Πολλοί από μας έχουμε καταφερθεί εναντίον της όλο και αυξανόμενης οικονομικής ανισότητας, που εμφανίζεται στους κόλπους των περισσότερων κοινωνιών στον πλανήτη, ακόμα και στις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες. Από την εποχή ακόμα της Γαλικής Επανάστασης οι ανισότητες έχουν θεωρηθεί ως διχαστικές και κοινωνικά διαβρωτικές.
Οι απολογητές του Νεοφιλελευθερισμού αποδίδουν αυτές τις επικρίσεις σε κάποιου είδους λαϊκισμό που αρέσκεται να χαϊδεύει τ’ αυτιά του λαουτζίκου για την προσπόριση πολιτικού οφέλους, σε ιδεολογική προσκόλληση σε παρωχημένες σοσιαλιστικές αντιλήψεις, που έχουν ηττηθεί οριστικά, ή και σ’ έναν στείρο συναισθηματισμό, που μας εμποδίζει τάχα να δούμε την πραγματικότητα με ματιά αντικειμενική. Απορρίπτουν έτσι τούτες τις αιτιάσεις ως ανορθολογικές κι επιχειρηματολογούν ότι η συσσώρευση όλο και περισσότερου πλούτου στα χέρια όλο και λιγότερων ανθρώπων, αποτελεί κάτι σαν φυσικό δίκαιο, το δίκαιο του ισχυρού, που με κάποιον μαγικό τρόπο ωφελεί τελικά τις κοινωνίες.
Είναι όμως τόσο απλά και ξάστερα τα πράματα, όπως ο νεοφιλελεύθερος δογματισμός και η θεολογία της απεριόριστης ανάπτυξης θέλουν να τα εμφανίζουν; Αποτελεί πράγματι το αίτημα για δικαιότερη κατανομή του πλούτου και της ισχύος, έναν συναισθηματικό ανορθολογισμό, μια απλή διαισθητική αντίληψη; Και το κυριότερο απ’ όλα, ποιες είναι οι αντικειμενικές συνέπειες της αύξησης των οικονομικών ανισοτήτων, μέσα στα πλαίσια μιας κοινωνίας;
Ο Ρίτσαρντ Γουίλκινσον, ερευνητής της δημόσιας υγείας και καθηγητής Κοινωνικής Επιδημιολογίας στο πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ, μελέτησε επί δεκαετίες τις κοινωνικές επιπτώσεις των οικονομικών ανισοτήτων στις δυτικές κοινωνίες. Στο βιβλίο Το Πνευματικό Επίπεδο, το οποίο συνέγραψε μαζί με την Κέητ Πίκετ, παρουσιάζει έναν μεγάλο όγκο επιστημονικών αποδείξεων, σχετικών με τα ερωτήματα που έχουμε θέσει.
Το πιο αναπάντεχο και παράδοξο στοιχείο που καταδεικνύεται από την έρευνα, είναι ότι η κοινωνική ευημερία δεν εξαρτάται καθόλου από το κατά κεφαλήν εισόδημα σε μια χώρα, σε όλους τους δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν για ν’ απεικονίσουν την κοινωνική παθολογία, μεμονωμένοι ή συνδυαστικά. Αυτό που παίζει κρίσιμο ρόλο είναι λοιπόν όχι το πόσο πλούσια είναι μια χώρα, αλλά το πόσο δίκαια έχει αυτή μοιράσει τον πλούτο μεταξύ των πολιτών της.
Η εξήγηση γι’ αυτό το φαινόμενο, είναι ότι στην πραγματικότητα ο πλούτος, η κοινωνική θέση, μέσα σε μια κοινωνία δεν αποτελεί απόλυτο μέγεθος, αλλά σχετικό κι ορίζεται βάσει αυτών που κατέχει ο καθένας από εμάς, αναλογικά με αυτά που διαθέτουν οι άλλοι. Όταν μιλάμε για κοινωνικό στάτους βλέπουμε τον καθένα σε σχέση με τους υπόλοιπους και το μέγεθος των χασμάτων μεταξύ μας.
Όμως τι συμβαίνει όταν οι ανισότητες διευρύνονται ή συμπιέζονται, όταν οι διαφορές στο εισόδημα γίνονται μεγαλύτερες ή μικρότερες; Τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν στην έρευνα δεν είναι υποθετικά. Αντλήθηκαν από τον ΟΗΕ και την Παγκόσμια Τράπεζα και αφορούν τις πλούσιες αναπτυγμένες δημοκρατίες της ελεύθερης αγοράς (βάλτε σε εισαγωγικά οποιαδήποτε από τις προηγούμενες λέξεις προτιμάτε).
