O πλανήτης βρίσκεται σε μία συνολική πρωτοφανή τις τελευταίες δεκαετίες συνθήκη αστάθειας.
Τα πλέον απρόβλεπτα σημεία είναι τα εξής:
Α) Τα ρίσκα της πολιτικής δασμών
Η πολιτική δασμών της κυβέρνησης Τραμπ αποσκοπεί μακροπρόθεσμα στην επαναβιομηχάνιση των ΗΠΑ και στην αύξηση της εγχώριας ζήτησης, αλλά και των εξαγωγών. Όμως λειτουργεί ταυτοχρόνως και ως ένα «παζάρι» για μεταφορά ευρωπαϊκών ή και ασιατικών βιομηχανιών στις ΗΠΑ, αλλά και για αγορά κρατικών αμερικανικών ομολόγων. Ο απώτερος στόχος είναι η συνολική διαπραγμάτευση ενός νέου συστήματος, όπως ήταν παλαιότερα το Bretton Woods το 1944-1945 ή το Plaza Accord το 1985, θυμίζοντας επίσης το «σοκ του Νίξον» στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση του προστατευτισμού αντί για αυτήν της απορρύθμισης. Όμως οι ΗΠΑ δεν έχουν πλέον την παγκόσμια θέση που είχαν κατά το 1944-1985, όταν είχαν επιτευχθεί εκείνες οι συμφωνίες, και σήμερα είναι δύσκολη η ταυτόχρονη επίτευξη και ενός «μαλακού δολαρίου» (σημαντικού κατά την πολιτική Τραμπ για την επαναβιομηχάνιση και τις εξαγωγές) και της παραμονής του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Ήδη τις μέρες αυτές η Κίνα εγκαινιάζει ένα σύστημα διεθνών πληρωμών πολύ ταχύτερο από το SWIFT. Η πολιτική Τραμπ δεν είναι απομονωτιστική κατά μία αυστηρή έννοια (λ.χ. μια πλήρης εφαρμογή του «δόγματος Μονρόε» για περιορισμό στο αμερικανικό δυτικό ημισφαίριο), καθώς επιθυμεί τη διατήρηση του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος και τη γεωπολιτική επίδραση που αυτό συνεπάγεται. Η πολιτική βούληση της αμερικανικής κυβέρνησης είναι περισσότερο να απαιτηθεί κάτι σαν «φόρος υποτέλειας» από τους συμμάχους.
Διονύσιος Σκλήρης
Υπάρχει, όμως, ένας διπλός αγώνας δρόμου: Στο εξωτερικό, θα πετύχει το πολύπλευρο «παζάρι» με τρόπο που να μείνει το δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα; Στο εσωτερικό, θα διατηρήσει η κυβέρνηση Τραμπ αφενός την εθνική συνοχή και αφετέρου την υποστήριξη των οικονομικών ελίτ μέχρι να αποδώσει αποτελέσματα η εντελώς νέα οικονομική πολιτική; Γιατί πριν από οποιαδήποτε επαναβιομηχάνιση ο Αμερικανός πολίτης θα βιώσει υψηλό πληθωρισμό και ενδεχομένως δραματική για τα αμερικανικά δεδομένα μείωση του βιοτικού επιπέδου. Ο διχασμός των αμερικανικών ελίτ μπορεί επίσης να αποβεί κρίσιμος.
