Οι άνθρωποι ζούνε συνήθως μία φορά

Οι άνθρωποι ζούνε συνήθως μία φορά

  • |

Ας ξεκαθαρίσουμε πως το ακόλουθο δεν είναι αληθινό. Ας υποθέσουμε όμως, πως θα μπορούσε να είναι.

Την καλησπέρα μου σ’ όλες τις απελπιστικά αγανακτισμένες υπάρξεις,

Ας ξεκαθαρίσουμε πως το ακόλουθο δεν είναι αληθινό. Ας υποθέσουμε όμως, πως θα μπορούσε να είναι. Επίσης, καλό θα ήταν η ανάγνωση του κειμένου να συνοδευτεί από το «Evening over roof tops» των Edgar Broughton Band.

Κάντε κλικ για να αποδεχτείτε cookies εμπορικής προώθησης και να ενεργοποιήσετε αυτό το περιεχόμενο
Εκείνος έχει αλλάξει τη μέρα και την ώρα του ραντεβού τρεις φορές. Εκείνη έχει αργήσει επίτηδες μισή ώρα. Παρά ταύτα έχουν και οι δύο τους σιχαθεί τα παιχνίδια εξουσίας. Έχουν να ιδωθούνε πέντε χρόνια.

Το ταξί σταματάει ακριβώς μπροστά στο μαγαζί που είχαν συμφωνήσει να τα πούνε. Εκείνη αποβιβάζεται. Εκείνος σηκώνεται. Το όχημα αποχωρεί. Εκείνοι μένουν να κοιτιούνται με κομμένη την ανάσα. Αγκαλιάζονται.

Εκείνος δεν μύριζε όπως τότε. Εκείνη δεν ήξερε τι να κάνει τα χέρια της. Ακουμπά το τσαντάκι της στο τραπέζι. Τραβάει την καρέκλα. Κάθεται. Πιάνει το τσαντάκι, το ανοίγει και βγάζει από μέσα ένα σικ, μικρό και διακριτικό 45άρι. Τον κοιτάει στα μάτια και το ακουμπάει στο τραπέζι. Εκείνος είχε χρησιμοποιήσει το δικό του πέντε χρόνια πριν. Δύο σφαίρες: μία στο κεφάλι και μία στην καρδιά της. Το όπλο διαφεύγει της προσοχής του, της προσοχής του σερβιτόρου και της προσοχής των θαμώνων. Κι όμως βρίσκεται στο τραπέζι και περιμένει να χρησιμοποιηθεί.

Δεν μπορούσε να του συγχωρήσει την εμμονή του να δυσκολεύει την κατάσταση, το δυσανάγνωστο του χαρακτήρα του και κυρίως το γεγονός πως τον θυμόταν κάθε φορά που πάταγε αχινό. «Είμαστε δύο αχινοί που προσπαθούν να αγκαλιαστούνε. Έχει πλάκα σαν θέαμα, αλλά δεν λειτουργεί», του είχε πει λίγο πριν το διαλύσουνε. Όση ώρα εκείνος μιλούσε για τον εαυτό του, εκείνη σκεφτόταν την μέρα που αποφάσισε να του στείλει.

Πριν μια βδομάδα βρέθηκε με τη Μαιρούλα για μπάνιο σε μία από τις παραλίες της Αττικής. Δεν πρόλαβε να παρατηρήσει πως τα νερά ήταν γεμάτα αχινούς και βγήκε απ’ τη θάλασσα ουρλιάζοντας. «Μαιρούλα δεν αντέχω άλλο, ρε συ. Θα του στείλω», δήλωσε αποφασιστικά. «Τίποτα δεν θα κάνεις. Θα κάτσεις στ’ αυγά σου. Θα βάλουμε λίγο Carroten και θα σου τραβήξω τα αγκάθια με το τσιμπιδάκι, καλά;». Η Μαιρούλα έκατσε απέναντί της πήρε το πόδι της άλλης ανάμεσα στα δικά της το ψέκασε με λάδι μαυρίσματος. Ξεκίνησε να τραβάει τα αγκάθια ένα-ένα. Η άλλη είχε βουρκώσει λίγο απ’ τον πόνο και λίγο απ’ τη θύμηση. Δύο μέρες μετά του έστειλε.

