Αν και έχουν περάσει κάμποσα χρόνια από τότε που τον μαρξισμό τον παίζαμε στα δάχτυλα, όλο και κάτι θυμόμαστε. Κι ένα απ’ αυτά είναι η εξής θεμελιακή θέση: ότι η οικονομική βάση, δηλαδή η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και οι απορρέουσες ανταγωνιστικές σχέσεις ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη, καθορίζει σε τελική ανάλυση το πώς σκεφτόμαστε και το τι πράττουμε. Δηλαδή το εποικοδόμημα.
Γιώργος Γιαννουλόπουλος
Πολλές και εύστοχες, ή έστω συζητήσιμες, οι ενστάσεις έχουν υποβληθεί κατά καιρούς και από πολλούς. Για παράδειγμα, δεν είναι πάντα απόλυτα σαφές ποια είναι τα μεταξύ τους σύνορα, ή αλλιώς πού σταματάει η βάση και πού αρχίζει το εποικοδόμημα, το πού εντάσσονται ορισμένες δραστηριότητες όπως π.χ. η επιστήμη, και κυρίως το πώς τα δύο επίπεδα συμπλέκονται. Συμπερασματικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι μέγα λάθος των αμετανόητων ορθόδοξων μαρξιστών είναι η τάση τους να απλουστεύουν αντί να εμβαθύνουν, επικαλούμενοι διάφορα τσιτάτα από το κατά Μαρξ ευαγγέλιο, το οποίο έχει πει την τελευταία λέξη επί παντός του επιστητού.
Μεγάλη η συζήτηση, όχι όμως της παρούσης. Υπάρχει ωστόσο ένα πολιτιστικό φαινόμενο που όλοι γνωρίζουμε καλά και το οποίο ίσως μας βοηθήσει να καταλάβουμε πώς, στην εν λόγω περίπτωση τουλάχιστον, η βάση όντως καθορίζει και διαμορφώνει το εποικοδόμημα, δικαιώνοντας τη μαρξιστική ανάγνωση. Αναφέρομαι στα τηλεοπτικά παιχνίδια, όπου διάφοροι επίδοξοι επώνυμοι προσπαθούν να στεφτούν νικητές.
Κατ’ αρχάς μια διευκρίνιση: ο ανταγωνισμός και η ανάδειξη του καλύτερου, όπως λ.χ. στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες, είναι ένα διαχρονικό πολιτιστικό φαινόμενο, το οποίο δεν αντανακλά ούτε έχει καμία σχέση με την πάλη των τάξεων. Το πώς προέκυψε και το τι σήμαινε αρχικά δεν το γνωρίζω αλλά είμαι σίγουρος ότι οι ανθρωπολόγοι θα μπορούσαν να μας διαφωτίσουν. Το αξιοσημείωτο όμως είναι ότι διατηρείται μέχρι σήμερα. Απόδειξη οι ποδοσφαιρικές αρένες και τα κάθε λογής σπορ που μας καθηλώνουν μπροστά στη μικρή οθόνη.
Κάτι ωστόσο έχει αλλάξει. Κι αυτό το βλέπουμε στα τηλεοπτικά παιχνίδια που έχουν γίνει πολύ της μόδας τελευταία. Για να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, το νέο είδος έχει υποκαταστήσει την προηγούμενη εκδοχή του, δηλαδή το παιχνίδι γνώσεων όπου οι διαγωνιζόμενοι δεν αντιμετωπίζουν κάποιον αντίπαλό αλλά καλούνται να απαντήσουν σε αυξανόμενης δυσκολίας ερωτήσεις. (Στα καθ’ ημάς αυτή είναι η λογική του «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος»). Στα νέα παιχνίδια όμως οι διαγωνιζόμενοι δεν κρίνονται από τις επιδόσεις τους επειδή ο στόχος τους είναι να επικρατήσουν, δηλαδή να βγάλουν από το παιχνίδι τούς υπόλοιπους. Με έπαθλο την ευκαιρία να πάρουν σβάρνα τα πρωινάδικα όπου θα αποκαλύψουν τις ενδόμυχες σκέψεις τους για το νόημα της ζωής του έρωτα και γενικότερα της ενσυναίσθησης.
Οι κανόνες του παιχνιδιού είναι απλοί: σε κάθε επεισόδιο οι παίκτες αποφασίζουν ποιος ή ποια θα αποβληθεί. Ακολουθώντας προφανώς τις εντολές των παραγωγών, οι συμμετέχοντες επιδίδονται σε κάθε λογής κυνικούς τακτικισμούς: κόντρες, λυκοφιλίες, μπηχτές, πισώπλατα μαχαιρώματα, προδοσίες, κακόβουλες επικρίσεις και σχόλια. Κι όλα αυτά για να επιτευχθεί ο απώτερος στόχος. Δηλαδή, πώς θα κερδίσω εγώ και πώς θα χάσουν οι άλλοι. «Ομορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος» όπως λέει και ο ποιητής.
Νομίζω ότι οι μαρξιστές, και όχι μόνο, θα έλεγαν και θα είχαν δίκιο ότι τα τηλεοπτικά παιχνίδια αυτού του νέου είδους παραπέμπουν στη λογική «ο θάνατός σου η ζωή μου». Την οποία, ως γνωστόν, διακονεί ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός της αγοράς. Αυτό όμως δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι υπάρχει ενσυνείδητη πρόθεση να περάσει το συγκεκριμένο μήνυμα. Κάθε άλλο. Η τηλεοπτική ψυχαγωγία λειτουργεί διαφορετικά και πολύ πιο αποτελεσματικά διότι μας προτρέπει να υιοθετήσουμε μια στάση ζωής, η οποία εμφανίζεται όχι απλώς φυσιολογική αλλά κυρίως χαλαρωτική που μας διασκεδάζει και μας προσκαλεί να συμμετάσχουμε κι εμείς από τον καναπέ επιλέγοντας το πρόσωπο που θα θέλαμε να φύγει ή να μείνει.
Αποτελεί κοινό τόπο ότι με λίγες εξαιρέσεις η τηλεόραση, ιδίως στην Ελλάδα, λειτουργεί αποβλακωτικά, για να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Και το ανησυχητικό είναι ότι το καταφέρνει. Οχι γιατί εκπέμπει ιδεολογικά επιχειρήματα, αλλά επειδή κατασκευάζει το είδος του ανθρώπου που την αποδέχεται ως ανεπίληπτη και αθώα διασκέδαση.
Οσο για τη μαρξιστική θεωρία για τη βάση και το εποικοδόμημα, ας μη βιαστούμε να την πετάξουμε στο καλάθι των αχρήστων. Μπορεί ο τρόπος που τη χρησιμοποιούν κάποιοι παλαιοημερολογίτες μαρξιστές να μας ξενίζει, αλλά ο Μαρξ παραμένει ένας από τους λίγους στοχαστές που χωρίς αυτούς δεν θα μπορούσαμε να διαβάσουμε τη δική μας εποχή.
https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/455987_i-basi-kai-epoikodomima
Σχόλια (0)