Ο Μαρξ, μετά τη συγγραφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου το 1848 και τη “μετάβαση στο σοσιαλισμό δια μέσου της επαχθούς φορολόγησης των εισοδημάτων κεφαλαίου και της κατάργησης του δικαιώματος της κληρονομιάς κεφαλαίου” που διατύπωσε σ’ αυτό, δεν έδειξε κανένα απολύτως θεωρητικό ενδιαφέρον για το σοσιαλισμό, δηλαδή πρακτικά για την αποσαφήνιση της τόσο της έννοιας της “κοινωνικής ιδιοκτησίας” όσο και της διαδικασίας “κοινωνικού σχεδιασμού” της δραστηριότητας των επιχειρήσεων. Επικεντρωνόταν αποκλειστικά στην πολιτική – ταξική προϋπόθεσή του όποιου σοσιαλισμού, δηλαδή την επαναστατική κατάλυση του αστικού κράτους και τη συγκρότηση της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Μετά το θάνατό του το 1883, ο Ένγκελς ως επιμελητής του έργου του, ενέταξε στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου που εκδόθηκε σχεδόν 10 χρόνια μετά, το 1894, μια ανάλυση του Μαρξ για την κοινωνικοποίηση στον καπιταλισμό.
Η κοινωνικοποίηση συνδέεται με την λειτουργική αποσαφήνιση του σοσιαλισμού επειδή αποτελεί τη διαδικασία διαμόρφωσης τόσο της ίδιας της κοινωνικής ιδιοκτησίας όσο και του κοινωνικού σχεδιασμού που και τα δυο τους αποτελούν εναλλακτικές καταστάσεις στοιχείων του Πίνακα Ορισμού των εναλλακτικών ή / και διαδοχικών σοσιαλισμών του Ένγκελς (βλ. https://redlineagrinio.gr/publications/84320-kata-engkels-sosialistiki-metavasi-kapitalismo-kommounismo-kata-engkels-sosialistiki-metavasi-kapitalismo-kommounismo-atou-kosta-lampropoulou).
Ο Marx διαπιστώνει, λοιπόν, στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου ότι οι μετοχικές εταιρείες ήταν ένα όχημα κοινωνικοποίησης του κεφαλαίου. Το υλικό κεφάλαιο είναι αδιαίρετο ενώ η αξιακή εικόνα του είναι διαιρετή και μεταβιβάσιμη μέχρι και το απειροελάχιστο εκατοστό. Στην πραγματικότητα, αυτού του είδους η συνιδιοκτησία κεφαλαίου είναι η καπιταλιστική εταιρεία αυτή καθ’ εαυτή επειδή είναι μια συνιδιοκτησία αξίας με μοναδικό σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως κεφάλαιο, δηλαδή να δημιουργήσει υπεραξία.
Η κοινωνικοποίηση του κεφαλαίου έχει δύο διακριτές λειτουργικές πτυχές. Πρώτο: επειδή -κατά τη γραμμή του Smith – η ιδιοκτησία στις μετοχικές εταιρίες είναι διαχωρισμένη από την τρέχουσα διαχείρισή τους. Δεύτερο: επειδή η μετοχική εταιρία είναι μια μετάβαση προς τη μετατροπή όλων των λειτουργιών της διαδικασίας της αναπαραγωγής, η οποία παραμένει συνδεδεμένη με την καπιταλιστική ιδιοκτησία, σε απλές λειτουργίες των συνεταιρισμένων παραγωγών, σε κοινωνικές λειτουργίες.
Η κοινωνικοποίηση του κεφαλαίου με τη μορφή της μετοχικής εταιρείας καταργεί την ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής άσχετα με το αν λειτουργούν σαν κεφάλαιο ή όχι. Η προοπτική αυτής της κατάργησης αυξάνεται με την προσθήκη πιστωτικών κεφαλαίων στα οποία η μετοχική εταιρεία έχει πρακτικά απεριόριστη πρόσβαση. Τέλος, ο Marx συμπεραίνει ότι είναι ο έλεγχος πάνω στο κοινωνικό κεφάλαιο, και όχι πάνω στο δικό του ιδιωτικό κεφάλαιο, εκείνο που δίνει στον καπιταλιστή τον έλεγχο πάνω στην κοινωνική εργασία.
γράφει ο Κώστας Λαμπρόπουλος
Σύμφωνα με το Marx, αυτό είναι η κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εντός του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και ως εκ τούτου μια αυτο-αναιρούμενη αντίφαση, η οποία εκ πρώτης όψεως αποτελεί μια απλή φάση μετάβασης προς μια νέα μορφή παραγωγής. Εκδηλώνεται δε ως τέτοια ως αντίφαση ως προς τα αποτελέσματά της.
