Μια από τις σταθερές της ανάγνωσης του πρόσφατου παρελθόντος, την οποία μοιράζονται πανεπιστημιακοί και δημοσιολόγοι, ανεξαρτήτως ιδεολογικής ένταξης, είναι η ιδέα ότι, στην Ελλάδα, για είκοσι και πάνω χρόνια πριν από τη μεγάλη κρίση, ζήσαμε στιγμές μεγάλης ευημερίας. Είχαμε ξεσκιστεί στις διακοπές σε εξωτικούς προορισμούς, τρώγαμε δισεβδομαδιαίως αστακομακαρονάδα, ψωνίζαμε Σάββατο παρά Σάββατο στου Χάροντς, αγοράζαμε εξοχικές κατοικίες όποτε θέλαμε.
Χρήστος Λάσκος*
Ακολουθούσαμε τις προχώ παροτρύνσεις του «Κλικ» να είμαστε ιν και όχι άουτ. Και συμφωνούσαμε ως ευρωπαϊκό έθνος που ήμασταν -στον σκληρό πυρήνα- ότι οι λίγοι αποσυνάγωγοι δεν ήταν παρά μιζεραμπιλιστές και ανέραστοι.
Ηταν η εποχή που δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα.
Λοιπόν, δεν είχα σκυλί και δεν ξέρω αν, πράγματι, ήταν τα σκυλιά δεμένα επί Σημίτη και Κώστα Καραμανλή – ή κι από τη δεκαετία του ‘80.
Για να το λένε κάτι θα ξέρουν.
Το γεγονός, μάλιστα, ότι το λένε τόσο πολλοί και ποικίλοι, αριστεροί, κεντρώοι και δεξιοί, οι οποίοι, επιπλέον, θεωρούν ότι η κρίση συνδέεται, κατ’ εξοχήν, με την ύβρι εκείνης της εποχής, όταν «καταναλώναμε περισσότερα από όσα παρήγαμε», δηλώνει ότι, σύμφωνα με τη θεωρία της αλήθειας ως συναίνεσης, η εξήγηση είναι ορθή.
Το ότι μερικοί ψαγμένοι λένε ότι η ευημερία ήταν «επίπλαστη» δεν την κάνει λιγότερο ευημερία.
Ισχυρίζομαι ότι η άποψη αυτή εκτός από ανόητη είναι και προσβλητική. Ενας από τους λόγους που έχει τόσο εκτεταμένη διάδοση, μάλλον, οφείλεται στο γεγονός πως οι «αναλυτές» όντως ευημερούσαν, κάνοντας πράγματα και επιλογές σαν τις παραπάνω. Η μεσοαστική και πάνω τύφλωση είναι γνωστή πάθηση των ευνοημένων. Σαν τους πράσινους, ένα πράγμα, που καταγγέλλουν, με όλο το δίκιο της ψυχής τους, από τα προάστια όπου κατοικούν, τους εργάτες, που φοβούνται για τη δουλειά τους, ως καθυστερημένους.
Ε, λοιπόν, δεν ευημέρησαν όλοι «εκείνα τα χρόνια». Η γενιά των 700 ευρώ είναι τοτινή πραγματικότητα, ο μισός πληθυσμός μόλις που τα έβγαζε πέρα με τους ελεεινούς μισθούς που έπαιρνε, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν πήγαινε διακοπές, τα «παιδιά των ΕΠΑΛ» και οι «κακοί μαθητές» των Λυκείων -κοινωνικά, πάντοτε, οι ίδιοι- δεν είχαν προσδοκίες προκοπής ούτε έκαναν μεγάλα όνειρα. Τα ποσοστά εκμετάλλευσης έσπαγαν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο συγκριτικά με την Ε.Ε. – ακόμη και τον ΟΟΣΑ.
Ας είναι, λοιπόν, πιο προσεκτικοί οι αναλυτές της ευημερίας -για να μην πω της πυρκαγιάς- όταν χρησιμοποιούν γενικεύσεις – «ζούσαμε», «τρώγαμε», «αγοράζαμε», «ταξιδεύαμε».
