Και έτσι μια νύχτα του Μαΐου και εντελώς απροειδοποίητα, ο ουρανός της Αττικής γέμισε από drones και φώτα με τα σήματα και τα σλόγκαν της Adidas, τα οποία ήρθαν και θρονιάστηκαν πάνω από την Ακρόπολη των Αθηνών για να μας υπενθυμίσουν πως, τελικά, «δι’ αυτά πολεμήσαμεν» και όχι για τα άλλα. Για τριτοκοσμικά shows με αθλητικά παπούτσια, για πασαρέλες οίκων μόδας και για έναν πολιτισμό που είναι έρμαιο των πολυεθνικών εταιρειών και των απανταχού ευαγών ιδρυμάτων.
Που να ήξερε ο καημένος ο Μακρυγιάννης, ο αγράμματος και αμόρφωτος μπάρμπα-Γιάννης που γνώριζε μόνο το τουφέκι, όταν ανακάλυπτε το αρχαίο παρελθόν της χώρας του και έμενε άφωνος από τη συνειδητοποίηση του χρόνου και της διάστασης που είχαν τα χώματα του κόσμου του, όταν γοητεύτηκε από την ομορφιά των ανθρώπων που χτίζουν με τα χέρια τους τις πολιτείες τους ανά τους αιώνες, ότι διακόσια χρόνια αργότερα ο Παρθενώνας θα γινόταν το επίκεντρο για οποιαδήποτε κακόγουστη φιέστα μπορεί να λάβει χώρα εντός του και εκτός του. Από την άλλη, μάλλον κακώς κάνουμε κενές και λαϊκιστικές επικλήσεις σε πρόσωπα του παρελθόντος, φιγούρες σε πίνακες κρεμασμένους σε τοίχους που φορτώνονται διαχρονικά πολλά από τα κρίματα των επιγόνων τους.
Σε κάθε περίπτωση, όπως φαίνεται, ο Παρθενώνας μπορεί να μετατραπεί σε πασαρέλα για επιδείξεις μόδας, να γίνει το φόντο για κακόγουστα shows από εταιρείες αθλητικών ρούχων, να τσιμεντωθεί χωρίς κανένα ιδιαίτερο σχέδιο -μιας και κανένας δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να ερευνήσει εναλλακτικά μέσα πρόσβασης-, αλλά η τέχνη, όπως αυτή του σκηνοθέτη Γιώργου Λάνθιμου δεν τον αντιπροσωπεύουν, σύμφωνα πάντα με το ΥΠΠΟΑ και το ΚΑΣ.
Αλλά το βασικό πρόβλημα δεν αποτελεί καν η άρνηση του ΚΑΣ να δοθεί άδεια γυρισμάτων στον Γιώργο Λάνθιμο και στον κάθε σκηνοθέτη που έχει γούστο να γυρίσει ταινία στην Ακρόπολη των Αθηνών και σε οποιαδήποτε άλλη αρχαιότητα. Το βασικό και κυριότερο πρόβλημα αποτελεί η γενικευμένη υποκρισία του ΥΠΠΟΑ και της κυβέρνησης συνολικά, η οποία εμφανίζεται συντηρητική όταν της απευθύνονται καλλιτέχνες αλλά είναι διατεθειμένη να δώσει απλόχερα γη και ύδωρ όταν κάποια πολυεθνική εταιρεία της ζητήσει την άδεια για να κάνει κακόγουστα shows τριτοκοσμικής χώρας ή ακόμα χειρότερα, πολιτισμικού επιπέδου Τέξας.
Στην προκειμένη περίπτωση, το μπαλάκι των ευθυνών το οποίο πετιέται προς την κατεύθυνση της διοίκησης του Ζαππείου Μεγάρου -στο οποίο υπάγεται το μνημείο της Ακρόπολης των Αθηνών- και της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων -η οποία, με τη σειρά της, υπάγεται στο Υπουργείο Οικονομικών-, δεν υποδαυλίζει ιδιαίτερα το κύρος του εν λόγω Υπουργείου όπως και της ίδιας της κυβέρνησης. Αν κάτω από τη μύτη της κυβέρνησης, ο υλικός πολιτισμός και τα μνημεία της χώρας μας νοικιάζονται έναντι πινακίου φακής -δηλαδή, 380 ευρώ- σε μια πολυεθνική εταιρεία για διαφήμιση, σε τι ωφελούν οι μηνύσεις του ΥΠΠΟΑ κατά παντός υπευθύνου κατόπιν της διαφημιστικής φιέστας;
Φυσικά, όταν μια αρχαιότητα δεν πουλάει και τόσο πολύ όσο η Ακρόπολη των Αθηνών, όπως για παράδειγμα η Ακρόπολη των Μυκηνών, οι αρμόδιες αρχές μπορούν κάλλιστα να την αφήσουν να καεί, να πλημμυρίσει, να γκρεμοτσακιστεί και όλας άμα της λάχει τέτοια μοίρα. Όπως ακριβώς συνέβη το μεσημέρι της ίδιας ημέρας με το αντίγραφο της τοιχογραφίας των Δελφινιών στο ανάκτορο της Κνωσού στην Κρήτη. Είναι οι ίδιοι κυβερνώντες που ψάχνουν να βρουν τάφους παλαιών ηγεμόνων μόνο για να προωθήσουν το εθνικό μας φρόνημα, αλλά δεν δίνουν ούτε δεκάρα για τις ήδη υπάρχουσες αρχαιότητες ή για εκείνες που δεν συμφέρουν ιδιαίτερα τις εταιρείες όπως στον σταθμό Βενιζέλου του ΜΕΤΡΟ Θεσσαλονίκης.
Εν τέλει, αν ακόμα αναρωτιόμαστε «ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;» μιας και η κυβέρνηση υποστηρίζει πως δεν έχει ιδέα τι συνέβη πάνω από τον Αττικό Ουρανό, η απάντηση είναι οι εταιρείες κάθε είδους. Ο καπιταλισμός σε όλες του τις εκφάνσεις, ειδικά εκείνες που στραγγαλίζουν οποιαδήποτε έννοια καλαισθησίας, sublimeness όπως λένε και οι Αγγλοσάξονες όταν μιλάνε για την αρχαιοελληνική τέχνη, αλλά και εκείνες που, ταυτόχρονα, λειτουργούν ως ανάχωμα σε οτιδήποτε καινούριο και πρωτοποριακό μπορεί να γεννηθεί από το παλιό και το παραδοσιακό. Παλιές, καλές και αγαπημένες χουντικές τακτικές αλλά με γενναίες δόσεις κεφαλαιοκρατικού νεωτερισμού.
Ακολούθως, είμαστε αναγκασμένοι να βιώνουμε εις το διηνεκές μια καλλιτεχνική και πολιτισμική στασιμότητα, βουλιαγμένη στο κιτς και πασπαλισμένη με έντονα φώτα και πυροτεχνήματα, ώστε να θαμπώνονται οι θεατές-καταναλωτές και να αδρανοποιείται η οποιαδήποτε κριτική σκέψη, σαν ένας λαγός που προσπαθεί να περάσει έναν περιφερειακό δρόμο και κοκαλώνει από τα φανάρια των αυτοκινήτων. Έργα τέχνης που καταστρέφονται και λογοκρίνονται, καλλιτέχνες που βρίσκονται στο στόχαστρο μιας ορδής από κυβερνητικά τρολς και από την φασίζουσα ουρά τους. Δύσκολο να ανθίσουν όμορφα και ενδιαφέροντα λουλούδια μέσα σε τέτοιο πλαίσιο, τα περισσότερα είναι καταδικασμένα να φυτρώνουν πάνω στα άγονα εδάφη των υποτιθέμενων ευαγών Ιδρυμάτων και να προσκρούουν διαρκώς στις καλά σφαλισμένες θύρες διαφόρων καλλιτεχνικών κύκλων που δεν μπορεί να τις ανοίξει ούτε ο πιο επιδέξιος μάγος.
Τα πάντα έχουν μετατραπεί σε εμπόρευμα, το παρελθόν, το παρόν και το όποιο μέλλον μπορεί, πια, να πουληθεί και να αγοραστεί στα παζάρια του κόσμου, εγκλωβισμένο και αυτό με τη σειρά του εντός επιχρυσωμένων Airbnb μέσα σε γειτονιές που άλλοτε έσφυζαν από ζωή αλλά τώρα βυθίζονται στο σκοτάδι και την ησυχία μιας πόλης που δεν ανήκει πια στους κατοίκους της, αλλά σε τουρίστες και digital nomads, σε κάθε λογής ψώνιο που θέλει να «ζήσει τον μύθο του στην Ελλάδα». Χωρίς κανένα όριο κάθε είδους ή, μάλλον, με τα όρια που θέτει η υποτιθέμενα αυτορρυθμιζόμενη αγορά.
Και όλα αυτά θα αποτελούσαν απλά τη γκρίνια ενός μυγιάγγιχτου ιστορικού τέχνης, εάν τα βαρόμετρα της υποκρισίας δεν χτυπούσαν κόκκινο αντικρίζοντας τα κροκοδείλια δάκρυα που ρίχνουν με τους κουβάδες οι απανταχού αυτοαποκαλούμενοι και εντελώς συστημικοί λόγιοι και διανοούμενοι της χώρας μας αναφορικά με την ακύρωση εκδήλωσης στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης την οποία διοργάνωνε η πρεσβεία του Ισραήλ. Δάκρυα από φιλοκυβερνητικούς δημοσιογράφους στην τηλεόραση, κλαυθμοί και οδυρμοί σε μια σωρεία αρθρογραφίας από συστημικά μέσα, σαν να μην ακυρώθηκε η εκδήλωση της πρεσβείας ενός γενοκτονικού κράτους αλλά να άναψε μια μεγάλη πυρά καταμεσής της Πλατείας Αριστοτέλους και να κάηκαν όλα τα βιβλία της εβραϊκής λογοτεχνίας.
Η Θεσσαλονίκη, φυσικά, θυμάται το σκοτεινό παρελθόν της όταν εκείνο την εξυπηρετεί και ανταποκρίνεται στις τωρινές επιδιώξεις των δημογερόντων της. Πολλάκις βεβηλώθηκαν τα λιγοστά εβραϊκά μνημεία της πόλης στο πρόσφατο παρελθόν, κουβέντα δεν γίνεται για το εβραϊκό νεκροταφείο κάτω από το ΑΠΘ, όπως και για τις πάλαι ποτέ εβραϊκές συνοικίες που άδειασαν σχεδόν ολοκληρωτικά με το Ολοκαύτωμα και σήμερα μας είναι σχεδόν άγνωστες. Για να μη μιλήσουμε για τον ντόπιο φασισμό, κάτι ακροδεξιές οργανώσεις όπως η Τρία Έψιλον και κάτι πογκρόμ που λάμβαναν χώρα ήδη πριν από τη γερμανική κατοχή.
Το ίδιο σκοτεινό παρελθόν της πόλης που το ΥΠΠΟΑ θέλει να πετάξει μια και καλή στα σκουπίδια, από τη στιγμή που δηλώνει ανερυθρίαστα πως δεν ενδιαφέρουν την ελληνική πολιτεία οι δεκάδες σκελετοί αγωνιστών που εκτελέστηκαν την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου και εντοπίστηκαν τους τελευταίους μήνες πλησίον της φυλακής του Επταπυργίου, του διαβόητου Γεντί Κουλέ. Η Μνήμη αναμοχλεύεται μόνο εάν είναι προς το συμφέρον των κυβερνώντων και των εταιρειών, όχι για να διαχειριστεί και να επουλώσει παλιά και κακοφορμισμένα συλλογικά και πολιτισμικά τραύματα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εκτελεσμένοι αγωνιστές καλό θα ήταν να παραμείνουν θαμμένοι στη Λήθη, κακώς ξεθάφτηκαν από τον αιώνιο ύπνο τους. Από την άλλη, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης θα ακροβατούν διαρκώς ανάμεσα στην επιλεκτική μνήμη και τη λησμονιά, χρήσιμοι όταν μπορούν να εργαλειοποιηθούν ώστε να ξεπλύνουν -άθελά τους, εννοείται- τη γενοκτονία της Παλαιστίνης.
Κάπως έτσι θυμήθηκα μια ατάκα από το «Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη όπου λέει σε κάποια στιχομυθία η Καρέζη στον Καζάκο: «Ε, άσε να διαλέγουν οι ξένοι, ξέρουν αυτοί, έχουνε πείρα οι άνθρωποι». Εδώ που φτάσαμε, ας αφήσουμε να διαλέγουν οι «ξένοι» (από πολιτισμό), εκείνοι που δεν είναι μίζεροι αριστεροί και αντιδραστικοί, την ιστορία και τον πολιτισμό μας, τι να φωτιστεί και τι όχι, τους τρόπους που θα αξιοποιηθούν τα μνημεία και οι εκθέσεις βιβλίου, τι παραστάσεις θα παιχτούν, ποιοι κινηματογράφοι θα βάλουν λουκέτο και ποιοι θα παίζουν το ένα βαρετό μπλοκμπάστερ μετά το άλλο. Έχουν πείρα οι άνθρωποι στο να εμπορεύονται πολιτισμικά αγαθά αλλά και τραύματα κατά το δοκούν, ειδικά όταν ένα εκτυφλωτικό brand name ίπταται από πάνω μας σαν δαμόκλειος σπάθη για να μας ωθήσει να «feel fast» τις λεωφόρους του καπιταλιστικού ρεαλισμού.
Αλλά ίσως θα ήταν δόκιμο να πάψουν, επιτέλους, και οι λυγμοί για εκείνα τα μέρη και τις καρδιές που κάποτε «φύτρωνε φλισκούνι και άγρια μέντα» και τώρα ξεπηδάνε ορυχεία χρυσού και ανεμογεννήτριες. Ίσως να πρέπει να μπει κάπου εδώ μια τελεία στην αριστερή μελαγχολία που κράτησε λίγο παραπάνω από όσο θα έπρεπε, μιας και τριανταπέντε χρόνια κλαίμε τον πεθαμένο. Όχι τίποτα άλλο, όταν τελειώσουμε με τους αναστοχασμούς και τα συνέδρια, δεν θα έχει μείνει τίποτα για εμάς στον πραγματικό κόσμο.
Μόνο ίσως ένα αθλητικό παπούτσι γιγαντιαίων διαστάσεων να βρίσκεται καρφωμένο πάνω στην Ακρόπολη για να μας θυμίζει καθημερινά το ποιος, τελικά, νίκησε.
«Στο Καφενείον η Ελλάς ο σαλτιμπάγκος
Πουλά τα νούμερα φτηνά
Δραχμή τα ακροβατικά
Οι αλυσίδες δωρεάν
Το πήδημα θανάτου δυο δραχμές
Χωρίς σκοινιά
Περάστε κόσμε!
Ασώματος η κεφαλή, περάστε κόσμε
Τη βρήκανε στην Αφρική
Καπνίζει πίνει και πονά
Τρελαίνεται για μουσική
Χορεύει με τα μάτια δυο δραχμές
Ποιος θα τη δει, περάστε κόσμε
Στο Καφενείον η Ελλάς οι θεατρίνοι
Μ’ ασετιλίνη και κεριά
Την Γκόλφω παίζουν στα παιδιά
Με φουστανέλες δανεικές
Και δάκρυ πληρωμένο δυο αυγά
Και τρεις δραχμές, περάστε κόσμε!»
Σχόλια (0)