Το μέτρο των ανισοτήτων, το οποίο χρησιμοποιήθηκε, ήταν πόσο πλουσιότεροι είναι εκείνοι που βρίσκονται στο ανώτερο εισοδηματικό 20%, από εκείνους στο κατώτερο 20% κάθε χώρας. Στις χώρες με μεγαλύτερη ισότητα -Ιαπωνία, Σκανδιναβικές χώρες- το ανώτερο 20% είναι τρισήμισι με τέσσερις φορές πλουσιότεροι από το κατώτερο 20%, ενώ στις πιο άνισες απ’ αυτές -Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Ποργογαλία, Σιγκαπούρη- τούτες οι διαφορές φτάνουν στο διπλάσιο. Ας σημειώσουμε ότι το μέτρο σύγκρισης των ανισοτήτων θα πρέπει να θεωρηθεί ιδιαίτερα μετριοπαθές, αν αναλογιστούμε ότι περίπου το 2% της ανώτερης κατηγορίας, είναι πολύ πλουσιότερο ακόμα κι απ’ το κατώτερο 2% της ίδιας κατηγορίας, των πλουσίων, πόσο μάλλον από τους φτωχότερους της κατηγορίας των φτωχών.
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα τις επιπτώσεις που έχει αυτό στις κοινωνίες. Συγκεντρώθηκαν διεθνώς συγκρίσιμα δεδομένα για το προσδόκιμο επιβίωσης, για τις επιδόσεις των παιδιών στα μαθηματικά και στα γράμματα, ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας, ποσοστά ανθρωποκτονιών,ποσοστά φυλακισμένων, εφήβων γονέων, επιπέδων εμπιστοσύνης, παχυσαρκία, ψυχικές νόσους –στις οποίες βάσει των στάνταρ διαγνωστικών ταξινομήσεων περιλαμβάνεται η εξάρτηση από ναρκωτικά και αλκοόλ- και κοινωνική κινητικότητα και συμπεριλήφθησαν όλα σ’ έναν δείκτη, με το καθένα να βαρύνει εξίσου.
Οι πιο άνισες χώρες τα πηγαίνουν χειρότερα σε όλα αυτά τα κοινωνικά προβλήματα.Υπάρχει μια αξιοσημείωτα στενή συσχέτιση. Εάν όμως κοιτάξουμε τον ίδιο δείκτη της υγείας και των κοινωνικών προβλημάτων σε σχέση με το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα, το ΑΕΠ, δεν υπάρχει καμμία συσχέτιση πλέον.
Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Ρίτσαρντ Γουίλκινσον, σε ομιλία του στο TED, την οποία έχετε τη δυνατότητα να παρακολουθήσετε στο τέλος του άρθρου: «Ανησυχήσαμε λίγο ότι ο κόσμος θα πίστευε πως επιλέγαμε τα προβλήματα, έτσι ώστε να ταιριάζουν με τα επιχειρήματά μας και ότι κατασκευάσαμε τις αποδείξεις, έτσι δημοσιεύσαμε μια εργασία στο British Medical Journal σχετικά με τον δείκτη της UNICEF για την παιδική ευημερία. Περιέχει 40 διαφορετικά στοιχεία που συνυπολογίστηκαν από άλλους ερευνητές. Περιέχει το εάν τα παιδιά μιλούν στους γονείς τους, εάν έχουν βιβλία στο σπίτι, τα ποσοστά εμβολιασμών, εάν γίνονται τραμπουκισμοί στο σχολείο. Τα πάντα συμπεριλαμβάνονται σε αυτόν τον δείκτη. Τα παιδιά τα πηγαίνουν χειρότερα στις πιο άνισες κοινωνίες. Πολύ σημαντική στατιστική συσχέτιση. Όμως και πάλι, εάν κοιτάξουμε το μέτρο της παιδικής ευημερίας, σε σχέση με το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα, δεν υπάρχει καμμία συσχέτιση, ούτε υποψία συσχέτισης.»
Ενώ λοιπόν το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα παίζει σίγουρα ρόλο τις αναπτυσσόμενες και πολύ φτωχές χώρες, οι οποίες σίγουρα είναι φτωχές εξαιτίας της άντλησης πόρων και της επικυριαρχίας που υφίστανται από τις πλούσιες χώρες, στον δικό μας κόσμο αυτό που παίζει πραγματικά ρόλο είναι η κατανομή του πλούτου μέσα στην κοινωνική διαστρωμάτωση.