Στην κοινωνικοποίηση του κεφαλαίου, ο Marx αντιδιαστέλλει την κοινωνικοποίηση της εργασίας την οποία αναγνωρίζει στους συνεργατισμούς. Πιστεύει ότι τα συνεργατικά εργοστάσια των ίδιων των εργαζόμενων είναι μέσα στα πλαίσια της παλιάς μορφής, το πρώτο βλαστάρι της νέας, παρόλο που φυσικά αναπαράγουν και οφείλουν να αναπαράξουν παντού στην πραγματική τους οργάνωση όλες τις ανεπάρκειες του επικρατούντος συστήματος. Μέσα στα πλαίσια τους όμως η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία ξεπερνιέται, αν και στην αρχή μόνο κάνοντας τους συνεταιρισμένους εργάτες κεφαλαιούχους του ίδιων των εαυτών τους, δηλαδή καθιστώντας τους ικανούς να χρησιμοποιούν τα μέσα παραγωγής για την απασχόληση της δικής τους εργασίας. Τα συνεργατικά εργοστάσια δείχνουν πως ένας νέος τρόπος παραγωγής αναδύεται με φυσικό τρόπο από τον παλιό όταν η ανάπτυξη των υλικών δυνάμεων της παραγωγής και οι αντίστοιχές τους μορφές κοινωνικής παραγωγής έχουν φτάσει σε ένα ιδιαίτερο στάδιο.
Τελικά, ο Marx συγκρίνει τους δύο εναλλακτικούς ταξικούς τύπους κοινωνικοποίησης και συμπεραίνει ότι οι μετοχικές εταιρείες κεφαλαίου, όπως επίσης και τα συνεργατικά εργοστάσια, θα πρέπει να θεωρούνται μορφές μετάβασης από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στο συνεταιριστικό, με τη μόνη διαφορά ότι ο ανταγωνισμός επιλύεται αρνητικά στη μία περίπτωση και θετικά στην άλλη.
Η ουσία αυτού του συμπεράσματος, δηλαδή οι “καλοί” συνεργατισμοί, δεν αποτελεί καθόλου μια θεωρητική συνεισφορά που να έχει την παραμικρή ιστορική σημασία, θεωρητική ή πολιτική.
Ο προ-βιομηχανικός κομμουνισμός -θερμός οπαδός του οποίου υπήρξε και ο νεαρός Ένγκελς- ήταν ο αιώνιος πρωταθλητής των αυτοδιαχειριζόμενων παραγωγικών κοινοκτημονικών κοινοτήτων της μιας ή της άλλης μορφής και περιεχομένου με λειτουργικούς όρους αξίας ή μη. Οι Wilhelm Weitling (1808-1871) και Moses Hess (1812-1875), συναρχηγοί της Ένωση των Δικαίων και σφοδροί πολιτικοί αντίπαλοι των Engels και Marx στην επιχείρηση προλεταριοποίησης του κομμουνιστικού κινήματος που είχαν μεθοδικά εξαπολύσει τα τέλη της δεκαετίας του 1840, επίσης προσυπόγραφαν με πάθος αυτή την αξιωματική θεμελιώδη κομμουνιστική αρχή. Ας μην ξεχνάμε ότι, τελικά, «κομμουνισμός» σημαίνει «κοινοτισμός», που κατάγεται από το «κοινός» δηλώνοντας την υποστήριξη της «κοινοκτημοσύνης» (= «κοινό κτήμα»).
Συμμετρικά, οι Σοσιαλιστές είχαν ήδη κατασκευάσει στη βάση του έργου του Luis Blanc (1811-1882) Η οργάνωση της εργασίας (1839) ένα ολόκληρο φάσμα εναλλακτικών κοινωνικών συνεργατικών – συνεταιριστικών υποδειγμάτων μετακαπιταλισμού με όρους αξίας. Επομένως, το όλο θέμα δεν ήταν για τους συνεργατισμούς ως μη καπιταλιστικές οργανωτικές μορφές˙ υπήρχε μια συνολική προλεταριακή συναίνεση σ’ αυτό το σημείο, αλλά ήταν για την αξιακή ή μη αξιακή λειτουργία τους. Η ανάλυση του Marx για την κοινωνικοποίηση στο Κεφάλαιο αποτυγχάνει πλήρως να αποσαφηνίσει το ζήτημα.
Το πρακτικό συμπέρασμα που προκύπτει από την ενγκελσιανής διασκευής ανάλυση του Μαρξ για την κοινωνικοποίηση είναι ότι η «κοινωνική κατοχή των μέσων παραγωγής» με την οποία ο Ένγκελς έχει αντικαταστήσει στο Anti-Dühring την «κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής» του Μαρξ υποστασιοποιείται από τους συνεργατισμούς, δηλαδή από εκείνους που ήδη εργάζονται ως μισθωτοί στην απολλοτριωνόμενη από τη δικτατορία του προλεταριάτου επιχείρηση. Με τον τρόπο αυτό, ο Ένγκελς κλειδώνει “αρμονικά” εκ των υστέρων την ανάλυση στο Anti-Dühring με την ανάλυση του ίδιου του Μαρξ στο Κεφάλαιο.
Βεβαίως, το όλο σχήμα του Ένγκελς – Μαρξ είναι μεγαλειωδώς ταυτολογικό: εξ ορισμού το τοπικό όργανο της δικτατορίας του προλεταριάτου στις επιχειρήσεις είναι ο κατά περίπτωση αντίστοιχος συνεργατισμός των εργατών τους!
