Η Γερμανία επανεξοπλίζεται και ελάχιστων το αυτί ιδρώνει. Ακόμη και η Linke, η οποία -με παράπλευρη και δικαίως δυσφημιστική, ωστόσο, «παρέκκλιση» των τοπικών οργανώσεών της, όπου συγκυβερνούν- απορρίπτει την αύξηση των πολεμικών δαπανών, στην περίπτωση της Ουκρανίας έχει σταθεί με την πλευρά των γερακιών.

Ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας, ο οποίος θα επεκταθεί νομοτελειακά και στα πυρηνικά, έχει ένα τεράστιο συμβολικό βάρος. Εύλογα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ιστορικό σήμα για τα χειρότερα.

Το επιχείρημα, που χρησιμοποιείται από τους ευρω-ενωσιακούς ιθύνοντες, είναι ότι η Ρωσία συνιστά μια τεράστια απειλή, η αντιμετώπιση της οποίας πρέπει να αποτελέσει την απόλυτη προτεραιότητα. Υπάρχει, ωστόσο, ένα πραγματολογικό ζήτημα. Το 2024 οι χώρες της ΕΕ δαπάνησαν για πολεμικά περίπου 360 δισεκατομμύρια, ποσό τριπλάσιο από το αντίστοιχο της Ρωσίας. Από την άλλη, ο ρωσικός ιμπεριαλισμός, επί τρία χρόνια, προσπαθεί να νικήσει την αδύναμη, ακόμη κι αν ληφθεί υπόψη η μεγάλη νατοϊκή βοήθεια, Ουκρανία, με μικρά αποτελέσματα. Το αποτυχημένο αρχικό ρωσικό blitzkrieg αποκάλυψε τα όρια της στρατιωτικής ισχύος της χώρας του Πούτιν.

Το να ισχυρίζεται, λοιπόν, κάποιος ότι η Ρωσία μπορεί να απειλήσει την ασφάλεια  του Βερολίνου αποτελεί ανοησία, στην καλύτερη περίπτωση. Από την άλλη, στο μέτρο που οι ίδιοι οι ηγέτες της ΕΕ ισχυρίζονται πως θα χρειαστεί να φτάσει το 2030, προκειμένου να είναι δυνατή η αποτελεσματική αναχαίτιση (;) της Ρωσίας, το πράγμα γίνεται περισσότερο φαιδρό. Συνεπώς, το μέγιστο αποτέλεσμα της στροφής θα είναι η ενίσχυση της οικονομίας της Γαλλίας και της Γερμανίας, που αποτελούν τον πυρήνα της ευρωενωσιακής πολεμικής παραγωγής, από τις οποίες θα εισάγουν όλοι οι άλλοι. Αλλά και των ΗΠΑ, από τις οποίες γίνεται το 70% των συνολικών ευρωπαϊκών εισαγωγών πολεμικών ειδών.

Η, μονίμως σε παράκρουση ευρισκόμενη, επικεφαλής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ Κάγια Κάλας είναι που το έθεσε στη σωστή βάση: «Αν, όλοι ενωμένοι, δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη Ρωσία πώς θα μπορέσουμε να νικήσουμε την Κίνα;».

Δεδομένου αυτού, ας συγκρατήσουμε ότι η ευρωπαϊκή ηγεσία, παρά τα φαινόμενα, σε ό,τι αφορά τον κύριο εχθρό, συντάσσεται πλήρως με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και την πιο πρόσφατη εκδοχή του, τον τραμπικό πλουτοφασισμό. Η Κίνα είναι το πρόβλημα και, ως προς αυτήν, διαμορφώνονται οι δυτικές στρατηγικές.