Χρειάζεται βεβαίως και μια υπενθύμιση ότι η εναλλακτική πολιτική που έχει δοκιμαστεί στις ΗΠΑ για τη διατήρηση του προνομιακού χαρακτήρα της χώρας στον πλανήτη, επί της κυβέρνησης των Δημοκρατικών, ήταν η πολεμική προσπάθεια να διεμβολισθούν οι BRICS, η οποία απέτυχε. Βεβαίως, το ότι η πολιτική Τραμπ είναι η πρώτη ενεργώς δοκιμαζόμενη εναλλακτική πολιτική προς την πολεμική λύση, στην οποία ελλόχευαν μεγάλοι κίνδυνοι για τον πλανήτη, δεν σημαίνει ασφαλώς ότι είναι και η μοναδική εναλλακτική εν γένει. Πρόκειται για μια πολιτική μεγάλου ρίσκου, η οποία αν δεν πετύχει, μπορεί να φέρει κατάρρευση της θέσης των ΗΠΑ στο εξωτερικό και εμφύλιο διχασμό στο εσωτερικό. Ή μπορεί και να αποδειχθεί απλώς ένα μέτριο παζάρι εν μέσω παλινωδιών, προκειμένου η μοίρα του τρόπου της παγκοσμιοποίησης να κριθεί σε δεύτερο χρόνο. Σημειωτέον ότι το 2024 το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ στον αγροτικό τομέα ήταν 32 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι εξαγωγές των ΗΠΑ έφτασαν τα 4,8 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ οι εισαγωγές βρίσκονταν στα 5,9 τρισεκατομμύρια, προκαλώντας ένα έλλειμμα 1,1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων. Για να έχουμε τη γενική εικόνα, το 1975 ήταν το τελευταίο έτος με εμπορικό πλεόνασμα για τις ΗΠΑ, ενώ έκτοτε υπάρχει περίπου 100 δισεκατομμύρια δολάρια έλλειμμα ετησίως. Αυτό ήταν βιώσιμο επειδή λόγω της προνομιακής θέσης του δολαρίου, το χρήμα επέστρεφε στις ΗΠΑ υπό τη μορφή μετοχών, ομολόγων και επενδύσεων, σε βάρος, όμως, της εργατικής τάξης. Αυτή, όμως, η προνομιακή θέση του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος σήμαινε ότι οι αμερικανικές εξαγωγές ήταν ακριβές, με αποτέλεσμα να ωφεληθούν η Γερμανία, η Ιαπωνία και μετά η Κίνα. Το πρόβλημα με την πολιτική Τραμπ είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε ανταποδοτικούς δασμούς, όπως είδαμε από την πρώτη στιγμή με εξαγγελίες στον Καναδά. Αυτό, όμως, δεν συμφέρει τις χώρες που είναι τώρα πλεονασματικές, με αποτέλεσμα ότι το πιθανότερο είναι να δούμε μια σειρά από διμερείς συμφωνίες. Η συνέπεια πιθανώς θα είναι μια συνεχής πολιτική παζαριού και παλινωδιών, όπως άλλωστε και στην πρώτη τετραετία Τραμπ, αλλά με πολύ μεγαλύτερη ένταση και, για να το θέσουμε παραδοξολογικώς, συνέπεια στις «συστηματικές αντιφάσεις».
Δεν μπορούμε βεβαίως παρά να τονίσουμε ότι το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ οφείλεται βεβαίως και στις περικοπές φόρων για τους προνομιούχους σε συνδυασμό με τις πολεμικές σπατάλες. Το πρόβλημα με την πολιτική Τραμπ είναι ότι συνεχίζει τις φοροελαφρύνσεις για την πλουτοκρατία. Ο Ντόναλντ Τραμπ κατά μία έννοια συνεχίζει τη νεοφιλελεύθερου τύπου απορρύθμιση εντός των ΗΠΑ σε όφελος της φιλικής προς αυτόν πλουτοκρατίας και εφαρμόζει προστατευτισμό μόνο προς τα έξω, με την ελπίδα οι Αμερικανοί να αγοράζουν εγχώρια προϊόντα, τα οποία, όμως, ακόμη δεν παράγονται σε ικανό βαθμό. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι η οικονομική πολιτική Τραμπ θα φέρει πληθωρισμό και στασιμότητα άμεσα, οπότε θα μπορούσε να συνεχιστεί μόνο με μια ευρεία εθνική συναίνεση, η οποία είναι αμφίβολη. Ιδίως από τη στιγμή που οι Αμερικανοί θα βιώσουν περικοπές στο υγειονομικό σύστημα και γενικότερη πτώση του βιοτικού επιπέδου λόγω πληθωρισμού και ανάγκης να αγοράζουν ακριβότερα προϊόντα παραγόμενα εντός των ΗΠΑ, την ίδια ώρα που οι πλουτοκράτες συνεχίζουν τη χρήση φορολογικών παραδείσων, καθώς το Υπουργείο Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας του Ίλον Μασκ έχει περιορίσει την ικανότητα της IRS να πραγματοποιεί ελέγχους. Το DOGE του Ίλον Μασκ δεν επικεντρώνει αρκετά στην πολεμική υπερεπέκταση των ΗΠΑ. Βεβαίως, η πλουτοκρατία είναι οι δωρητές των προεκλογικών εκστρατειών και η μόνη δυνατότητα για μια συστημικού τύπου αλλαγή παραδείγματος, οπότε κάπως έτσι το βάρος θα πέσει στα φτωχότερα στρώματα με αποτέλεσμα τη δυσκολία κοινωνικής συνοχής. Για αυτό και η ολοένα μεγαλύτερη στροφή στον αυταρχισμό είναι πιθανότατα ένα δομικό εσωτερικό στοιχείο της πολιτικής Τραμπ, συνδεόμενο με την οικονομική πολιτική. Η διακυβέρνηση με προεδρικά διατάγματα είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατία, την έχουμε, όμως, δει και στη Γαλλία του Μακρόν. Οι αναφορές του Προέδρου Τραμπ για «τρίτη θητεία» είναι ανατριχιαστικές, δεδομένου ότι όταν δεν υπάρχει κοινωνική συνοχή η διολίσθηση στην πολιτική εκτροπή είναι ένας ελκυστικός δρόμος για την εξουσία. Περισσότερο, όμως, πιθανός είναι ένας εμφύλιος διχασμός. Δεν αποκλείεται τελικά και ο παραμερισμός του προσώπου Τραμπ με συνέχιση μέρους των πολιτικών του από διαφορετικού ύφους διαδόχους στο δικό του ή σε αντίπαλο κόμμα.
Β) Οι ΗΠΑ και το «ευρασιατικό νησί»
Στο γεωπολιτικό επίπεδο, το πρωτοφανές που φέρνει η πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ είναι η απόσυρση των ΗΠΑ από την αξίωση κυριαρχίας επί της Ευρασίας, κάτι που μας πηγαίνει σε μια εποχή πριν από το 1941 και την είσοδο των ΗΠΑ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μετά τα γεγονότα στο Περλ Χάρμπορ. Το εντυπωσιακό είναι ταυτοχρόνως η αδιαφορία για την περιοχή από τη Βαλτική μέχρι τον Εύξεινο Πόντο και την Κασπία, αλλά και για μια ενδεχόμενη διείσδυση της Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη. Αξίζει να θυμηθούμε ότι η εν λόγω περιοχή είναι κομβική για τον έλεγχο της Ευρασίας ως μιας ενότητας. Όχι τυχαία ήταν το κυρίως πολεμικό θέατρο στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά εν μέρει και στον Πρώτο, καθώς και στον Κριμαϊκό Πόλεμο, στο «Μεγάλο Παιχνίδι» μεταξύ Αγγλικής και Ρωσικής αυτοκρατορίας κατά τον 19ο αιώνα και στους Ναπολεόντειους πολέμους. Οι ΗΠΑ για πρώτη φορά μεταπολεμικώς δείχνουν αδιαφορία για την επικράτηση στη συγκεκριμένη περιοχή και επίσης είναι πρωτοφανές ότι δεν ενδιαφέρονται για να διατηρήσουν τη Γερμανία και τη Ρωσία σε συνθήκη αντιπαλότητας.
Ωστόσο, η γεωπολιτική αυτή σφαίρα συμπληρώνεται από αυτήν της Περσίας, η οποία τη συνδέει με τον Περσικό κόλπο. Η κυβέρνηση Τραμπ δείχνει διατεθειμένη να ενισχύσει το Ισραήλ ακόμη και σε επιθετικές ενέργειες. Και η παρούσα ισραηλινή κυβέρνηση φαίνεται επίσης να μην αποκλείει μια πολεμική αναμέτρηση με το Ιράν για την αποτροπή των πυρηνικών πολεμικών δυνατοτήτων του, αλλά και ως έναν τρόπο για να κρατηθεί στην εξουσία. Βεβαίως είναι δύσκολο έως αδύνατο μια παρόμοια αναμέτρηση να λάβει τη μορφή χερσαίων εισβολών. Αλλά ένας πόλεμος διά βομβαρδισμών δεν μπορεί να αποκλειστεί. Όπως επίσης δεν είναι αδύνατη και μια αντίδραση της Ρωσίας και της Κίνας σε περίπτωση που κινδυνεύσει με κατάρρευση το Ιράν. Επομένως, υπάρχει το παράδοξο ότι μία πρωτοφανής απόσυρση των ΗΠΑ από το ένα σκέλος των κρίσιμων περιοχών της Ευρασίας αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι είναι πιθανή μία εμπλοκή στο δεύτερο σκέλος, άρα, εντέλει, πιθανόν συνολικά, είτε εκ προθέσεως, είτε ακόμη και από «δυστυχήματα» που μπορεί να προκύψουν από την πολιτική «φυγής προς τα εμπρός» της ισραηλινής κυβέρνησης και από τις πολεμικές «χορογραφίες» της με το Ιράν.
Γ) Φονικός πόλεμος φθοράς και αγώνας δρόμου στην Ουκρανία
Ο ίδιος ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει μετατραπεί σε έναν φονικότατο πόλεμο φθοράς, ο οποίος είναι δύσκολο να σταματήσει. Οι συγκρούσεις λαμβάνουν χώρα σε άστεα ή σε οχυρές θέσεις. Κατά πολύ τραγικό τρόπο, η εξόντωση μεγίστου αριθμού στρατιωτών (αυτό θα πει, μεταξύ άλλων, «πόλεμος φθοράς») έχει καταστεί αυτοσκοπός, καθώς η κατάληψη εδαφών είναι αναγκαστικά αργή. Ακόμη κι αν η κυβέρνηση Τραμπ επιθυμούσε μια εκεχειρία, όπως διακηρύσσει, από την άλλη η Ρωσία δεν θα παραχωρούσε πλήρη ειρήνη χωρίς μια ορισμένη αρχιτεκτονική ασφαλείας. Αλλιώς θα μιλούσαμε ή για συνέχιση του πολέμου ή για εκεχειρία, όπως συνέβη άλλωστε και στο Ισραήλ, προκειμένου να υπάρξει ένα διάλειμμα με προετοιμασία για κλιμάκωση σε δεύτερο χρόνο. Όμως μια διαφορετική αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ανατολική Ευρώπη δεν θα τη δεχόταν η παρούσα Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικά μετά την εκλογή Μερτς στη Γερμανία έχει σχηματιστεί ένας καθοριστικός άξονας Γαλλίας- Γερμανίας- Πολωνίας, ο οποίος συντηρεί τη νατοϊκή στρατηγική παρά τη μετατόπιση των ΗΠΑ επί Τραμπ. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει προσεγγίσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικά τη Γαλλία, παρά το Brexit. Ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας και της Ευρώπης εν γένει λαμβάνει τη μορφή ενός «πολεμικού κεϊνσιανισμού», ο οποίος βέβαια δεν ωφελεί τους πολλούς, αλλά τις γαλλικές και γερμανικές πολεμικές και άλλες βιομηχανίες. Για τη Γαλλία, η οποία έχει διαρθρωτικό δημοσιονομικό έλλειμμα 5% του ΑΕΠ και χρέος στο 112% το 2024, ο επανεξοπλισμός είναι ένα μέσο για να προωθηθεί η ευρωπαϊκή δημοσιονομική ένωση. Σε αυτές τις συνθήκες, είναι εξαιρετικά απρόβλεπτο εάν η κυβέρνηση Τραμπ θα επιβάλει λύσεις ειρήνευσης, οι οποίες θα εξυπηρετούσαν τη ρωσική επιθυμία για «αρχιτεκτονική ασφάλειας» ή αν ο ευρωπαϊκός άξονας θα υπονομεύσει αυτήν την εξέλιξη, προϊόντος και του εξοπλισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλος αυτός ο αγώνας χρόνου δεν είναι άσχετος από εσωτερικές εξελίξεις στην Ουκρανία.
Σε όλα τα παραπάνω είναι κομβικός ο ρόλος της Τουρκίας. i) Έχοντας ισχυρή παρουσία μέσα στη Συρία βρίσκεται σε ακήρυκτο ανταγωνισμό με το Ισραήλ, το οποίο έχει παρουσία στην περιοχή των Δρούζων. ii) Πρόκειται για μια νατοϊκή χώρα που θα επιθυμούσε ενεργό συμμετοχή στην Ουκρανία και θα αναλάμβανε κυρίαρχο ρόλο σε ένα ΝΑΤΟ για το οποίο δείχνουν συγκριτικώς αδιαφορία οι ΗΠΑ. Η μέλλουσα εξέλιξη στην Τουρκία είναι εξαιρετικά απρόβλεπτη, καθώς δεν μπορεί να αποκλειστεί ούτε μια σύγκρουση με το Ισραήλ λόγω της Συρίας, αλλά ούτε και με τη Ρωσία λόγω της αλλαγής ισορροπιών στο ΝΑΤΟ.
Αναζητώντας μια εναλλακτική σύνθεση οικουμενικότητας και εντοπιότητας
Όπως είδαμε, είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς τα άμεσα αποτελέσματα πολλαπλών αγώνων δρόμου. Θα συγκρατήσει η κυβέρνηση Τραμπ τη συνοχή στον λαό και τις ελίτ, ώσπου είτε να αποδώσει η πολιτική της, είτε, το πιθανότερο, να κατορθωθούν κάποια επιμέρους «παζάρια», που θα έδιναν μια ελάχιστη επίφαση επιτυχίας; Ή θα έχουμε εμφύλια διάρρηξη των ΗΠΑ; Θα πρυτανεύσει η ρωσική, η αμερικανική ή η ευρωπαϊκή στοχοθεσία στην Ουκρανία; Θα κρατήσει η «εγκάρδια συνεννόηση» Τραμπ και Ρωσίας ή θα καταρρεύσει λόγω δυστυχημάτων στη Δυτική Ασία; Πώς θα διαχειριστεί η Τουρκία την υπερεπέκτασή της σε όλες τις κρίσιμες περιοχές του «ευρασιατικού νησιού»; Θα διατηρήσει τις περίπλοκες συνεννοήσεις της αφενός με τη Ρωσία και αφετέρου με το Ισραήλ ή θα υπάρξουν δραματικές ανατροπές;
Στα πιο κοντά σε εμάς, η Ευρώπη αφού αρνήθηκε τη δημοκρατική της ολοκλήρωση κατά το 2018-2020, μετατρέπεται σε έναν συνασπισμό πολεμικού ολοκληρωτισμού. Ζούμε μια μεταμοντέρνα επανάληψη της μεσοπολεμικής αντίθεσης ανάμεσα στον φασισμό και τον φιλελευθερισμό. Το φιλελεύθερο ακραίο κέντρο παραμένει στην εξουσία βασιζόμενο σε μη βιώσιμες πολιτικές, οι οποίες τρέφουν τα επόμενα κύματα φασισμού. Προς το παρόν, διατηρείται στο καθεστώς χάρη σε μία δικαστική μεταδημοκρατία, αλλά αυτό δεν είναι μακροπρόθεσμα εφικτό χωρίς να αλλάξει ο χαρακτήρας της νεωτερικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ακραίο κέντρο και άκρα δεξιά βασίζονται σε μία αμοιβαία φαύλη αλληλοτροφοδότηση, καθώς το κέντρο παρουσιάζεται ως ο προμαχώνας της δημοκρατίας υπό τη φιλελεύθερη άποψη της προστασίας των δικαιωμάτων, ενώ η ακροδεξιά ως το προπύργιο της δημοκρατίας υπό την άποψη μιας λαϊκής κυριαρχίας, η οποία όμως έχει όλο και πιο φοβικά χαρακτηριστικά και θυμικό χαρακτήρα. Η ακροδεξιά παρουσιάζεται και ως υπέρμαχος της ειρήνης, βεβαίως επιλεκτικά μόνο σε ό,τι αφορά στο Ουκρανικό και υπό όρους, ενώ στη Δυτική Ασία ο «χριστιανικός σιωνισμός» είναι η επικρατούσα (όχι ασφαλώς μοναδική) ιδεολογία στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος.
Στην Ευρώπη, η αριστερά έχει βρεθεί κατά έναν τραγικό τρόπο να είναι τριταγωνιστής στις εκλογικές αναμετρήσεις μετά το φιλελεύθερο κέντρο και την ακροδεξιά/λαϊκή δεξιά. Το γεγονός αυτό βεβαίως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι η αριστερά θα έπρεπε να μπει στον πειρασμό μιμήσεως με σκοπό μια εντελώς εφήμερη άγρα ψήφων. Η αριστερά δεν μπορεί ούτε να μιμηθεί έναν εθνικιστικό απομονωτισμό, αλλά ούτε και να υπεραμύνεται του νεοφιλελεύθερου τύπου παγκοσμιοποίησης. Αυτό που αντιμετωπίζουμε αυτή τη στιγμή άλλωστε είναι πολλαπλοί αγώνες δρόμου μεταξύ διαφορετικού τύπου ασταθών ισορροπιών και νέων απορρυθμίσεων, δυνητικά ακόμη πιο αιματηρών από τους ήδη υπάρχοντες.
Η αριστερά έχει τον δικό της τρόπο συνδυασμού οικουμενικότητας και τοπικότητας, στον οποίο είναι καλό να επιμείνει, αλλά και να περάσει δυναμικά σε περισσότερο πρωτότυπες εκδοχές του. Η οικουμενικότητα είναι ο διεθνισμός του κόσμου της εργασίας και εδώ χρειαζόμαστε μια μεγαλύτερη καθολική επικοινωνία με τον εργατικό κόσμο της παγκόσμιας ανατολής και νότου, καθώς και μια συμπερίληψη των νέων μορφών επισφαλούς εργασίας, του πρεκαριάτου, στο διεθνικό ανατρεπτικό υποκείμενο με τρόπο που να προωθούνται αποτελεσματικές διεκδικήσεις έναντι των ελίτ της ψηφιακής τεχνολογίας. Κυρίως, όμως, είναι στο τοπικό επίπεδο, όπου η αριστερά καλείται κατ’ εξοχήν να «μαζεύει τα συντρίμμια». Το κίνημα των Τεμπών, αλλά και αντίστοιχα κινήματα στις κοντινές Σερβία και Βόρεια Μακεδονία δείχνουν τον δρόμο προς νέες μορφές πολιτικής υποκειμενοποίησης που αφορμώνται από την εντοπιότητα των τραγωδιών που προκαλεί ο φαύλα παγκοσμιοποιημένος πλανήτης μας. Το δίπολο νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιάς δεν είναι βιώσιμο και προσπαθήσαμε εδώ να καταδείξουμε μερικές μόνο από τις εντάσεις του, όπως διαφαίνονται στην οικονομική και γεωπολιτική επικαιρότητα. Αρετή της αριστεράς σε αυτόν τον γενναίο καινούργιο κόσμο είναι κυρίως το να σταθούμε στις τοπικές τραγωδίες που θα συμβαίνουν, να αφουγκραζόμαστε και να προβάλλουμε τα αιτήματά τους, να επιδεικνύουμε αντοχή σε έναν μαραθώνιο καταστροφών, γιατί ο νικητής θα είναι όποιος επιμένει ως το τέλος. Και, ταυτοχρόνως, να δείχνουμε τον διεθνή και συστηματικό χαρακτήρα αυτών των τραγωδιών αρθρώνοντας το διεθνικό μέσα από το τοπικό.
https://thepressproject.gr/oi-agones-dromou-ta-chainonta-metopa-kai-i-aristera/
Σχόλια (0)