Ένας πολύ χαρακτηριστικός, αν κι αναπάντεχος για τους περισσότερους, δείκτης κοινωνικής ευρωστίας που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα, είναι κι η εμπιστοσύνη, ένας δείκτης που προέρχεται από την Παγκόσμια Επισκόπηση Αξιών. Ουσιαστικά εκφράζει το ποσοστό των πολιτών μιας χώρας που πιστεύουν ότι μπορούν να εμπιστευτούν τους γύρω τους. Στο πιο άνισο άκρο της κατανομής μόλις το 15% του πληθυσμού αισθάνεται ότι μπορεί ο ένας να εμπιστευτεί τον άλλον. Στις πιο ίσες κοινωνίες το ποσοστό αυξάνεται σε 60 με 65%. Εάν κοιτάξουμε τους δείκτες συμμετοχής στα κοινά ή αλλιώς «κοινωνικό κεφάλαιο», βλέπουμε παρόμοιες σχέσεις στενά συνδεδεμένες με τις ανισότητες.
Αν τούτοι οι δείκτες αποτελούν πράγματι ένδειξη κοινωνικής παθολογίας, τότε μπορεί κανείς έμμεσα να σχολιάσει τη βαθύτατη κρίση που δοκιμάζει εδώ και πολλά χρόνια την ελληνική κοινωνία, με τρόπο που δεν τον έχουμε προσεγγίσει επαρκώς. Η γενικευμένη δυσπιστία και η αδιαφορία για συμμετοχή στα κοινά, την οποία όλοι έχουμε στηλιτεύσει, όσον αφορά το ελληνικό παράδειγμα, δεν οφείλονται σε κάποια εγγενή ανωμαλία, αλλά είναι το ξεκάθαρο αποτέλεσμα της επιβολής του Νεοφιλελευθερισμού, με όλες τις παθογένειες που κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι την εποχή που διεξήχθη η έρευνα η Ελλάδα βρισκόταν στο μέσο όλων των κατανομών. Σήμερα η κατάσταση που θα περιέγραφε ο ερευνητής, θα ήτανε σαφώς χειρότερη.
Χρησιμοποιώντας τα κοινά ερωτηματολόγια που έχει καταρτίσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σε τυχαία δείγματα του πληθυσμού, για να διαπιστωθούν οι αποκλίσεις μεταξύ των χωρών, ως προς τις ψυχικές νόσους, τ’ αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Τα ποσοστά ψυχικών νόσων κυμαίνονται μεταξύ 8% για τις πιο ίσες χώρες, μέχρι το τριπλάσιο για τις περισσότερο άνισες.
Η κλίμακα της εγκληματικότητας είναι ακόμα πιο εκτεταμένη. Ξεκινάει από 15 ανθρωποκτονίες ανά εκατομμύριο πληθυσμού και φτάνει μέχρι τις 150, δηλαδή στο δεκαπλάσιο. Ομοίως το ποσοστό των φυλακισμένων κυμαίνεται από 40 έως 400! Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο σ’ αυτήν την περίπτωση, είναι ότι οι διαφορές αυτές δεν οφείλονται τόσο στην αυξημένη εγκληματικότητα (αν και φυσικά συμβάλλει κι αυτή), αλλά σε αυξημένο ποινικό κολασμό, σε σκληρότερες καταδίκες. Οι πιο άνισες κοινωνίες είναι πιθανότερο επίσης να διατηρούν την θανατική ποινή.
Παρόμοια ευρήματα έχουμε ως προς τα παιδιά που εγκαταλείπουν το σχολείο, σημαντική βλάβη για την κοινωνία εφόσον μιλάμε για το συλλογικό ταλέντο που καταλήγει αναξιοποίητο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο δείκτης κοινωνικής κινητικότητας, δηλαδή οι πιθανότητες ένα παιδί από τις κατώτερες τάξεις να βρεθεί στις ανώτερες και το αντίστροφο. Εδώ αποδεικνύεται ότι όσο πιο άνιση είναι μια κοινωνία, τόσο η μοίρα των παιδιών είναι στενότερα συνυφασμένη με το εισόδημα των γονιών του. Όπως προσφυώς σχολιάζει ο ερευνητής, «άν οι Αμερικανοί θέλουν να ζήσουν το αμερικάνικο όνειρο, θα πρέπει να πάνε στην Δανία».
