Καθώς σκάλιζα τα συρτάρια μου, βρήκα ένα αρθρίδιο που το είχα κόψει από μια εφημερίδα πριν δυο χρόνια με σκοπό να το σχολιάσω σε τούτο το ιστολόγιο. Δυστυχώς, τότε βρισκόμουν σε διακοπές κι έτσι το αρθρίδιο στριμώχτηκε σ’ έναν φάκελλο και ξεχάστηκε, ώσπου χτες ξαναβγήκε στο φως κατά τύχη. Αν κι από την δημοσίευσή του έχουν περάσει σχεδόν δυο χρόνια, το περιεχόμενό του παραμένει επίκαιρο. Το παραθέτω αυτούσιο και σας προκαλώ να μαντέψετε τον συντάκτη του:
- Cogito ergo sum
To περιστατικό είναι αληθινό και συνέβη πριν από περίπου πενήντα χρόνια. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, καθηγητής Ξενοφών Ζολώτας, παρακολουθούσε έκπληκτος το παραλήρημα ενός “εκδότη” μιας, συνήθως εβδομαδιαίας, “οικονομικής εφημερίδας”. Απαιτούσε ο εν λόγω… “λειτουργός του Τύπου” διαφημιστικές καταχωρίσεις της τράπεζας για το λαθρόβιο έντυπό του. Ο καθηγητής-τραπεζίτης του απαντούσε αρνητικά. Και ο “εκδότης” είπε στον Ζολώτα:
– Στον (Τάδε) γιατί δίνεις;
– Μα αυτός είναι εκβιαστής!
– Και εγώ τι είμαι;
Η αφήγηση τελειώνει εδώ γιατί το σημαντικό δεν είναι πώς αντέδρασε ο Ζολώτας αλλά το ότι, όσο και αν δεν ομολογείται, υπάρχουν και σήμερα Μέσα Μαζικής Εκβιάσεως. Είναι διάφοροι μικροαπατεώνες που τριγυρίζουν ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις ζητώντας, άλλοτε με ικεσίες και άλλοτε με εκβιασμούς, χρηματικά ποσά υπό τύπον διαφημίσεως. Βεβαίως όσο εκπολιτίζεται ο τόπος λιγοστεύουν οι ιδιότυποι αυτοί εκβιαστές. Στη μείωση του αριθμού των εκβιαστών συμβάλλει επίσης και η αναπότρεπτη βιολογική εξέλιξη.
Στον καθημερινό βίο όμως συχνά ώσπου να πεις “Δόξα τω Θεώ” αναγκάζεσαι να αναφωνήσεις “Βοήθα, Παναγιά μου!”. Τους παλαιούς, αμόρφωτους εκβιαστές διαδέχονται οι λιμοκοντόροι νέας τεχνολογίας. Το ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να αντιδράσει και να δημιουργήσει συνθήκες δικαστικού ελέγχου διαφόρων ηλεκτρονικών sites/blogs κ.λπ. γεννά την ελπίδα ότι ο χώρος των μέσων ενημερώσεως θα απαλλαγεί από τα νεοπλάσματα. Η κάθαρση μοιάζει να είναι, ευτυχώς, κοινός τόπος για τους κυβερνώντες, σημερινούς και αυριανούς.
Το σχόλιο που ήθελα να κάνω τότε που πρωτοδιάβασα τα παραπάνω, είχε να κάνει με την εικόνα που παρουσιάζουν τα περισσότερα κυριακάτικα (και όχι μόνο) φύλλα των εφημερίδων με την κίτρινη χαρακτηριστική διαφημιστική καταχώρηση της Τράπεζας Πειραιώς στην πρώτη τους σελίδα ή της Εθνικής Τράπεζας στην τελευταία. Αναρωτιέμαι τί στα κομμάτια διαφημίζουν οι μισοπεθαμένες τράπεζές μας, σε μια εποχή που αυτές κάνουν (αν κάνουν) χορηγήσεις με το σταγονόμετρο κι ο πολίτης δεν μπορεί ούτε καινούργιο τραπεζικό λογαριασμό να ανοίξει (λόγω κάπιταλ κοντρόλ).
Κι όταν μιλάμε για τραπεζική διαφήμιση, δεν μιλάμε για πενταροδεκάρες. Με βάση τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν.4374/2016, οι τράπεζες υποχρεώθηκαν να δώσουν στην δημοσιότητα αναλυτική κατάσταση με την διαφημιστική τους δαπάνη για το 2015. Η δημοσίευση αυτών των στοιχείων έγινε τον περασμένο Μάιο και είναι αποκαλυπτική (τα ποσά σε ευρώ):
– Πειραιώς: Διαφήμιση 19.373.160 – Χορηγίες, δωρεές κλπ 5.216.490
– Εθνική: Διαφήμιση 6.394.599 – Χορηγίες, δωρεές κλπ 8.702.080
– Alpha: Διαφήμιση 8.869.119 – Χορηγίες, δωρεές κλπ 2.121.871
– Eurobank: Διαφήμιση 11.303.058 – Χορηγίες, δωρεές 4.304.476
Ας αφήσουμε κατά μέρος τις χορηγίες και τις δωρεές, μιας και κάποιος μπορεί να πει ότι κάποια απ’ αυτά τα λεφτά μπορεί να έπιασαν τόπο (π.χ. είδα ένα δημοτικό σχολείο που πήρε 300 ευρώ, έναν Δήμο που πήρε 500 ευρώ κι ένα επαρχιακό αθλητικό σωματείο που πήρε 110 ευρώ) κι ας μείνουμε στα περισσότερα από 46 εκατομμύρια που ξοδεύτηκαν από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες για διαφήμιση. Ποιός μπορεί να μας εξηγήσει τι ακριβώς διαφημίστηκε με τόσα λεφτά;
Η απάντηση είναι απλή και θα την καταλάβουμε διαβάζοντας το παραπάνω αρθρίδιο τόσο από την όψη όσο κι απ’ την ανάποδη. Μια τέτοια ανάγνωση θα αποκαλύψει ότι η διαφήμιση χρησιμοποιείται εδώ ως όχημα μεταφοράς χρημάτων, σε μια συναλλαγή με αμοιβαίο όφελος. Για να χρησιμοποιήσω την ορολογία τού παραπάνω αρθριδίου, θα μπορούσα να πω ότι εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε έναν ιδιότυπο “αμφίδρομο εκβιασμό”, ο οποίος δεν μας επιτρέπει να δούμε ποιος είναι ο εκβιαστής και ποιος ο εκβιαζόμενος. Αλήθεια, ποιός εκβιάζει; Ο εκδότης που λέει στον τραπεζίτη “δώσε για να μη γράψω” ή ο τραπεζίτης που λέει στον εκδότη “αν γράψεις δεν θα σου ξαναδώσω”;
Η απάντηση είναι απλή και θα την καταλάβουμε διαβάζοντας το παραπάνω αρθρίδιο τόσο από την όψη όσο κι απ’ την ανάποδη. Μια τέτοια ανάγνωση θα αποκαλύψει ότι η διαφήμιση χρησιμοποιείται εδώ ως όχημα μεταφοράς χρημάτων, σε μια συναλλαγή με αμοιβαίο όφελος. Για να χρησιμοποιήσω την ορολογία τού παραπάνω αρθριδίου, θα μπορούσα να πω ότι εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε έναν ιδιότυπο “αμφίδρομο εκβιασμό”, ο οποίος δεν μας επιτρέπει να δούμε ποιος είναι ο εκβιαστής και ποιος ο εκβιαζόμενος. Αλήθεια, ποιός εκβιάζει; Ο εκδότης που λέει στον τραπεζίτη “δώσε για να μη γράψω” ή ο τραπεζίτης που λέει στον εκδότη “αν γράψεις δεν θα σου ξαναδώσω”;
Αυτά ήθελα να πω. Δεν ξέρω αν καταφέρατε να μαντέψετε τον συντάκτη του αρθριδίου, ο οποίος δεν διστάζει να κάνει λόγο για “Μέσα Μαζικής Εκβιάσεως”. Αν όχι, θα σας βοηθήσω αποτελεσματικά, παραθέτοντας το υστερόγραφο που υπήρχε στο αρθρίδιο αλλά σας το απέκρυψα προηγουμενως για λόγους… σασπένς (προσοχή στην φράση που υπογράμμισε ο ίδιος ο συντάκτης):
ΥΓ.: Οσοι νομίζουν ή προσδοκούν συγχωνεύσεις μέσων ενημερώσεως εννοώντας μείωση της δημοσιογραφικής ακτινοβολίας του “Βήματος” και των “Νέων”, ματαίως ελπίζουν. Ο μεγαλύτερος εκδοτικός οργανισμός της χώρας, παρά την κρίση, ανακάμπτει εντυπωσιακά. Και πολιτικά ισχύει πάντοτε η φράση του νεαρού δημοσιογράφου που απάντησε σε υπουργό της χούντας “Κύριε υπουργέ, εγώ θα είμαι και αύριο εδώ!”.
[Σταύρος Ψυχάρης, “Οι λιμοκοντόροι της ενημέρωσης“, εφημ. Το Βήμα, 10/8/2014]