Δεν ζούσαμε, τρώγαμε, ταξιδεύαμε, αγοράζαμε, ευημερούσαμε όλοι. Οπως προείπα, ίσως το έκαναν όσοι τώρα «αναλύουν» την εποχή της ευημερίας. Και οι οποίοι μάλλον είχαν εγκαταλείψει το «ρεπορτάζ» για το πώς ζούσαν οι κατώτερες τάξεις, μια και, όπως πάντα, άλλωστε, δεν παρουσιάζει το ίδιο ενδιαφέρον με αυτό που αφορά τους «επιτυχημένους». Δείτε, για παράδειγμα, τις ευπώλητες σειρές και ταινίες – ούτε το ένα εικοστό δεν ασχολείται με τη ζωή των αποτυχημένων.
Το γεγονός ότι η κρίση έκανε δυστυχέστερους τα δύο τρία του πληθυσμού, από τους μισούς που ήταν τότε, δεν αλλάζει το δεδομένο πως το κάτω μισό ήταν αντικείμενο άγριας εκμετάλλευσης και με ελάχιστες προσδοκίες.
Για να το κάνω πιο τεχνοκρατικό (sic), το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα δεν οφειλόταν στους πλειοψηφικώς ευημερούντες, αλλά σε όσους κατανάλωναν βουλιμικά πολυτελή αγαθά – από τζιπούρες μέχρι μάρκες ρούχων. Οπως, επίσης, η πρωτοφανής διεθνώς υστέρηση των εσόδων οφειλόταν στη φοροδιαφυγή, εισφοροδιαφυγή και φοροκλοπή των όντως ευημερούντων. Για την πλειονότητα των μισθωτών τέτοιες «ευκαιρίες» δεν υφίσταντο.
Η άποψη της εκτεταμένης κοινωνικά ευημερίας είναι εντελώς ταξικά προσδιορισμένη.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια πολιτικώς ορθότερη εκδοχή τού «όλοι μαζί τα φάγαμε».
Πράγματι όλοι μαζί τα φάγατε, αφεντικά, μεγάλα και μικρά, δεξιά κι αριστερά, καθώς και οι δημοσιολόγοι, που επιμένουν να διακινούν αυτή την ανοησία. Η οποία, άλλωστε, είναι ισχυρά συνδεδεμένη με την άλλη ανοησία: ότι, δηλαδή, η Μεταπολίτευση φέρει καθοριστική ευθύνη για τα δεινά που μας παιδεύουν.
Η κακή Μεταπολίτευση γι’ αυτούς, βέβαια, συγκεφαλαιώνεται σε όσα κέρδισαν, με πολλή προσπάθεια, οι κατώτερες τάξεις και που, ήδη από τη δεκαετία του ’90, αφαιρούνταν, το ένα μετά το άλλο. Οταν, επί Μητσοτάκη και Σημίτη, άρχισαν, χωρίς σταματημό, οι ιδιωτικοποιήσεις των πάντων και η απίσχνανση των δημόσιων αγαθών και των κοινωνικών υπηρεσιών, σε μια χώρα η οποία με όλες τις βελτιώσεις των ’80s είχε ένα πάρα πολύ αδύναμο κοινωνικό κράτος. Πάρα πολύ, όμως.
Η ενθύμηση, λοιπόν, της «χαμένης ευημερίας» δεν είναι παρά ακόμη ένα ιδεολογικό όπλο σε βάρος της πλειοψηφίας. Με τη βάσιμη ελπίδα τους πως όσο τη βλέπουμε στα όνειρά μας τόσο θα τη θεωρούμε αληθινή ανάμνηση και όχι άλλο ένα παραμύθι, κάτι σαν τηλεριάλιτι μιας άλλης, αλλά και της τωρινής, εποχής.
*Από τις εκδόσεις Τόπος, κυκλοφορεί το βιβλίο του Χρήστου Λάσκου «Να ξαναμιλήσουμε για την εκμετάλλευση: Απλοϊκά μαθήματα πολιτικής οικονομίας».
https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/449935_ton-kairo-tis-eyimerias
Σχόλια (0)