Έτσι, αυτό που βλέπουμε είναι η γενική κοινωνική δυσλειτουργία σε σχέση με τις ανισότητες. Δεν είναι μόνο ένα ή δύο πράγματα που δεν πάνε καλά, αλλά τα περισσότερα.
Μια άλλη πραγματικά αναπάντεχη πτυχή τούτης της εικόνας είναι πως δεν επηρεάζονται μόνο οι φτωχοί από τις ανισότητες. Οι μεγαλύτερες διαφορές σίγουρα βρίσκονται στον πυθμένα της κοινωνίας. Ακόμη όμως και στην κορυφή, φαίνεται να υπάρχει ένα μικρό πλεονέκτημα όταν βρίσκεσαι σε μια πιο ίση κοινωνία. Αυτή φαίνεται να είναι η γενική εικόνα –ότι η μεγαλύτερη ισότητα έχει μεγαλύτερο θετικό αποτέλεσμα στον πυθμένα όμως έχει και κάποια οφέλη ακόμη και για την κορυφή.
Τι γίνεται όμως με την αιτιότητα; Η συσχέτιση από μόνη της δεν την αποδεικνύει. Πράγματι, οι άνθρωποι γνωρίζουν αρκετά καλά τις αιτιώδεις σχέσεις για κάποια από αυτά τ’ αποτελέσματα. Η μεγάλη αλλαγή στην κατανόησή μας των αιτίων των χρόνιων προβλημάτων υγείας, στον πλούσιο αναπτυγμένο κόσμο, είναι το πόσο σημαντικά το χρόνιο στρες κοινωνικής προέλευσης επηρεάζει το ανοσοποιητικό ή το καρδιαγγειακό σύστημα. Για παράδειγμα ο λόγος που η βία γίνεται πιο κοινή σε πιο άνισες κοινωνίες, είναι ότι οι άνθρωποι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στο να τους κοιτούν αφ’ υψηλού.
Το βιβλίο του Ρίτσαρντ Γουίλκινσον κέρδισε υποστήριξη από Βρετανούς πολιτικούς, απ’ όλο το πολιτικό φάσμα. Ο ίδιος έγινε συνιδρυτής του Τραστ της Ισότητας, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού που στοχεύει στην άμβλυνση των ανισοτήτων. Όπως έχει δηλώσει: «Ενώ πάντοτε πίστευα ότι μια ίση κοινωνία θα είχε καλύτερες επιδόσεις ως προς την κοινωνική συνοχή, δεν περίμενα ποτέ να βρω τόσο ξεκάθαρες διαφορές μεταξύ των σύγχρονων οικονομιών της αγοράς».
Καταλήγουμε λοιπόν στο καταφανέστατο συμπέρασμα ότι ο Νεοφιλελευθερισμός όχι μόνο δεν διαθέτει κανένα ηθικό πλεονέκτημα ως ιδεολογία, αλλά έχει απωλέσει εδώ και πολύ καιρό και οποιοδήποτε στοιχείο επιστημονικού ορθολογισμού, παρά τα όσα ψευδώς διακηρύσσει. Πρόκειται για μια αντικοινωνική ιδεολογία, η οποία υποστηρίζει το απόλυτο δικαίωμα των πλουσιότερων στην ανεξέλεγκτη κι αχαλίνωτη συσσώρευση, ενώ κάτι τέτοιο αποδεδειγμένα δημιουργεί φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας και αυξάνει διαρκώς τα προβλήματα σ’ όλους μαζί και στον καθένα χωριστά, ακόμα και στους ίδιους τους πλούσιους, που φαίνονται να ξεχνούν ότι κανείς δεν μπορεί να παραμένει υγιής, μέσα σε μια κοινωνία που νοσεί.
Μια θηριώδης ιδεολογία, αντάξια του 20ου αιώνα, μέσα στον οποίο δημιουργήθηκε, που πιστεύουμε εντελώς βάσιμα ότι θα αποβεί μοιραία για το μέλλον της ανθρωπότητας και θα πρέπει να αποκαθηλωθεί με κάθε μέσο, από τη θέση του κυρίαρχου δόγματος που σήμερα κατέχει.
Περισσότερες επιστημονικές αποδείξεις για την κτηνώδη φύση του Νεοφιλελεύθερου Καπιταλισμού, μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ.