Το τελευταίο διάστημα παρακολουθούμε το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου να εξασφαλίζει στις δημοσκοπήσεις τη δεύτερη θέση, μετά τη Νέα Δημοκρατία. Αν κάποια ή κάποιος το εξέταζε αυτό ξεκομμένα από την κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας θα μπορούσε να ξαφνιαστεί. Όμως μια σειρά συνθηκών και γεγονότων αιτιολογούν απόλυτα τα πάντα.
Πρώτα και κύρια η απουσία σοβαρής αντιπολίτευσης δημιούργησε ένα κενό, το οποίο κανένας άλλος πολιτικός φορέας δεν έχει καταφέρει ως τώρα να αξιοποιήσει. Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων που είχε απογοητευτεί από την προδοσία του Τσίπρα καθώς και μετέπειτα συνολικά από το πολιτικό σύστημα και το οποίο παραμένει πολιτικά «ορφανό».
Επιπλέον, ο ελληνικός λαός κατακλύζεται από μια ακατέργαστη οργή προς την εξουσία, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση, τη δικαιοσύνη και στους θεσμούς της, ιδιαίτερα μετά το έγκλημα των Τεμπών.
Σε αυτό το τοπίο, τα ποσοστά της Ζωής Κωνσταντοπούλου δεν είναι καθόλου παράλογο να ανεβαίνουν.
Ας δούμε το γιατί.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου ξεκίνησε την πορεία της μέσα από ένα κόμμα, αυτό του προ δημοψηφίσματος ΣΥΡΙΖΑ, μέσω του οποίου υπηρέτησε το κομμάτι των ατομικών αλλά και κοινωνικών «δικαιωμάτων» με συνέπεια, παίρνοντας μέρος και στα κινήματα. Συνέχισε ως βουλευτής και ως Πρόεδρος της Βουλής το οχτάμηνο της πρώτης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας δημοκρατικά δείγματα γραφής, δημιουργώντας ασφυκτικό πρόβλημα και στη δεξιά και τους συμμάχους της αλλά και στο ΣΥΡΙΖΑ όταν ακόμα προετοίμαζε το «μεγάλο συμβιβασμό», παρότι η συμπεριφορά της ακουμπούσε ή και ξεπερνούσε τα όρια μιας ανεκτούς κοινωνικής συμπεριφοράς. Επίσης πήρε σαφή θέση με το ΟΧΙ στο Δημοψήφισμα και φαινόταν πάντα αταλάντευτη στις θέσεις της. Έτσι λοιπόν δόμησε και εδραίωσε κοινωνικά μία περσόνα ασυμβίβαστη, δημοκρατική, φεμινιστική με πολιτική συνέπεια, που δοκιμάστηκε σε θέση εξουσίας και δεν συμβιβάστηκε. Μια περσόνα που μπόρεσε με αυτόν τον τρόπο να πείσει ότι αποτελεί την απάντηση στο πολιτικό κενό που υφίσταται.
Οδηγούμαστε έτσι στο συμπέρασμα ότι η ξαφνική άνοδος των ποσοστών της μπορεί εν τέλει να μην είναι παράλογη, είναι όμως εξαιρετικά επικίνδυνη για το λαϊκό παράγοντα και τις δυνατότητες του κινήματος.
Ποικιλοτρόπως.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου έχει κάνει παντιέρα της το φεμινισμό και έχει απαντήσει αναλόγως πολλές φορές σε σεξιστικές προσβολές που έχει δεχθεί. Και πολύ καλά έχει κάνει. Όμως ας μη ξεχνάμε ότι οι φεμινίστριες είναι οι γυναίκες που στέκονται αντάξια και συγκρούονται με κάθε είδους σεξισμό ενώ παράλληλα έχουν μεγάλη αγάπη για τον άνθρωπο και πλήρη αντίληψη της ισότητας. Κάτι που η κυρία Κωνσταντοπούλου πολύ συνειδητά αγνοεί, όπως έχει δείξει η πορεία της ως μέλος του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ως αρχηγού της Πλεύσης Ελευθερίας.
Εισήλθε στη Βουλή στις επαναληπτικές εκλογές, μη τηρώντας τη στοιχειώδη δεοντολογία που λέει ότι στο ψηφοδέλτιο που σχηματίζει πλέον η αρχηγός του κόμματος, τηρείται ως προς τους/τις υποψήφιους/ες η σειρά της σταυροδοσίας τους στις πρώτες εκλογές. Άφησε λοιπόν σε μη εκλόγιμες θέσεις σχεδόν όλους και όλες τους/τις πρώτους/ες σε σταυρούς υποψηφίους της -οι οποίοι κυρίως προέρχονταν από τα κινήματα και τους δημόσιους χώρους δράσης- τοποθετώντας προσωπικούς της φίλους και τον σύντροφό της. Κατέστησε λοιπόν σαφές πως δεν ανέχεται κανέναν και καμία που δεν θα στέκεται δίπλα της ως υπάλληλος, ή θα επιδιώκει να κλέψει από τη «λάμψη» της.
Με αυτή τη λογική συμβαδίζει πλήρως και το κόμμα του οποίου ηγείται. Ένα πλήρως προσωποπαγές κόμμα καθώς η ίδια η ύπαρξη του κόμματος είναι οργανικά δεμένη με την προσωπικότητα της αρχηγού. Η δημόσια εικόνα του κόμματος είναι αξεχώριστη από την εικόνα της ίδιας. Η ιδεολογική του τοποθέτηση καθορίζεται από τις προσωπικές πεποιθήσεις και εμπειρίες της αρχηγού, ενώ οι συλλογικές διαδικασίες και δομές απουσιάζουν. Επιπλέον, όπως επιβεβαιώθηκε σε όλη την προεκλογική περίοδο, η απήχηση εξαρτήθηκε (και εξακολουθεί να εξαρτάται) ολοκληρωτικά από τη δημοφιλία/δημοσιότητα της ίδιας.
Το πιο σημαντικό όμως είναι το εξής. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου έχτισε και συντηρεί την πολιτική της καριέρα πάνω σε αντιμνημονιακές, δημοκρατικές, με πλευρές κοινωνικής ευαισθησίας τοποθετήσεις. Μια ακόμη παραπλάνηση, καθώς οι εθνικιστικές-πατριωτικές θέσεις της δεν μπόρεσαν να κρυφτούν για παράδειγμα με την ανοχή που επέδειξε στο νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής στη Βουλή. Δε μπόρεσαν να κρυφτούν ούτε την περίοδο των συλλαλητηρίων για τη συμφωνία των Πρεσπών, όπου επέδειξε έντονα στοιχεία πατριδοκαπηλίας και ανιστορικής άρνησης της ύπαρξης μιας εθνότητας με το όνομα «Μακεδονία» ακόμα και ως συνθετικό.
Η εμμονή της στην άποψή της ότι τα δικαστήρια είναι οπωσδήποτε ένας κύριος δρόμος επίλυσης κοινωνικών διαφορών αποδεικνύει από τη μία τη γιγάντωση της νομικής της υπόστασης παρά και σε βάρος της πολιτικής και από την άλλη την πλήρη απουσία βούλησης να συγκρουστεί με κρατικούς και αστικούς θεσμούς.
Στην περίπτωση του εγκλήματος των Τεμπών, γεγονός το οποίο θα έλεγε κανείς (πιο πονηρεμένος) πως χρησιμοποίησε κατά περιπτώσεις και εργαλειακά για την αυτοπροβολή της, πάλι φαίνεται πως στην ουσία του ζητήματος τήρησε πλήρη σιωπή. Παρατηρώντας το δημόσιο λόγο της Ζ. Κωνσταντοπούλου δεν διακρίνουμε πουθενά την απαίτηση για επαναφορά στο Δημόσιο της HELLENIC TRAIN, για την ενοποίηση και πάλι όλων των φορέων, για δημόσιο σιδηροδρομικό δίκτυο και υπηρεσίες. Αναφέρεται πάντα στη σύμβαση 717, αλλά ποτέ για καταγγελία της σύμβασης με την HELLENIC TRAIN. Μιλάει για λαθρεμπόριο αλλά δε ζητάει οικονομικό έλεγχο της εταιρείας εκμετάλλευσης. Παρότι νομικός, δεν συνεισέφερε στο δημόσιο λόγο την δημοσιοποίηση των συμβάσεων που ο Σύριζα είχε υπογράψει με την HELLENIC TRAIN, ώστε να δούμε πόσο εφικτή είναι η καταγγελία της, με τι όρους και τι ακριβώς μπορούμε να διεκδικήσουμε από την εταιρεία.
Επιπλέον, κάθε άλλο παρά λίγα μας λέει για την πολιτική της ηθική και σταθερότητα οι συμφωνίες στις οποίες έχει προβεί με τον Στέφανο Κασσελάκη. Εδώ δεν χρειάζεται να πούμε κάτι παραπάνω.
Σε κάθε περίπτωση, η κυρία Κωνσταντοπούλου και το κόμμα της αυτή τη στιγμή λειτουργούν εξαιρετικά βοηθητικά για το σύστημα και για την ίδια την κυβέρνηση. Αποπροσανατολίζουν το λαό σε δήθεν αντισυστημικές λύσεις, οι οποίες έχουν ημερομηνία λήξης και θα τον οδηγήσουν για ακόμη μια φορά στην απογοήτευση.
Όμως, στο ενδιάμεσο, χάνεται πολύτιμος χρόνος για την ανασυγκρότηση του λαϊκού κινήματος και την αντεπίθεσή του μέσω των πραγματικών αντισυστημικών, συγκρουσιακών και ταξικών διεργασιών. Φτάνουμε λοιπόν για άλλη μια φορά στο γνωστό σημείο: ποιες είναι οι ευθύνες της κομμουνιστικής αριστεράς σε αυτή την κατάσταση και κυρίως πώς θα συμβάλλει στην ανατροπή της;
Σχόλια (0)