Επομένως, «δικτατορία του προλεταριάτου» και «συνεργατισμός» είναι ποιοτικά σχεδόν ταυτόσημα: το πρώτο είναι το γενικό / συνολικό και το δεύτερο το ειδικό / μερικό.
Δυστυχώς, όμως, για τον Ένγκελς αλλά και τον Μαρξ προκύπτει παράλληλα και το συμμετρικό συμπέρασμα: η επέκταση της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μετοχικών εταιρειών τελείται δια μέσου της επαύξησης του πλήθους των μετόχων της (στους οποίους μπορεί να συμπεριλαμβάνονται, ατομικά, ομαδικά ή συλλογικά, και οι εργάτες).
Ο Edward Bernstein (1850-1932), ο εκτελεστής της διαθήκης του Ένγκελς, θέτει χωρίς περιστροφές το θέμα της «διαταξικής συμμετοχικής κοινωνικοποίησης» το 1899. Και μ’ αυτό εκκινεί η δομική κρίση της Δεύτερης Διεθνούς και του … μαρξισμού.
Αναπόφευκτα!
Η -φαινομενική- έλλειψη ενδιαφέροντος για το σοσιαλισμό εκ μέρους του Μαρξ πήγαζε, εκτός από την προφανή πολιτική σκοπιμότητα επικέντρωσης στην δικτατορία του προλεταριάτου, και από άλλους πρόσθετους λόγους. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονται και οι ακόλουθοι τρεις οριοθετικοί λόγοι:
Πρώτο: στον καταμερισμό της εργασίας με τον Ένγκελς, το πεδίο «κοινωνία» είχε αποδοθεί στον Ένγκελς.
Δεύτερο: στην κατά το μέγιστο δυνατό αποφυγή κάθε σύμπλευσης, ακόμα και ονοματολογικής, της κομμουνιστικής θεωρίας και δράσης με όλες εκείνες τις αντίπαλες πολιτικές αντιλήψεις και πρακτικές που στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο αποκαλούσε αντιδραστικό, φεουδαρχικό, μικροαστικό, “αληθινό”, συντηρητικό ή αστικό, και ουτοπικό σοσιαλισμό που -πρακτικά- μόνο σύγχυση θα μπορούσε να επιφέρει στις κομμουνιστικές γραμμές του προλεταριάτου (το ΚΚΕ αποτελεί ένα σύγχρονο ανάλογο παράδειγμα).
Τρίτο: στην οπτική του Μαρξ, η «κοινωνία» ήταν -και ορθά- αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την «αγορά», δηλαδή το «εμπόρευμα», δηλαδή -τελικά- τον «καπιταλισμό» που η κομμουνιστική προλεταριακή επανάστασή του επιδίωκε να καταστρέψει ολοσχερώς.
Επομένως, το μεθοδολογικό πρόβλημα που ο Μαρξ -μετά βεβαιότητας- αναγνώρισε αλλά απέφυγε επιμελώς να επιχειρήσει να επιλύσει ήταν (και είναι) το ακόλουθο: πως το αποτέλεσμα (κοινωνία) που παράγεται από τον καπιταλισμό μπορεί να καταστρέψει αναδραστικά την γενεσιουργό αιτία του (καπιταλισμός) και ταυτόχρονα να διατηρηθεί στη συνέχεια αυθύπαρκτο στη ζωή (μετακαπιταλιστική κοινωνία) χωρίς την επενέργειά της (καπιταλισμός);
Στο πολιτικό επίπεδο ανάλυσης το πρόβλημα αναδιατυπώνεται ως εξής: πως από το ταξικό / σοσιαλισμό περνάμε στο κοινωνικό / κομμουνισμό;
Η επίλυση αυτών των προβλημάτων προϋποθέτει την ύπαρξη του έργου των Μαρξ και Ένγκελς (αναγκαία συνθήκη) και για το λόγο αυτό η λύση τους δεν μπορεί να εμπεριέχεται σ’ αυτό (ικανή συνθήκη). Μπορεί μόνο να έπεται ιστορικά του έργου τους, ως διαλεκτική υπέρβασή του.
Αυτό άλλωστε είναι και το απώτατο ιστορικό όριο του βιομηχανικού ή προλεταριακού κομμουνισμού των Μαρξ και Ένγκελς.
Αναφορές
______________________
Bernstein [1899] E., Evolutionary socialism, a criticism and an affirmation (Die Voraussetzungen des Sozialismus und die Aufgaben der Sozialdemokratie), 7th impression, Schocken Books, N.Y. 1975.
Blanc [1839] L., Organisation du Travail, Au bureau du Nouveau Monde, Paris, 1850.
Marx [1894] K., The capital, vol. 3, Marx-Engels Collected Works, vol. 37, Progress Publishers, Moscow, 1996. Δημοσιεύτηκε περίληψη στην εφημερίδα Die Neue Zeit, Bd. 1, No. 18, 1890-91.