Επίθεση στην εργατική τάξη

Από την άλλη, ο ευρω-ενωσιακός προσανατολισμός στην αύξηση των πολεμικών δαπανών, εξυπηρετεί, ίσως πρωταρχικά, και εσωτερικούς στόχους. Όπως λέει ο Χρήστος  Χατζηιωσήφ (Εποχή, 5 Απριλίου), «[σ]τη Γερμανία, την ίδια μέρα που άρθηκε ο συνταγματικός περιορισμός του κρατικού χρέους, ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων ζήτησε την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και τον περιορισμό των κοινωνικών παροχών. Το ίδιο έκανε ο Μακρόν στην Γαλλία με τις συντάξεις και δρομολόγησε ο Στάρμερ στην Αγγλία. Βρισκόμαστε σε μια φάση παγκοσμιοποίησης των μνημονίων. Οι μνημονιακές πολιτικές που γνωρίσαμε στη χώρα μας το 2010, εφαρμόζονταν μόνο στις περιφερειακές χώρες του καπιταλιστικού συστήματος: στη Νότια Αμερική, την Ελλάδα, την Τουρκία, την Αίγυπτο, κ.ο.κ. Τώρα, αυτές έχουν προχωρήσει στον πυρήνα του καπιταλιστικού κόσμου, με ακόμα πιο αμείλικτες περικοπές του κοινωνικού κράτους και του δημόσιου τομέα στις ευρωπαϊκές χώρες και στις ίδιες τις ΗΠΑ. «Μνημόνιο» εφαρμόζουν οι Τραμπ και Μασκ με τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και περικοπές των ήδη ισχνών κοινωνικών παροχών […] Αυτό που έχει σημασία στην Ευρώπη είναι η ρητορική του πολέμου. Καθημερινά οι πολίτες βομβαρδίζονται με εξωτερικές απειλές. Καλλιεργείται ένα κλίμα πολεμικής ψύχωσης, μια εξοικείωση με την ιδέα του πολέμου. Αυτό χρησιμεύει σε πρώτο επίπεδο για να νομιμοποιήσει τις περικοπές των κοινωνικών πολιτικών, σε ένα δεύτερο επίπεδο όμως μπορεί να οδηγήσει τον κόσμο στο να πει “επιτέλους, ας έρθει ο πόλεμος να τελειώνουμε”». Σε ό,τι αφορά, δε, τις πολιτικές εξελίξεις στην ΕΕ, «[…] όλα αυτά τα φασιστοειδή -τα κατ’ ευφημισμόν ακροδεξιά- κόμματα στην Ευρώπη προτείνουν μια πολύ φιλελεύθερη, τραμπική οικονομική πολιτική: μείωση των κοινωνικών παροχών, με υποτιθέμενο πρώτο στόχο τους μετανάστες, η οποία εύκολα θα επεκταθεί και στον υπόλοιπο εργατικό πληθυσμό της χώρας, ενώ ο εθνικισμός τους θα τους επιτρέψει να συνεχίσουν την πολιτική των πολεμικών εξοπλισμών». Σε αντίθεση, άλλωστε, με ό,τι είναι κοινώς αποδεκτό, ο οικονομικός κρατισμός των ιστορικών φασιστών και ναζιστών, αποτελεί μύθευμα. Τα φασιστικά κράτη του μεσοπολέμου υπήρξαν από τα πιο ιδιωτικοποιημένα στην ιστορία του καπιταλισμού. Ξεπούλησαν το σύνολο σχεδόν της δημόσιας περιουσίας, στην Ιταλία και τη Γερμανία, στους ιδιώτες καπιταλιστές.

Από τo Green Deal στο Black Deal

Μέχρι πρόσφατα, το μεγάλο οικονομικό πρόταγμα στην ΕΕ, αλλά και στις ΗΠΑ του Μπάιντεν, ήταν η περίφημη «πράσινη συμφωνία». Σήμερα, εγκαταλείπεται πλήρως. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Γερμανία η νέα κυβέρνηση προϋπολογίζει ποσοστό του ΑΕΠ για πολεμικές δαπάνες 10πλάσιο από αυτό, που θα αφιερωθεί στις «πράσινες» επενδύσεις! Και, μάλιστα, ενώ η ίδια η στροφή προς τα πολεμικά σημαίνει, λόγω τους είδους της παραγωγής, αύξηση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης.

Η ραγδαία ενδυνάμωση των φασιστών ώθησε τους παραδοσιακά καθεστωτικούς, κεντροδεξιούς, σοσιαλφιλελεύθερους και ακροκεντρώους, να μετατοπιστούν στην υπηρέτηση της ακροδεξιάς ατζέντας. Αυτό είναι η άμεσα πολιτική εξήγηση της αλλαγής των προτεραιοτήτων. Στο ευρύτερο πλαίσιο, η πλήρης έλλειψη διάθεσης για μια «πράσινη» πολιτική, που θα λάμβανε υπόψη τα δικαιώματα των κατώτερων τάξεων και των διαχρονικά εκμεταλλευόμενων από τον ιμπεριαλισμό λαών, αποσταθεροποιούσε το εγχείρημα.

Επιπλέον, η στροφή στη πολεμική βιομηχανία έχει το «πλεονέκτημα» να ανοίγει επενδυτικές δυνατότητες. Όχι μόνο στο δικό της τομέα. Χαρακτηριστικά, η γερμανική πολεμική βιομηχανία Rheimetall καλεί τη Volkswagen, που παράγει στο Osnabrück, να μεταστραφεί στη πολεμική παραγωγή.

Μια σειρά από τομείς της παραγωγής, οι οποίες θα πλήττονταν αντικειμενικά από τη συνέχιση της προηγούμενης οικονομικής στρατηγικής ξαναμπαίνουν στο παιχνίδι.  Και αυτοί είναι πολύ περισσότεροι από τους εξορυκτικούς. Το drill, baby drill, αφορά πολύ περισσότερα από τα ορυκτά καύσιμα -σημαίνει μια ολική καπιταλιστική επαναφορά.  Με άλλα λόγια, φάνηκε πως οι ευκαιρίες κερδοφορίας, που παρείχε ο «πράσινος καπιταλισμός» ήταν πολύ μικρότερες από όσες παρέχει η εγκατάλειψή του. Τα 800 δισεκατομμύρια του ReArmEU, καθώς και τα εθνικά κονδύλια για την πολεμική προετοιμασία, αποτελούν ένα εμβρυουλκό γι’ αυτήν την υποστροφή.

Η long depression, σύμφωνα με τους μαρξιστές, η μακρά στασιμότητα του καπιταλιστικού κέντρου, που από την κρίση του 2008 κι έπειτα -ακόμη και οι συντηρητικοί νεοκεϊνσιανοί, τύπου Λάρι Σάμερς, μιλούν για secular stagnation- συνεχίζεται αδιάλλειπτα, είναι προφανές πως δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις μέχρι πρόσφατα ακολουθούμενες πολιτικές. Επιπλέον, η, χιλιοτραγουδισμένη από τους φιλελεύθερους συστημικούς, καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, με την εκπληκτική άνοδο της Κίνας, κατέληξε από ευλογία πρόβλημα για τον δυτικό ιμπεριαλισμό.

Σχετικά με το μέγεθος της στροφής και τις επιπτώσεις στην οικονομία

Υπάρχουν και αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι στόχοι σε ό,τι αφορά τους εξοπλισμούς δεν είναι τέτοιοι, που να δικαιολογούν μια ανησυχία για την πορεία των πραγμάτων. Χαρακτηριστικά, λέγεται ότι, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, η Αγγλία και η Γαλλία δαπανούσαν περισσότερο από το 20% του ΑΕΠ τους σε πολεμικές δαπάνες, πράγμα που σημαίνει πως τα σημερινά ποσοστά του 3% ή του 5% είναι ελάχιστα. Ακόμη και η «απειλητική» Ρωσία, μέσα στον πόλεμο, ξοδεύει μόλις 6%, όταν η ναζιστική Γερμανία βρίσκονταν στο 25%. Όπως, όμως, σωστά το περιγράφει η Δανάη Κολτσίδα (Εποχή, 5 Απριλίου), «[π]ερισσότερο διαφωτιστική, […], είναι η παρακολούθηση της διαχρονικής εξέλιξης των στρατιωτικών δαπανών τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1933, τη χρονιά που ανέβηκε ο Χίτλερ στην εξουσία, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία ξόδευαν αμφότερες μόλις το 3% του ΑΕΠ τους σε στρατιωτικές δαπάνες. Μέχρι και το 1938, ενώ ήδη η απειλή του πολέμου ήταν περισσότερο από ορατή, ο ρυθμός αύξησης των στρατιωτικών δαπανών παρέμεινε ελεγχόμενος: Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία ξόδευαν, αντίστοιχα, σε στρατιωτικές δαπάνες 6,3% και 4,2% του ΑΕΠ τους το 1936, 7,1% και 5,6% το 1937, 8,6% και 8,0% το 1938 και μόνο, το 1939, με το ξέσπασμα του πολέμου έγινε το άλμα στα προαναφερθέντα ποσοστά 23% και 21,4%.

Η ιστορική αναλογία, επομένως, πιθανόν να μην έχει νόημα – τουλάχιστον με όρους οικονομικής ακριβολογίας. Με πολιτικούς όρους, όμως, η ιστορική εμπειρία οπωσδήποτε δείχνει το εξής: ότι η πολεμική προετοιμασία μπορεί για αρκετά χρόνια να κινείται σε ελεγχόμενα επίπεδα από πλευράς δαπανών, αλλά όταν είναι τελικά ζήτημα χρόνου ή τύχης το αν ή το πότε θα δοθεί η αφορμή, το αν ή το πότε θα φτάσουμε στο σημείο χωρίς επιστροφή, μετά το οποίο οι εξοπλισμοί θα πολλαπλασιαστούν με εκθετικό ρυθμό, και ο πόλεμος θα γίνει πραγματικότητα».

Η Bronwen Maddox, διευθύντρια του Chatham House, ενός θινκ τανκ, που κυρίως εκθέτει την οπτική της αγγλικής στρατοκρατίας γράφει: «Οι αμυντικές δαπάνες αποτελούν τη μέγιστη δημόσια ωφέλεια […] Το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να δανειστεί περισσότερο για να τις χρηματοδοτήσει. [Ακόμη περισσότερο], από τον επόμενο χρόνο, κι έπειτα οι πολιτικοί θα πρέπει να αναζητήσουν χρήματα μέσα από περικοπές στα βοηθήματα σε αρρώστους, στις συντάξεις και στην περίθαλψη».

Ο αρθρογράφος των Financial Times, Janan Ganesh, προτρέπει: «Η Ευρώπη πρέπει να ψαλιδίσει το κοινωνικό κράτος (welfare state), για να οικοδομήσει ένα πολεμικό κράτος (warfare state). Δεν υπάρχει τρόπος να υπερασπιστούμε την ήπειρο χωρίς περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες».

Ακόμη και ο διάσημος liberal κεϋνσιανός Martin Wolf δεν έχει αντίρρηση. Μας ενημερώνει ότι οι πολεμικές δαπάνες μπορούν να αποτελέσουν ένα σημαντικό αναπτυξιακό εργαλείο, το οποίο είναι δυνατό να οδηγήσει σε θετικές πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις στο προϊόν και στην απασχόληση. Όπως σημειώνει, «[τ]ο Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί ρεαλιστικά να περιμένει οικονομικές αποδόσεις από τις δαπάνες στην άμυνα. Ιστορικά, οι πόλεμοι υπήρξαν η μητέρα της καινοτομίας». Π.χ., «η ισραηλινή “start-up economy” ξεκίνησε στον στρατό. Οι Ουκρανοί έχουν επαναστατικοποιήσει τα πολεμικά drones»!

Το επιχείρημα του Wolf το επικαλούνται πολλοί, για να υποστηρίξουν τις καλές οικονομικές επιδράσεις  της πολεμικής βιομηχανίας στο σύνολο της οικονομίας. Πρόκειται για την παραδοχή ότι οι στρατιωτικές επενδύσεις παρουσιάζουν υψηλό πολλαπλασιαστή, που σημαίνει πως κάθε δολάριο, που επενδύεται στον πολεμικό τομέα, φέρνει περισσότερα δολάρια στο συνολικό προϊόν. Οι συγκεκριμένες επενδύσεις, επομένως, οδηγούν την οικονομία σε σωστό αναπτυξιακό μονοπάτι.

Μάλιστα, συχνά, γίνεται αναφορά στη σύνδεση του ποσοστού του ΑΕΠ, που πάει σε πολεμικές δαπάνες, με την πρώτη μεταπολεμική τριακονταετία, τα περίφημα trente glorieuses, στα οποία ο καπιταλισμός βίωσε την καλύτερη αναπτυξιακά εποχή του.

Πρέπει να καταλάβουμε πως πρόκειται, σε αυτήν την κεϋνσιανή εκδοχή του επιχειρήματος, για ανερμάτιστο πόρισμα. Χωρίς να υπεισέλθω, στο σημείο αυτό, σε θεωρητική αναίρεση, πράγμα που θα κάνω σε επόμενο άρθρο, είναι τα ίδια τα πραγματολογικά δεδομένα, που το απορρίπτουν.

Όπως γίνεται φανερό στο διάγραμμα, οι στρατιωτικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, για τις χώρες του ΟΟΣΑ, με εξαίρεση το αποκορύφωμα του πολέμου του Βιετνάμ και, αργότερα, την περίοδο του «Πολέμου των Άστρων» επί Ρέιγκαν, παρουσίασαν διαρκή πτωτική πορεία. Έφτασαν, έτσι, να αντιστοιχούν, το 2020 στο 2.2% του ΑΕΠ, ενώ το 1960 ήταν στο τριπλάσιο 6.5%. Στις ΗΠΑ, δε, η αντίστοιχη πορεία οδήγησε από το 9% στο, μόλις, 3.5% -το 1953, κατά τον πόλεμο της Κορέας, είχε φτάσει και στο 14%.

Προηγουμένως, έχω δώσει τα στοιχεία, που αφορούν την προπολεμική περίοδο. Μ’ όλο, που έχει αναπτυχθεί μια ολόκληρη μυθολογία σχετικά με την κεϋνσιανή επίλυση της κρίσης του 1929, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το New Deal στις ΗΠΑ του Ρούζβελτ, η πραγματικότητα είναι πως η κρίση ξεπεράστηκε μέσω του πολέμου. Η πρότερη τεράστια κρατική παρέμβαση στην οικονομία, με άμεσο στόχο την  ενίσχυση της συνολικής ενεργού ζήτησης, έτσι ώστε αυτή να λειτουργήσει ως το πρώτο καθοριστικό βήμα για την επαναφορά της οικονομίας στην μεγέθυνση, δεν είχε παρά πενιχρά αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα, ανακύκλωνε την κρίση.

Η περίπτωση της κρίσης του μεσοπολέμου, νομίζω, αποτελεί μια προφανή δικαίωση της μαρξιστικής ερμηνείας, σύμφωνα με την οποία η υπέρβαση της κρίσης ήρθε όχι λόγω της τεράστιας αύξησης της κρατικής δαπάνης -και για εξοπλισμούς-, αλλά από τον ίδιο τον πόλεμο. Η κολοσσιαία καταστροφή κεφαλαίου στη διάρκεια του πολέμου, ισοπεδώνοντας την Ευρώπη, κυρίως, έδωσε τη δυνατότητα «εκκαθάρισης» του πεδίου, για να ανέβει το ποσοστό κέρδους και να ξαναπάρει μπροστά η καπιταλιστική συσσώρευση.

Να το ξαναπώ. Δεν ήταν οι πολεμικές δαπάνες, αλλά ο πόλεμος, που επανέφερε την παγκόσμια οικονομία σε τροχιά μεγέθυνσης, εκ νέου. Ο ρόλος των πολεμικών δαπανών ήταν να τον προετοιμάσουν και να αυξήσουν, σε πρωτοφανή βαθμό, την καταστρεπτική του έκβαση.

Φυσικά, αυτοί που πληρώνουν το μεγαλύτερο τίμημα είναι πάντα οι «μικροί άνθρωποι», οι φτωχοί, οι κατώτερες τάξεις. Πρόσφατα, οι  Matthew Klein και Michael Pettis δημοσίευσαν το βιβλίο τους Trade Wars are Class Wars (Yale University Press), στο οποίο, όπως δείχνει και ο τίτλος, ισχυρίζονται πως οι εμπορικοί πόλεμοι, κακή ώρα, όπως οι παράνοιες του Τραμπ, είναι, κατεξοχήν, ταξικοί πόλεμοι. Στην ίδια, μαρξική, εν τέλει, λογική, έστω κι αν οι συγγραφείς, κάθε άλλο, παρά μαρξιστές είναι, θα μπορούσαμε να πούμε Wars are Class Wars, όλοι οι πόλεμοι είναι ταξικοί πόλεμοι.

Αριστερά καθήκοντα

Ο αδιάλλακτος αντιμιλιταρισμός, του είδους που δίδαξαν ο Λήμπκνεχτ και η Λούξεμπουργκ, και που πλήρωσαν με τη ζωή τους, αποτελεί τον  καλύτερο οδηγό και την μόνη στάση, από μέρους της Αριστεράς, που μπορεί να είναι ωφέλιμη για την εργατική τάξη. Τη μόνη τοποθέτηση, που έχει πιθανότητες να αποδειχτεί αποτελεσματική.

Η δημοφιλής ιδέα ότι, «αν θέλεις την ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο», που, συχνά εκφέρεται και από αριστερούς ανθρώπους, είναι απολύτως παραπειστική, κατά τη γνώμη μου. Αν θέλουμε την ειρήνη, ας πάψουμε να προετοιμαζόμαστε για τον πόλεμο. Αν θέλουμε σχολεία και νοσοκομεία, ας πάψουμε να αυξάνουμε τους εξοπλισμούς.

Η Αριστερά πάντοτε αντιστάθηκε στους εισβολείς, οποιουδήποτε είδους – η αντίσταση στη ναζιστική κατοχή ήταν από τις πιο σπουδαίες σελίδες του διεθνούς εργατικού κινήματος. Σε οποιαδήποτε παρόμοια περίπτωση, η Αριστερά είναι που θα βρεθεί και πάλι μπροστά. Αυτό κάνει ήδη από πριν, αγωνιζόμενη, με πρώτο μέλημα το διεθνιστικό της καθήκον, ενάντια στους εξοπλισμούς. Οι διεθνιστικές και αντιμιλιταριστικές πρωτοβουλίες είναι η μόνη μας ελπίδα, η μόνη ελπίδα για την ανθρωπότητα.

***

Σε επόμενο άρθρο θα γίνει μια αναλυτική παρουσίαση των μαρξιστικών προσεγγίσεων της πολεμικής παραγωγής, του ρόλου της στην διαχείριση της οικονομικής στασιμότητας, καθώς και της σημασίας του πολέμου για την πραγματική υπέρβαση των καπιταλιστικών κρίσεων.

https://thepressproject.gr/polemos-kai-oikonomia/