Εκείνος τελειώνει την αφήγησή του και εκείνη αναγκάζεται να επιστρέψει στο παρόν. Είναι η σειρά της να αφηγηθεί τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής της. Η συζήτηση κύλησε εντελώς τυπικά: μπερδεμένα μηνύματα και αποπροσανατολιστικά σινιάλα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα δηλαδή. Εκείνη αυτοστιγμεί καταλαβαίνει τι ακριβώς γύρευε απ’ τη συνάντησή τους. Θέλει να δει την εαυτή της για τελευταία φορά μέσα απ’ τα μάτια του και μετά να ξαναγεννηθεί. Σηκώνει το πιστόλι απ’ το τραπέζι και τον σημαδεύει. Δεν είναι όμως το ίδιο δυνατή. Δυσκολεύεται να τραβήξει την σκανδάλη.

Οι άνθρωποι ζούνε συνήθως μία φορά, μπορεί και λιγότερο. Τώρα, όταν συμβαίνει να ζουν περισσότερο από μια φορά, τότε σίγουρα θεωρούνται τυχεροί. Εκείνη νιώθει ιδιαιτέρως τυχερή από την ώρα που ξύπνησε. Τα μαλλιά της είναι λαμπερά σήμερα.

«Είσαι πιο όμορφη απ’ ό,τι σε θυμόμουν. Νιώθω απίστευτα οικεία», της λέει όσο εκείνη τον σημαδεύει. Ξαφνικά γυρίζει το όπλο στον εαυτό της. Βάζει την κάννη κάτω απ’ το σαγόνι της. Τώρα τα υπέροχα μυαλά της στάζουν στα υπέροχα μαλλιά της, στον τοίχο, στο τραπέζι, στα παπούτσια και τα χέρια της. Η δεξιά πλευρά του σαγονιού της έχει αποκολληθεί. Η σφαίρα διαλύει τη ρινική της κοιλότητα. Απ’ την κορυφή του κρανίου της βγαίνουν πηχτοί καπνοί. Δύο μικρά κομματάκια από το κόκαλο σκίζουν τα φύλλα απ’ τα γεράνια του μπαλκονιού που βρίσκεται πάνω τους.

Η συνάντηση τελειώνει. Εκείνη χάνει τα κλειδιά του σπιτιού της. Εκείνος τη συνοδεύει μέχρι ένα σημείο του δρόμου. Εκείνη κατεβαίνει τη Φωκίωνος Νέγρη με μια τρύπα στο κεφάλι και αίματα στα ρούχα, τα μαλλιά και τα χέρια της. Στρίβει στην Πατησιών. Βρίσκεται έξω απ’ την εαυτή της. Στρίβει στην Αβέρωφ. Το αίμα πηχτό πλέον ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών της την δυσκόλευε στο περπάτημα.

Ψαχουλεύει με το δεξί της χέρι το σαγόνι της. Υπάρχει μια τρύπα εκεί. Βλέπει τα χέρια της κόκκινα. Περνάει σ’ αυτή την κατάσταση την Αχαρνών και τη Λιοσίων. Κανείς απ’ τους περαστικούς δεν φαίνεται να ενοχλείται απ’ το θέαμα. «Έχω χάσει τα κλειδιά μου. Έχω χάσει τα κλειδιά μου», μουρμουράει. Στρίβει στην Κρήτης, αριστερά στην Ακομινάτου και δεξιά στην Αγίου Παύλου.

Αγίου Παύλου 42 βρίσκεται το μαγαζί που δουλεύει η Μαιρούλα. Τρέχει κατά πάνω της. Είναι η μόνη που παρατήρησε τα αίματα. «Του έστειλες ε;». «Ήθελα να του ζητήσω να φύγει απ’ το κεφάλι μου». «Και τι κατάλαβες τώρα που δεν έχεις κεφάλι;». «Ότι αν έφευγε δεν θα ‘χα γεννηθεί, ούτε θα ‘χα πεθάνει, ούτε θα ξαναγεννιόμουνα ποτέ». Της εξηγεί ότι δεν έχει ιδέα πώς περπάτησε μέχρι εκεί και της ζητά το αντικλείδι της. Η Μαιρούλα της το δίνει. «Χωρίς έρωτα είναι σαν να έχεις χάσει τα κλειδιά του σπιτιού σου», της λέει. «Ευτυχώς που θα ‘χω πάντα αντικλείδια», απαντάει η Μαιρούλα.

Απ’ το εμπόλεμο αθηναϊκό κέντρο,
Για το Κοσμοδρόμιο,
Η Γειτόνισσα

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος