Προκύπτουν άραγε «επιστημονικά» συμπεράσματα από την εμπειρία του κινήματος ενάντια στη λιτότητα;

Προκύπτουν άραγε «επιστημονικά» συμπεράσματα από την εμπειρία του κινήματος ενάντια στη λιτότητα;

  • |

Λέμε συχνά ότι στην αποτίμηση της πραγματικότητας –αλλά και στις κοινωνικές επιστήμες– δεν μπορούμε να μιλούμε με βεβαιότητες. Δεν μπορούμε δηλαδή να γενικεύουμε ώστε να είμαστε και σε θέση –μετά λόγου γνώσεως– να παρεμβαίνουμε (που είναι και το ειδοποιό γνώρισμα της επιστήμης), διότι δεν έχουμε τη δυνατότητα του πειράματος που υπάρχει στη μελέτη του φυσικού κόσμου. Ισχύει άραγε αυτό.

Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης

*Εισήγηση που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 21 Ιουνίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στο πλαίσιο της διημερίδας «Η εμπειρία του 2010-2015 – για την Αριστερά που έχουμε ανάγκη σήμερα».

Η απάντηση είναι ναι και όχι: ναι, διότι στις κοινωνίες πράγματι δεν μπορούμε να οργανώσουμε πειράματα, όμως και όχι, διότι στη μελέτη τους έχουμε τον ιστορικό έλεγχο: τη δυνατότητα να αντλούμε συμπεράσματα από την ιστορική εμπειρία, την απώτερη αλλά και την πρόσφατη. Αρκεί βέβαια αυτόν τον έλεγχο να είμαστε έτοιμοι να τον ασκήσουμε –κάτι που διόλου βέβαιο δεν είναι ότι κάνουμε ή γίνεται…

Στη βάση αυτή, και με ένα τέτοιο πνεύμα (ένα πνεύμα επιστημονικής γενίκευσης με στόχο την έλλογη παρέμβαση), νομίζω πως πρέπει να κάνουμε αυτές τις πολύτιμες συζητήσεις του διημέρου. Διότι η εμπειρία του μεγαλειώδους κινήματος ενάντια στη λιτότητα (προφανώς η εμπειρία του ’15, αλλά όχι μόνο αυτή) μας παρέχει τεράστιας εμβέλειας συμπεράσματα, που θα έλεγα ότι είναι αντίστοιχα –αν όχι και ισχυρότερα– αυτών που εισφέρουν τα πειράματα. Τα συμπεράσματα αυτά είναι πάρα πολλά, όμως επιλέγω να σταθώ (και να οργανώσω την τοποθέτησή μου) σε τρία: (α) στο χαρακτήρα της κινηματικής ενεργοποίησης· (β) στον καταλυτικό ρόλο που διαδραμάτισε (και πάντα εξακολουθεί να διαδραματίζει) η πολιτική· και (γ), ίσως το πιο κρίσιμο, στα καθήκοντα που απορρέουν για τη σοβαρή, την ανατρεπτική Αριστερά (που, σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, έχει στις μέρες μας, να αντιμετωπίσει και την κατ’ όνομα Αριστερά όπως λέω συχνά –αυτήν που, ως συνήθως, οραματίζεται Κεντροαριστερές συσπειρώσεις και διαταξικά «λαϊκά μέτωπα»).

Ι
Ξεκινώντας από το πρώτο, από το κίνημα, τα περισσότερα βέβαια είναι γνωστά: μια δεκαετία τώρα, τα έχουμε πει και γράψει τόσες και τόσες φορές, που η επανάληψή τους ίσως και να καταντάει ανούσια. Δεν θα επιχειρήσω λοιπόν να στοιχειοθετήσω αυτό που μόλις είπα, ότι το κίνημα ενάντια στη λιτότητα ήταν πράγματι μεγαλειώδες. Στο πλαίσιο αυτού του επιστημονικά παρεμβατικού πνεύματος που επικαλέστηκα, θέλω να σταθώ σε ένα μόνο στοιχείο: στην ίδια την εμφάνιση αυτού του κινήματος.

