των Τεμπών θέμα κομματικό.
Η κοινωνική και πολιτική πίεση επίσης οδηγεί την κυβέρνηση, αντί λογοδοσίας, σε όλο και πιο επιθετικές θέσεις, όπως το «όποιος πολιτικός μιλάει για μπάζωμα είναι για τα μπάζα» του Υπουργού Δικαιοσύνης και ο εμφανής εκνευρισμός του Κυριάκου Μητσοτάκη, σε μία από τις λίγες φορές στη θητεία του που δεν ελέγχει την ατζέντα. Τα αντιπολιτικά επιχειρήματα περί απλής «κοκορομαχίας» επομένως, που υποστήριξε και ο Στέφανος Κασσελάκης, απαξιώνοντας την κίνηση που στήριξε το κόμμα του, διαψεύστηκαν. Απών από τη Βουλή, πρόβλημα που είχε σημειωθεί στο TPP από πριν την εκλογή του, ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ περιορίζεται σε ρόλο σχολιαστή της επικαιρότητας, την ώρα που ο Πρωθυπουργός αντιπαρατίθεται κυρίως με τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Νίκο Ανδρουλάκη (όπως συνέβη και με τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια), ή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τη Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, μεταξύ άλλων εγγράφων η επικεφαλής της Πλεύσης Ελευθερίας διάβασε στη Βουλή την πολύ διαφωτιστική κατάθεση του τότε Προέδρου των Μηχανοδηγών, Κώστα Γενιδούνια, στον ανακριτή, που εξηγεί τις συνέπειες της έλλειψης των συστημάτων ασφαλείας (το απόσπασμα εδώ). Δεν ήταν απλά «με μια στοίβα χαρτιά στη Βουλή» όπως έγραψαν διάφοροι τίτλοι.
Τρεις ημέρες, πάρα πολλές μομφές, καμία απάντηση. Όπως συνήθως. Μόνο που εδώ, υπάρχει ένα έγκλημα, με 57 νεκρούς και μία παράταξη που κάνει τα πάντα για να συγκαλύψει πολιτικές ευθύνες. Κι επιμένει, χειροκροτά, κουνάει το δάχτυλο, ενώ οι αποκαλύψεις συσσωρεύονται, χωρίς ποτέ να φτάνει το σημείο που θα αφήσουν κάποιον «δικό τους» να κριθεί στη Δικαιοσύνη. Χωρίς ποτέ να πέφτει η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι. Ένα μεγάλο «ούτε τώρα;» πλανιόταν πάνω από τις ομιλίες της κυβερνησης ζητώντας στοιχειώδη λογοδοσία. Και στο τέλος, αυτοί απλώς γέλασαν.
https://thepressproject.gr/momfes-choris-apantiseis/