Ίσως αυτό να ακούγεται λίγο παράξενο, αναλογιστείτε όμως τι θα σκεφτόμασταν αν κάποιος μας έλεγε το 2007, ότι το 2010-2012 (για να αναφέρω μόνο τα πρώτα χρόνια) θα είχαμε μια κοινωνική έκρηξη αντίστοιχη ίσως και των Ιουλιανών (που φέτος έχουμε και την 60ή τους επέτειο. Διότι το 2007 υποστηριζόταν ακόμη (και μάλιστα ένθερμα) ότι εργατική τάξη είχε πάψει πια να υπάρχει, πως η νεολαία ήταν όλοι ατομιστές και ατομίστριες (δε συνεχίζω, το αφήγημα είναι γνωστό). Και όμως! Αισθανόμενη στο είναι της την απειλή της κοινωνικής καταβαράθρωσης, οι εργαζόμενοι και η νεολαία αντέδρασαν τόσο δυναμικά, που οι αγώνες τους έγιναν υπόδειγμα για όλη την Ευρώπη και πέρα απ’ αυτή.

Αλλά γιατί το αναφέρω αυτό; Για έναν πάρα πολύ απλό λόγο. Για να μας υπενθυμίσω κάτι που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε, ειδικά αν έχουμε κάποια στοιχειώδη επαφή με τη διαλεκτική: ότι στο φόντο ενός αντιδραστικού συστήματος σε αδιέξοδο, η εργατική τάξη, το πρεκαριάτο, οι υποτελείς θα αντιδράσουν! Μπορεί όχι σήμερα, μπορεί ίσως όχι και αύριο, αλλά το μόνο βέβαιο είναι ότι θα αντιδράσουν, θα παλέψουν για το δίκιο –που δεν είναι μόνο δικό τους δίκιο είναι και το δίκιο ολόκληρης της κοινωνίας. Κι αυτό είναι ένα συμπέρασμα, μια δι-ιστορική επιστημονική σταθερά που –προφανώς– ισχύει και σήμερα, και που ψήγματα της επιβεβαίωσής της βλέπουμε διαρκώς –τα είδαμε πολύ πρόσφατα στις κινητοποιήσεις «οξυγόνο».

Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι η ανεπίγνωστη ανοησία της δήθεν παθητικής ή συνολικά συντηρητικοποιημένης κοινωνίας, το θέμα είναι η πολιτική (και επ’ αυτού είχα μάλιστα γράψει και μια επιφυλλίδα το Φεβρουάριο που μας πέρασε, με τον τίτλο «Η κοινωνία είναι εδώ· η Αριστερά;», υποστηρίζοντας ότι η περί ης ο λόγος οπτική δε συνιστά τίποτε λιγότερο από «αντιστροφή της πραγματικότητας»). Αυτό όμως με πάει στο δεύτερο συμπέρασμα που θέλω να θίξω, που αφορά –ακριβώς– την πολιτική…

ΙΙ

Κάτι που πιθανόν θα παρατηρήσει κανείς από τα παραπάνω είναι μια άποψη που –εμπρόθετα και στρατηγικά– τόσο πολύ προωθείται τα τελευταία χρόνια: να σκεφτεί, δηλαδή, ότι αν και το κίνημα (με τις τόσες μορφές που πήρε: τις Σκουριές, τις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης για τους κοινωνικά αποκλεισμένους και τους μετανάστες, την ΕΡΤ, βέβαια τις πλατείες και τόσα άλλα) ήταν πράγματι μεγαλειώδες, στο τέλος ηττήθηκε –άρα; Άρα δεν είμαστε, σαν το Σίσυφο, πίσω στο σημείο που ξεκινήσαμε, κι ίσως ακόμα και πιο πίσω; Διότι αφού το κίνημα δεν μπόρεσε να νικήσει δεν ήταν προτιμότερος ο συμβιβασμός; (Πρόκειται μάλιστα για σκεπτικό που το υπαινίχθηκαν με την αρθρογραφία τους και άτομα όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.)

Πρέπει ως εκ τούτου να δοθεί μια πολύ συγκεκριμένη απάντηση –ειδικά αν θέλουμε να επικαλούμαστε τα εχέγγυα του επιστημονικώς σκέπτεσθαι. Ποια είναι αυτή η απάντηση; Ότι δεν ήταν το κίνημα που ηττήθηκε stupid! Αυτό που ηττήθηκε ήταν ένα πολιτικό σκεπτικό: το παλιό –γνωστό τουλάχιστον από το Μεσοπόλεμο– σκεπτικό της «μη ρήξης» με τους διάφορους προσδιορισμούς που έχει προσλάβει στο διάβα του χρόνου: λαϊκομετωπικό, διαταξικό, για την προάσπιση της «δημοκρατίας», κτλ. Και για να το φέρουμε στο σήμερα, πρόκειται για απόψεις όπως

επιδιώκω ασφαλείς σιδηροδρόμους χωρίς όμως να τα σπάσω με την ΕΕ,
ότι θα προστατέψω την πρώτη κατοικία χωρίς να καταργήσω τον Ηρακλή,
ότι θα προσφέρω φθηνό ρεύμα χωρίς να πειράξω το Χρηματιστήριο Ενέργειας, και άλλα ανέφικτα παρεμφερή…
Αν θέλουμε όμως –όπως υποσχέθηκα– να προσεγγίσουμε το θέμα πράγματι επιστημονικά, πρέπει να πάμε στην αρχή που διέπει αυτό το σκεπτικό –ένα σκεπτικό που χαρακτήριζε ολόκληρο το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ του ’15: ότι, δηλαδή,

καθήκον της Αριστεράς δεν είναι να προετοιμάζει τη ρήξη (ένα σημείο στο οποίο θα επιτρέψω), αλλά
να εκπονεί προγράμματα άρτια και ολοκληρωμένα μπας και οι κυρίαρχοι πειστούν.
Κι όταν αυτοί –ω! της έκπληξης– δεν πείθονται, να σπεύδει να αποδίδει την αποτυχία της στην ασύμμετρα υπέρτερη ισχύ αυτών των κυρίαρχων!
Όμως το ότι αυτό είναι μια κολοσσιαία ανοησία δεν το επισήμανε πρώτος ο Λένιν, ήταν γνωστό ήδη από την κλασική εποχή –το είχε αναδείξει ο ίδιος ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, έτσι όπως φαίνεται στον περίφημο διάλογο των Μηλίων. Κι αυτό το έχω γράψει (είπαμε, η συζήτηση είναι παλιά), σε μια επιφυλλίδα του ’16 με τίτλο «Όταν νάνοι κλήθηκαν να εκπροσωπήσουν γίγαντες». Έλεγα εκεί πως, όταν οι Μήλιοι ζητούσαν από τους ταξικά ψημένους Αθηναίους «έλλογη διαπραγμάτευση» (το σκεπτικό του τότε ΣΥΡΙΖΑ που και σήμερα μας προβάλλεται ως λύση), εκείνοι απαντούσαν: «Εάν μακαρίζωμεν την απλότητά σας, δεν ζηλεύομεν όμως την ανοησίαν σας».

Συμπέρασμα: Υπεύθυνο για την ήττα του ’15 δεν ήταν το κοινωνικό κίνημα που, αν μη τι άλλο (με τις τράπεζες κλειστές, με τους συντονισμένους εκφοβισμούς και τις απειλές, με το πιστόλι κυριολεκτικά στον κρόταφο) είπε με 62% ΟΧΙ στο Δημοψήφισμα, υπεύθυνη ήταν εκείνη η Αριστερά που δεν κατανοούσε τις περιστάσεις και πήγαινε στον αμείλικτο ταξικό πόλεμο των οβίδων, εφοδιασμένη με την «καλή θέληση» των –ας πούμε «άρτιων»– επιχειρημάτων!

Πρόκειται για ένα κορυφαίο συμπέρασμα –κάτι που εκδηλώσεις όπως η δική μας πρέπει όχι μόνο να διαφυλάξουν σαν κόρη οφθαλμού, αλλά και να το αναδείξουν, να το επεξεργαστούν, και να το επιστρέψουν στην κοινωνία.

ΙΙΙ

Καταλήγω με τα καθήκοντα που –ας επαναλάβω– επιστημονικώ τρόπω απορρέουν από αυτήν την τεράστια εμπειρία. Και πάλι τα περισσότερα είναι γνωστά, και όσες και όσοι είμαστε σήμερα εδώ σε γενικές γραμμές τα κατανοούμε: το πρώτο και εξαιρετικά σημαντικό είναι διαρκώς να αποκαλύπτουμε και να καυτηριάζουμε τη λογική της μη ρήξης. Κι εγώ, άλλωστε, κάτι τέτοιο έχω κι εγώ κάνει ως τώρα. Όμως αυτό δεν αρκεί! Όχι μόνο δεν αρκεί αλλά και –κατά περίπτωση– μπορεί και να βλάπτει! Διότι η απλή και ακατέργαστη επανάληψη του ρηξιακού μοτίβου χωρίς επισήμανση των απαραίτητων –πολιτικών και κινηματικών– προϋποθέσεων που έχει η υλοποίησή του κινδυνεύει να το καταστήσει λόγο κοινότοπο, μια παγίδα ανάλογη του νεο-ρεφορμιστικού συντακτικού της μη ρήξης, συμβάλλοντας έτσι –προφανώς ακούσια– στο συμπέρασμα ότι «τίποτα δε γίνεται», άρα ΤΙΝΑ.

Είπα μόλις τη λέξη «προϋποθέσεις», αλλά με αυτήν δεν αναφέρομαι στα αδιέξοδα του συστήματος που όλες και όλες ξέρουμε πως είναι δεδομένα. Αναφέρομαι στον τρόπο με τον οποίο η ανατρεπτική Αριστερά καλείται να παρέμβει στην καθημερινά σωρευόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια και αγανάκτηση που, όπως και πριν έλεγα, κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα ξεσπάσει. Και ο τρόπος αυτός δεν εξαντλείται στην απλή κατάθεση του γενικού οράματος (της κατάλυσης της εκμεταλλευτικής συνθήκης), αλλά απαιτεί μεταβατικά αιτήματα: διεκδικήσεις που, ενώ είναι άμεσα εφικτές (και άμεσα κατανοητές), οδηγούν σε ευρύτερες ρήξεις, προωθώντας με τον τρόπο αυτό τη συνείδηση όσων αγωνίζονται.

Αυτό λοιπόν είναι ένα πρώτο απαραίτητο στοιχείο. Ένα δεύτερο –εξίσου σημαντικό– αφορά αυτό που λέμε «πρόγραμμα πάλης»: το τι προτείνουμε στην αγωνιζόμενη κοινωνία ώστε να επέλθει συντονισμός και κλιμάκωση των αγώνων που ξεσπούν (και είδατε πόσες ελλείψεις υπήρξαν σ’ αυτόν τον τομέα και στις τελευταίες κινητοποιήσεις για τα Τέμπη). Διότι η Αριστερά δεν αναδύθηκε μόνο για να εξηγεί πώς και γιατί «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός» (που έλεγε και το ωραίο αυτό σύνθημα), αλλά και για να βοηθά με συγκεκριμένες –στρατηγικά επεξεργασμένες– προτάσεις τους αγώνες που ξεσπούν.

Άφησα τελευταίο (και με αυτό θα ολοκληρώσω την τοποθέτησή μου) το ζήτημα της ενότητας – και παίρνω την ευκαιρία να χαιρετίσω το ενωτικό πνεύμα αυτής της συνάντησης. Μιλάμε βέβαια πάντα για την Ενιαιομετωπική ενότητα, αυτή που φέρνει μαζί, σε κοινές δράσεις και επεξεργασίες όσες και όσους

πιστεύουν στη ρήξη και στην προετοιμασία μεταβατικών αιτημάτων,
πάντα με δημοκρατικές διαδικασίες (που πρέπει να τηρούνται και καταστατικά να διασφαλίζονται –όχι απλώς στα λόγια)
και πάντα με διατήρηση της οργανωτικής τους αυτοτέλειας…
Και μια προσωπικό νότα, πριν κλείσω.

Όταν μπήκα στην κινηματική πολιτική (ήταν στις ΗΠΑ, χοντρικά πριν 4 δεκαετίες) κάποιος μεγαλύτερος σύντροφος μου είχε πει πως –υπό το φως της παρουσίας του Αριστερισμός, μια παιδική ασθένεια– αυτό είναι ακατανόητο, όμως ενώ ξέρουμε καλά τι είναι ρεφορμισμός, μάλλον μας διαφεύγει τι είναι και σε τι είδους πρακτικές εμφιλοχωρεί ο σεχταρισμός.

Δέκα χρόνια μετά τη δραματική έκβαση του ’15, έχουμε καθήκον να αντισταθούμε, λοιπόν, και στο ρεφορμισμό (ασφαλώς) αλλά και στο σεχταρισμό. Στη βάση της βιωμένης μας πια εμπειρίας, είμαι βέβαιος πως έχουμε τη δυνατότητα να το κάνουμε…

 

*Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH) και Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/), μέλος της ΠΓ της Ενωτικής Πρωτοβουλίας ΜέΡΑ25 – Ανατρεπτική Οικολογική Αριστερά

https://thepressproject.gr/prokyptoun-arage-epistimonika-syberasmata-apo-tin-ebeiria-tou-kinimatos-enantia-sti-litotita/

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος

Σχόλια (0)

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.